Η Γεωργία έπιασε δουλιά στο εργοστάσιο με την επωνυμία «ΒΗΤΑ», πριν από πέντε χρόνια. Νωρίτερα ήταν άνεργη, μητέρα δύο παιδιών και διαζευγμένη. Από καιρό σε καιρό, έκανε δουλιές του «ποδαριού», ό,τι και όπου έβρισκε. Μια μέρα την έβρισκες σερβιτόρα και την άλλη καθαρίστρια - ίσα για να βγάλει το μεροκάματο. Η ζωή της είχε καταντήσει σωστό μαρτύριο.
Μέχρι που μια μέρα, μια φίλη της, της είπε για μιαν επιχείρηση που μόλις άνοιξε και ψάχνει για κοπέλες χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση. Η μόνη δουλιά που θα είχε να κάνει ήταν να απαντά στα τηλέφωνα. Της καλάρεσε η ιδέα της Γεωργίας και αποφάσισε να πάει να ζητήσει δουλιά. Με τη βοήθεια και της φίλης της - που ήδη δούλευε εκεί - το αφεντικό την προσέλαβε.
Πέρασε, βέβαια, από το μυαλό της ότι δουλεύει περισσότερο από οχτώ ώρες κάθε μέρα και δεν πληρώνεται υπερωρίες, αλλά δεν είπε τίποτε στο αφεντικό της. Φοβήθηκε. Σκέφτηκε ότι είναι καλύτερα να δουλέψει πρώτα λίγους μήνες και αφού τη γνωρίσουν και εκτιμήσουν τη συνέπεια και την εργατικότητά της, να βάλει μετά το αίτημά της...
Δεν πρόλαβε, όμως. Μετά από λίγο καιρό, τη βάλανε να κάνει πρωινή γυμναστική μαζί με τις άλλες υπαλλήλους, ενώ η φίλη της είχε γράψει και ένα τραγουδάκι που το λέγανε όλες οι κοπέλες μαζί, κάθε πρωί - κάτι σαν ...«ύμνο της επιχείρησης». Καταλάβαινε ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά πού να το πει. Μια φορά που τόλμησε να μιλήσει στη φιλενάδα της, αυτή της απάντησε ότι «άμα δε σ' αρέσει σήκω και φύγε. Ψάξε αλλού για δουλιά». Αλλά πού να ψάξει; Λίγα γράμματα ήξερε, λεφτά στην άκρη δεν είχε. Τι να έκανε; Αρχισε και αυτή να τραγουδάει τον «ύμνο» και να κάνει πρωινή γυμναστική.
Ευτυχώς, πάντως, για τη Γεωργία, η παραπάνω ιστορία είναι φανταστική. Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, για πολλές και πολλούς εργάτριες και εργάτες, που ζουν και δουλεύουν σε ανάλογες συνθήκες.