Ηταν τρελός ο χειμώνας που πέρασε και πιότερα τρελό το καλοκαίρι που ήρθε.
Στρίβω στη γωνία και έρχομαι αντιμέτωπη με τους «πράσινους», «μαύρους», «μπλε» ανθρώπους.
Ο φόβος ξεραίνει το στόμα, κάνει τα χέρια να ιδρώνουν και με ακρωτηριάζει... Λένε πως είναι για την ασφάλειά μας. Κάμερες παντού, μυστικοί και φανεροί παντού. Μας μετατρέπουν σε κωφάλαλους. Ο φόβος ομιλίας, ο φόβος ακοής μας μετατρέπει σιγά σιγά σε κωφάλαλους. Πέντε κύκλοι μας σφίγγουν μέρα τη μέρα όλο και πιο πολύ. Μέγκενη. Ο καθένας θρηνεί κάθε μέρα μία χαμένη ευκαιρία. Κάνει να τραγουδήσει και οι λέξεις του χαράζουν το λαιμό. Φτύνει αίμα.
...Λίγο, λίγο...
Χάνω λίγο την αίσθηση του χρόνου... Κάπου πρέπει να πάω... Μα πού; Και τι ώρα είναι;
Το σούρουπο λιώνουν οι αναμνήσεις μιας πρότερης καλύτερης ζωής και χάνονται στους υπονόμους, κάνοντας την πόλη, λίγο πριν βραδιάσει, να μυρίζει ματαιότητα.
Και εγώ ξέρω ότι κρύβω μέσα μου ένα επικίνδυνα εύφλεκτο κερί... γι' αυτό πονάω.
Δεν καταφέρνω να κοιμηθώ. Εχω έναν άνθρωπο σφηνωμένο στα βλέφαρα. Αν μπορούσα θα του έλεγα να φύγει... αλλά έχω έναν ακόμη σφηνωμένο στο λαιμό.
«Μία ωραία πρωία μας χάρισαν ένα ινδικό χοιρίδιο. Εφτασε στο σπίτι μέσα σε κλουβί. Το μεσημέρι του άνοιξα την πόρτα. Επέστρεψα στο σπίτι το απόβραδο και το βρήκα όπως το είχα αφήσει: χωμένο στο κλουβί, κολλημένο στα κάγκελα, να ριγεί από την τρομάρα της ελευθερίας»*.
Είμαι τίγρης με μάτια φοβισμένου σκύλου. Κρέας ωμό η μοναξιά και στάζει αίμα. Κουράστηκα στα ψέματα. Θα ομολογήσω: Ανθρωπος είμαι και θέλω να χωθώ σε μία αγκαλιά... έστω και ξένη.
Βρίσκομαι στην κουπαστή και αντικρίζω τη στεριά που γλιστρά στο κύμα. Οπου πήγα βρήκα σκόνη και περιττώματα ζώων. Τώρα; Μία καινούρια αποτυχία με βαραίνει... αντί για βαλίτσα. Εχω βαρεθεί να φεύγω.
Ιθάκη, Νέα Υόρκη, Κωνσταντινούπολη, Βαρκελώνη, Αβάνα, Μπουένος Αϊρες... Χτες πάλι φεύγοντας, ξαφνικά κατάλαβες πως δε θ' αλλάξεις ζωή και άρχισαν να σου πέφτουν από τα χέρια, εντελώς άηχα, τα πράγματα κάτω, σαν να έπεφταν σε ένα μεγάλο γκρεμό δίπλα στα πόδια σου.
Δεν κλαίω γι' αυτά, για μένα κλαίω. Γιατί είμαι εδώ. Και δεν είμαι εγώ. Απλά το ξέρω. Εχει ζέστη και θόρυβο και το τσιγάρο σιγοσβήνει. Τελειώνει και αυτό...
*Από «Το βιβλίο των Εναγκαλισμών» του Εντουάρδο Γκαλεάνο.