Η Καισαριανή είναι ξεσηκωμένη. Το Δουργούτι το ίδιο. Η Κοκκινιά έχει γράψει την ιστορία της και συνεχίζει. Το Κατσιπόδι, ο Βύρωνας, το Μπαρουτάδικο, οι Ποδαράδες, το Περιστέρι. Ολες οι φτωχογειτονιές της Αθήνας πληρώνουν τίμημα βαρύ και πολεμούν. Μέσα σ' αυτές συνοδοιπόρος και μπροστάρισσα η Καλλιθέα. Με τα Παλιά Σφαγεία, το συνοικισμό Χαροκόπου, την Αγιά-Λεούσα, τις Τζιτζιφιές.
Αύγουστος ήταν στις 28 του '44. Δευτέρα ξημερώματα. Κίνηση ο πατέρας από βαθιά χαράματα να πάει στη δουλιά και πριν ο ήλιος βγει γύρισε πίσω. «Τι συμβαίνει και ξαναγύρισε;». Εκανε με τρόμο η Μάνα. Τότε εκείνος ξεστόμισε την πιο φρικτή λέξη, που όλοι ακούγαμε, όλοι φοβόμασταν κι όλοι περιμέναμε... Μπλόκο!!!
Φώναξαν καμιά δεκαπενταριά φορές και μετά άρχισαν τα γιουρούσια στα σπίτια. Τραβολογούν και δέρνουν. Βάζουν τον υποκόπανο μπροστά, χτυπάνε στα πλευρά και σπρώχνουν. Δεν αφήνουν γωνιά που να μην ψάξουν. Αλίμονο σ' όποιον έκανε την κουτουράδα να προσπαθήσει να κρυφτεί για να ξεφύγει. Σαν σκυλί τον ξαπλώνουν στον τόπο. Οι Γερμανοί αφ' υψηλού ελέγχουν το έργο. Ευχαριστημένοι που οι υποτελείς κάνουν καλή δουλιά.
Καταμεσήμερο και ο ήλιος πάνω από τα κεφάλια σε τσουρουφλίζει. Είναι όλοι ανακούρκουδα καθισμένοι και ξεφυσάνε. Τα χείλη σκασμένα για μια στάλα νερό. Η αγωνία του θανάτου μέσα από το βλέμμα του καταδότη με την κουκούλα τσακίζει τα πρόσωπά τους. Ενα τσιγάρο στόμα το στόμα, ρουφηξιά τη ρουφηξιά, μοναδική παρηγοριά.