Ναι, κατάντημα, γιατί επίδομα ανεργίας έπρεπε να ζητάει, σαράντα χρονών άντρας και έμπειρος στην ειδικότητά του ή να δουλεύει οπωσδήποτε και να παίρνει το μισθό του; Τι του έλειπαν, η δύναμη, η γνώση, η όρεξη; Τίποτε. Και όμως ένα χρόνο τώρα ήταν άνεργος, απένταρος και καταρρακωμένος ψυχικά. Οι ξεπουλημένοι στο κεφάλαιο κυβερνήτες και η άκρως αντιλαϊκή πολιτική τους τον είχαν εξοντώσει, τον είχαν φέρει στο «αμήν» και στα γκισέ του Οργανισμού Επιδότησης Ανέργων. Ενός οργανισμού που η κυβέρνηση τον χρησιμοποιούσε για να δείχνει το δήθεν «κοινωνικό πρόσωπό» της και να καταλαγιάζει κάπως την οργή των πεντακοσίων και πλέον χιλιάδων ανέργων της χώρας. Οι κυβερνώντες, δηλαδή, αφού είχαν κάψει για καλά κόσμο και κοσμάκη, τον άλειβαν τώρα με το «μέλι» μιας ισχνής επιδότησης για να μη φωνάζει. Μπαγαποντιές και αίσχη ολκής, δηλαδή.
- Προχωρείτε, κύριε, μη χαζεύετε, άκουσε να του λένε κάποια στιγμή όσοι ήταν πίσω του και έκανε ένα βήμα μπροστά, βράζοντας από οργή.
Τώρα, μάλιστα, ήταν έτοιμος να εκραγεί κυριολεκτικά, γιατί του ήρθε ξαφνικά στο μυαλό εκείνο το όνειρο που είδε το βράδυ. Τον είχαν αρπάξει, λέει, οι κυβερνώντες και αφού του φόρεσαν κάτι κουρέλια, πήγαν και τον έστησαν σε κάποια γωνιά της πόλης με απλωμένο το χέρι. Και κατόπιν όλοι αυτοί οι μπαταξήδες άρχισαν να περνούν από μπροστά του, θλιμμένοι τάχα για το κατάντημά του και να του βάζουν στη χούφτα δεκάρες για να τον ελεήσουν. Κι αυτός ο μωρός αντί να σηκωθεί να τους φτύσει, δεχόταν τα κέρματα και τους έλεγε περίπου και «ευχαριστώ». «Βρε τι παθαίνει ο άνθρωπος όταν κοιμάται»! αναλογίστηκε με ταραχή ο άνεργος, υπονοώντας όχι μόνον το όνειρό του, αλλά και το γεγονός ότι ψήφιζε συνέχεια αυτούς που τον οδηγούσαν σιγά σιγά στην επαιτεία...
- Σκάσε σαδιστή! ούρλιαξε τότε ο άνεργος. Σκάστε κι εσείς οι γραφειοκράτες και οι κυβερνώντες. Εκείνοι, γιατί κατάντησαν τόσο κόσμο να μην έχει στον ήλιο μοίρα κι εσείς γιατί μας τυραννάτε για να πάρουμε ένα επίδομα - κοροϊδία.
Κι όπως ούρλιαζε ο άνεργος, σήκωσε με μια απότομη κίνηση τη γροθιά του, κάνοντας τον τρομοκρατημένο υπάλληλο να χωθεί κάτω από την καρέκλα του.
Ο αγανακτισμένος άνθρωπος βέβαια, δεν είχε σκοπό να επιτεθεί στο συνομιλητή του. Το γομάρι του έφταιγε και όχι το σαμάρι. Είχε σηκώσει το χέρι του όμως, για να δείξει ότι από εκείνη τη στιγμή άρχιζε αγώνα. Αγώνα κατά των κυβερνώντων που τον είχαν ξεκάνει με τα «μέτρα» τους και με το επίδομά τους ήταν σαν να έστελναν στεφάνι σ' αυτόν, που οι ίδιοι είχαν σκοτώσει. Οπως συνηθίζουν να κάνουν και οι «μαφιόζοι» δηλαδή!