Ενα από αυτά που έρχεται συχνά στο νου μου, και που τελευταία ακολουθεί την κινητικότητα των πολιτικών μας, ήταν να μην κοιτάζουμε τις τσέπες του μπαμπά μας, όταν ερχόταν σπίτι από τη δουλιά ή της μαμάς μας, όταν επέστρεφε από τα ψώνια. Πολύ περισσότερο, όταν έρχονταν επισκέπτες τις Τετάρτες, που ήταν μέρα να δέχεται η μαμά μας τους συγγενείς της, κυρίως τις πρώτες της εξαδέλφες που αγαπούσε σαν αδελφές, που δεν είχε. Καμιά μας δεν είχε πει ποτέ, τι μου έφερες; Αποκλειόταν. Ετσι απέκτησα μια αποστροφή στις τσέπες με τις καραμέλες, μια πρόκληση για τα παιδιά ή ένα καλόπιασμα από τους μεγάλους, ή μια επίδειξη μιας καλύτερης οικονομικής κατάστασης όταν οι τσέπες έκρυβαν κάτι περισσότερο από καραμέλες.
Μαζί τους, αναρωτιέμαι και εγώ. Τι έχουν; Μετρητά λεφτά, ομόλογα, χρυσό, εντολές, συμφωνίες, υποσχέσεις, απειλές άμεσες ή έμμεσες, διακανονισμούς; Ποιος ξέρει; Ρωτάνε, άραγε, τι μας έφερες; Πόσο παγκοσμίως γνωστό είναι το «Φοβού τους Δαναούς και Δώρα φέροντας;» Γενικά, Δαναοί λέγονταν, κατά τα ηρωικά χρόνια, οι κάτοικοι της ελληνικής χερσονήσου και των νησιών, περισσότερο, όμως, απ' όλους οι Αργείοι που ήταν και αρκετά πονηροί. Γιατί πήγαιναν οι Δαναοί δώρα; Τι ανταλλάγματα ζητούσαν; Υπακοή, ή τι άλλο; Ηταν τόσο πλούσιοι ή τόσο αναπτυγμένοι, που έκαναν ταξίδια μόνο για να προσφέρουν επιδεικτικά δώρα, ή μηχανεύονταν διάφορες τακτικές;
Στις κινηματογραφικές ταινίες, παρελθόντων ετών, βλέπουμε ότι καλωδιώνανε τους πράκτορες του Εφ Μπι Αϊ, για να ακούνε τους διαλόγους από τα μηχανήματα εντός των γραφείων. Τώρα η τεχνολογία έχει προχωρήσει και τα μέσα είναι πολύ προηγμένα. Δεν τα ξέρουμε, εγώ, τουλάχιστον, καθόλου. Μόνο υποθέτω, υποψιάζομαι, φαντάζομαι τις τσέπες τους. Και αλληθωρίζοντας βλέπω τους φτωχούς συγγενείς να κοιτάνε τις τσέπες των επισκεπτών, ενώ αυτοί χαμογελούν για τα δώρα που τους προσκομίζουν κατ' εντολήν.