Ηταν, όπως άλλωστε και αποδείχτηκε ο στερνός μήνας του 1944, θεοσκότεινος ο ορίζοντας. Μετρημένες οι μέρες που τα κανόνια των Εγγλέζων θα μάτωναν την Αθήνα. Μια ξυλαποθήκη μια νεανική συντροφιά τη μετέτρεψε σε θεατρική σκηνή και σ' αυτήν αποφάσισαν ν' ανεβάσουν έργα του Δημήτρη Ψαθά, που ήταν ιδιαίτερα αγαπητός.
Το σκηνικό απλό, ένα χρωματιστό πανί και μια λάμπα βενζίνας ψαράδικη. Η αίθουσα μεγάλη, ένα πρόχειρο πλάτωμα, σαν σκηνή, ένας νέος άνδρας τρομπάρισε κι άναψε η λάμπα μ' ένα φως εκτυφλωτικό. Κάτω από το δυνατό αυτό φως προχώρησε με φωνές και χειροκρότημα ο Β. Αργυρόπουλος, υποκλίθηκε στο κοινό. Αρχισε τότε να διαβάζει με την καταπληκτική εκείνη ελαφρά ένρινη φωνή του το «Τσαντάκι» του Δ. Ψαθά.
Δεν είχαν περάσει δυο λεπτά και το μοναδικό φως, η ψαράδικη λάμπα, έσβησε. Σκοτάδι στην αίθουσα. Βγαίνει ο νεαρός, τρομπάρει, ξανανάβει η λάμπα. Ξαναρχίζει ο Αργυρόπουλος, ξανασβήνει η λάμπα, φωνάζει από κάτω ο κόσμος. Ξανανάβει, ξαναρχίζει ο Αργυρόπουλος, αλλά στην τρίτη, τέταρτη φορά η λάμπα σβήνει οριστικά. Σκοτάδι και το κοινό ωρύεται. Ο Αργυρόπουλος δεν τα χάνει.
Αρχίζει να παραφράζει το κείμενο του Δ. Ψαθά. Σβήνει η μεγάλη λάμπα... Βγαίνει ο καντηλανάφτης... ανάβει τη λάμπα... Το επανέλαβε αυτό τριάντα φορές. Αποθέωση, χαλασμός. Σπάνια ηθοποιός χαίρεται μια τέτοια αποθέωση. Και μέσα στον πανζουρλισμό, που επικρατούσε, άρχισαν να καλούν τον απόντα συγγραφέα λέγοντας ρυθμικά: Να δούμε τον Ψαθά, να βγει ο Ψαθάς, ενώ παράλληλα αποθέωναν το μεγάλο ηθοποιό Β. Αργυρόπουλο.
Υστερα από τα Δεκεμβριανά, και όπως είναι φυσικό σε δύσκολες συνθήκες, τις Αποκριές του 1945, αντιστασιακοί δημοσιογράφοι αποφάσισαν να οργανώσουν μια γιορταστική εκδήλωση στην αίθουσα, στο υπόγειο του Αρσακείου, εκεί, που αργότερα έγινε το Θέατρο Τέχνης.
Μεγάλη η αίθουσα, πολλοί ηθοποιοί, γνωστοί τραγουδιστές, ώρες αξέχαστες αλλά γενικά η ατμόσφαιρα δε βοηθούσε, ήταν «πεσμένη». Και ξαφνικά μέσα στους ψιθύρους και στη μουσική ακούστηκε μια στεντόρεια φωνή να βροντοφωνάζει: Βροντάει ο Ολυμπος / Αστράφτει η Γκιώνα. Ηταν ο Δημήτρης Ψαθάς που πρώτος τραγουδούσε του Νίκου Καρβούνη το ρωμαλέο και αθάνατο θούριο. Αλλαξε η ατμόσφαιρα, αλλάζουν όλοι. Ο Ψαθάς κι η παρέα του παρέσυραν μαζί τους το αποκριάτικο εκείνο γλέντι, σε μια γιορτή αξέχαστη της Αντίστασης του ΕΑΜ. Ολα τα θυμόταν ο Ασημάκης. Δεν του ξέφευγε ούτε κι η λεπτομέρεια ακόμη. Βάσταγε της Αντίστασης και τη μικρότερη λεπτομέρεια.