Ανταμώσαμε, λοιπόν, χτες βράδυ κι είπαμε τα συνηθισμένα. Κάτι είχε, όμως, ο φίλος μου. Κάτι τον έτρωγε. Το 'νιωθα πως έψαχνε την ευκαιρία να μιλήσει.
«Ξέρεις, δεν πήγα σήμερα στη δουλιά. Οχι, δεν ήμουν άρρωστος. Τηλεφώνησα πως δε θα πάω, γιατί δεν ήθελα να δουλέψω. Δεν ήταν εύκολο. Το είπα κι ανάσανα.
Δε με ρωτάς, αλλά θα στο πω. Πήγα στο συλλαλητήριο. Χτες ήταν το συλλαλητήριο, τα μπέρδεψες, του είπα. Πήγα στο μαθητικό συλλαλητήριο, απάντησε και σιώπησε. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά απ' το τσιγάρο του κι άρχισε να μιλάει.
Για πες μου, ποιοι το οργανώνουν; Οι φοιτητές, οι σπουδαστές, οι μαθητές, μου απαντά. Ποιοι τους υποκινούν; Οι μαθητές, οι σπουδαστές, οι φοιτητές, απαντά, κοιτώντας με πάντα στα ίσα. Ποιοι είναι πίσω τους; Οι φοιτητές, οι μαθητές, οι σπουδαστές, ξανά αυτός.
Του άστραψα σκαμπίλι και ξαναρώτησα. Ποιοι τους υποκινούν; Οι φοιτητές, οι σπουδαστές, οι μαθητές και η αντιεκπαιδευτική πολιτική, είπε. Τα μάτια του ήταν γιομάτα δάκρυα και η φωνή του λίγο πριν το λυγμό. Κρατήθηκε και δεν έκλαψε. Εκλαψα εγώ. Τον αγκάλιασα και κλαίγοντας του είπα, να πας γιε μου. Να πας και για τον πατέρα σου, που ποτέ δεν πήγε σε συλλαλητήριο. Τον φίλησα, του 'δωσα την ευχή μου και βγήκα έξω. Περπάτησα ώρες, μονάχος και περήφανος. Ναι, μπορεί να με ρήμαξαν. Το γιο μου, όμως, δεν τους άφησα να τον τσακίσουν. Αχ, σκυλοζωή, που σακατεύεις τους ανθρώπους...».
Καμαρώνω το γιο μου, είπε. Είναι και καλός μαθητής, ο μπαγάσας. Γι' αυτό πήγα κρυφά και τον είδα στο συλλαλητήριο. Ηταν μ' άλλα παιδιά του σχολείου του. Κρατούσε το πανό που 'γραφε «Θέλουμε λεφτά για την παιδεία, ΟΧΙ για του NATO τα σφαγεία». Φώναζε και συνθήματα. Μόνο τη φωνή του άκουγα. Τα μάτια μου ήταν γιομάτα δάκρυα και καθάριζαν, συνέχεια καθάριζαν και, τι παράξενο, έβλεπα πολύ καθαρά, έβλεπα και καταλάβαινα. Γι' αυτό που έρχεται. Ας είναι καλά τα παιδιά μας.