Ομως, η φίλη μου Ρόζα - είχε διαλέξει η ίδια αυτό το όνομα - κι εγώ ψάχναμε να βρούμε ένα κουμπί του παλτού της που είχε χάσει. Σκαλίζαμε το χιόνι με ψιλά κλαριά.
Η σχεδόν βεβαιότητα ότι θα το βρίσκαμε ήταν επειδή στη Σουηδία όποιος έβρισκε κάτι, ένα γάντι ή κάτι προσωπικό, στο δρόμο του, όχι μόνο δεν το έπαιρνε, έστω και αν ήταν δυο γάντια, αλλά ούτε καν το σήκωνε από κάτω.
Ο λόγος ήταν ότι εσύ δε βρίσκεις, αλλά ότι κάποιος έχασε.
Η χώρα ήταν ακριβή και η Χιλιανή φίλη μου με τον άνδρα της ήταν πολιτικοί φυγάδες, και το παλτό ήταν από την πατρίδα της και δεν έβρισκε το ταίρι του στη Λουντ.
Μιλούσαμε, εκπνέοντας ζεστό αέρα, και καταπίνοντας παγωμένο.
Τον ίδιο τον γνώρισα, ή, μάλλον, μου συστήθηκε με πρωτοβουλία του στο μεγάλο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου.
Ηταν το 1972, μετά το πραξικόπημα της κυβέρνησης συνασπισμού του πρωθυπουργού Ντεμιρέλ το 1971 με τον κυβερνητικό συνασπισμό του θρησκευτικού Εθνικού Κόμματος Σωτηρίας της Τουρκίας.
Κάποιοι Τούρκοι με κοστούμια, που έμοιαζαν υψηλόβαθμοι κυβερνητικών μυστικών υπηρεσιών, είχαν έρθει για να μας παρουσιάσουν την κατάσταση στην Τουρκία και τον τρόπο της σωτηρίας της.
Η αίθουσα άκουγε παθητικά.
Πριν βγουν από το αμφιθέατρο οι προπαγανδιστές του πραξικοπήματος, σηκώθηκα από τη θέση μου και τους ρώτησα για τους κρεμασμένους και άλλα.
Εγινε μια σύγχυση, η απάντησή τους ήταν μασημένα λόγια, που ούτε ήθελα να ακούσω.
Οι ακροατές κουνήθηκαν στις θέσεις τους και ακολούθησαν διάφορα, ώσπου ήρθε ο Κάρλο και μου συστήθηκε.
Την άλλη μέρα, κάποιοι ισπανόφωνοι ζητούσαν την Ελληνίδα με τα γκρίζα μαλλιά. Ετσι κάπως ήταν η αρχή. Και από αυτούς έμαθα πολλά. Οπως για το χαλκό και τις εξαγωγές πρώτων υλών.
Θυμάμαι, επίσης, και τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου από το ποίημά του «Χιλή»:
«Σηκώστε τον ωραίο νεκρό πάνω στην καρυδένια πόρτα/ Η τιμή του χαλκού υψώθηκε κιόλας 3.5 σεντς κατά λίτρο/ Το σίδερο/ το σίδερο πάλι, το δολάριο, η μπότα/»
γραμμένο το Σεπτέμβρη του 1973.
Ως πότε;