Καλημέρα σας. Είμαστε απ' την ΚΝΕ. Σας φέραμε τις Θέσεις του Κόμματος για τη νεολαία, θα πάρετε το «Ριζοσπάστη»; Δεν πιστεύει στα μάτια του, μήτε στ' αυτιά του. Μένει άφωνος. Πώς μπήκαν στο σπίτι του; Ξέρουν όλοι στη γειτονιά τι είναι. Του απλώνει η Κνίτισσα το χέρι με το «Ρ» και τον κοιτάζουν όλοι μ' ένα καθαρό παιδικό χαμόγελο. Είναι στο κατωθύρι. Μήτε μπρος, μήτε πίσω. Εγώ, ξέρετε, δε διαβάζω «Ρ». Μα γι' αυτό ήρθαμε, απάντησε το Κνιτάκι. Οι δικοί μας, συμπλήρωσε η άλλη Κνίτισσα, τον αγοράζουν απ' τα περίπτερα. Σημασία έχει να τον διαβάζουν οι άλλοι. Ποιος το είπε αυτό; Α, ναι, η μεγάλη, που του άπλωσε το χέρι. Την ονόμασε, από μέσα του, ομαδάρχισσα, χωρίς να ξέρει γιατί. Μια γυναικεία φωνή ακούστηκε. Ποιος είναι; Δεν απάντησε. Κοίταζε τα τρία ιδρωμένα πρόσωπα των παιδιών. Το βλέμμα τους καθάριο. Ξέκρινε μια παράξενη φλογίτσα στο βάθος των ματιών τους. Βαρέθηκε το άδειο βλέμμα των νέων που γνωρίζει.
Το σπίτι; Ε, συνηθισμένο. Τα πράγματα καλοβαλμένα. Οχι πολλά. Κυριαρχούσε η βιβλιοθήκη. Τα 'πιασε να περιεργάζονται τα βιβλία της. Διαβάζετε, ε; Ναι. Πήρα απ' τον πατέρα μου. Πιείτε, όμως, το νερό και καθίστε. Μας ξεδιψάσατε. Εχει πολλή ζέστη σήμερα. Επαναστατική λογοτεχνία δεν έχετε. Πώς κι έτσι; Ρώτησε το Κνιτάκι. Δεν τον άφησαν ν' απαντήσει. Κάτι άλλο είπαν. Αυτή είναι η ομορφιά του προφορικού λόγου.
Εμείς πρέπει να φύγουμε. Δεν πήρατε την εφημερίδα μας. Δε θέλετε να μάθετε τι λέμε για τη νεολαία; Εχετε παιδιά; Ναι, ένα γιο. Σηκώθηκαν. Δεν μπορέσαμε να σας πείσουμε. Το ξέρουμε. Εχουμε αδυναμίες. Γεια σας. Ευχαριστούμε για το νερό. Κίνησαν για την πόρτα. Σταθείτε, βρε παιδιά. Δεν είπα τίποτε. Αλλά, να, τα 'χω λίγο μπερδεμένα και μαζί χαμένα. Τέτοια ζέστη και να 'στε στο δρόμο... Α, μπα. Δεν είναι τίποτε. Δεν ακούσατε για καθήκον; Εμείς, η ΚΝΕ δηλαδή, το Κόμμα μας, αγαπάμε τους νέους. Να δείτε, θα τον αλλάξουμε τον κόσμο. Την πήρε την εφημερίδα. Την κοίταζε. Πρώτη φορά έπιανε στα χέρια του τον «Ρ». Εκατσε. Εκλεισε τα μάτια. Τα πρόσωπα των παιδιών μπροστά του. Ο λόγος τους στ' αυτιά του. «Ριζοσπάστης» στο σπίτι μας; Ελα Χριστέ και Παναγιά. Ηταν η γυναίκα του. Κι ο γιος του, 16χρονο παιδί: Ποιοι ήταν; Τρεις Κνίτες. Α, κομμούνια, σαπούνια. Ντροπή σου, ήταν η απάντηση. Καλέ, τι έπαθες; Η γυναίκα του ήταν πάλι. Δεν απάντησε. Σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιό του. Το φωτεινό πρόσωπο των τριών παιδιών μπροστά του. Εκατσε. Αρχισε να διαβάζει τις Θέσεις του ΚΚΕ για τη νεολαία.