Ο Σχολίλας, λοιπόν, μπήκε κι εγώ νοσταλγώ την πάνινη, τη ραμμένη από τη μάνα μου τσάντα, και την ευχή της να τη γιομίσω γράμματα, να γίνω άνθρωπος. Αναπολώ τις ώρες των θρανίων μου, τις ζαβολιές, τις οκνηρίες μου. Αμάν αυτό το διάβασμα. Αναθυμάμαι το χρόνο που πέρασε και τον πικρό κόμπο της διαπίστωσης: δεν τον εκμεταλλεύτηκα πλέρια. Ναι, βέβαια, υπάρχουν δικαιολογίες. Το χωριό, τα χωράφια, τα τσαΐρια, το ποτάμι, η λαχτάρα της κίνησης, το βόσκημα των ζώων, η φτώχεια. Δύσκολα χρόνια, δε λέγω. Ομως έπρεπε το χρόνο των θρανίων μου να τον οργώσω και σπείρω καλύτερα. Τέλος πάντων. Τα χρόνια πέρασαν και δε δύναμαι να κάτσω σοφότερα στο θρανίο.
Δεν το κρύβω, καταφεύγω στην ποίηση όχι μονάχα σε γιορτή και σχόλη. Σκάλωσα, έτσι, στο ποίημά του «Εγκώμιο για τη μάθηση». Σίγουρα, αν το είχα διαβάσει τότε που καθόμουν στα θρανία, μπορεί και να 'χα εκμεταλλευτεί καλύτερα το χρόνο. Ευχή μου είναι να τον εκμεταλλευτεί το παιδί των φτωχών, που ο Μπρεχτ το προτρέπει: «Μάθαινε και τ' απλούστερα! Γι' αυτούς/ Που ο καιρός τους ήρθε/ Ποτέ δεν είναι πολύ αργά! (...). Ξεκινά. Πρέπει όλα να τα ξέρεις!/ Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία». Πόσο, μα πόσο με ικανοποιεί αυτό: Εσύ να πάρεις την εξουσία. Μάθαινε!
Μάθαινε κι εσύ γονιέ, με το παιδί σου. «Μάθαινε, γυναίκα στην κουζίνα!/ Μάθαινε εξηντάχρονε! Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία». Ακου, εσύ πρέπει να πάρεις την εξουσία! Γι' αυτό μάθαινε. Το ίδιο και ο άστεγος, κι ο παγωμένος. Κι εσύ «Πεινασμένε άρπαξε το βιβλίο: είναι ένα όπλο/ Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία».
Ολα είναι η εξουσία, θα την πάρεις άνθρωπε του μόχθου; Ο Μπρεχτ φωνάζει: Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Γι' αυτό μάθαινε και πάλι μάθαινε, μαζί με το παιδί σου, μ' ευκαιρία το Σχολίλα, φτιάξε και το δικό σου πρόγραμμα μάθησης, θα βοηθήσεις έτσι και το παιδί σου. Και μην ξεχνάς να του ψιθυρίζεις το στίχο: Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία!