Οι παραχωρήσεις αρχαιολογικών χώρων και μνημείων σε εταιρίες για να διαφημίζουν τα προϊόντα τους, η «όρεξη» που άνοιξε αυτή η πολιτική στους μεγαλοξενοδόχους να απαιτούν τη χρήση αυτών των χώρων και για «ειδικές» κατηγορίες τουρισμού, όπως ο συνεδριακός, ο νέος Οργανισμός λειτουργίας του υπουργείου Πολιτισμού που θέλει να «περάσει» - με τη μορφή νόμου - η κυβέρνηση και που «κωδικοποιεί» την άμεση εμπλοκή των ιδιωτών, κάθε «μορφής», στη διαχείριση ακόμη και του «σκληρού πυρήνα» της πολιτιστικής κληρονομιάς, αποτελούν όψεις του ίδιου «νομίσματος», αυτού δηλαδή που γεμίζει τα θησαυροφυλάκια του κεφαλαίου. Σε αυτό άλλωστε αφήνεται, ουσιαστικά, και η «μοίρα» εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, αφού η κυβέρνηση θεσμοθετεί την «επαιτεία» ακόμη και των μεγαλύτερων μουσείων της χώρας προς τους... «χορηγούς».
Η τυπική, δηλαδή η θεσμική, δυνατότητα στους ιδιώτες να πωλούν πιστά αντίγραφα από τις μήτρες που φτιάχνουν τα εξειδικευμένα εργαστήρια του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων (ΤΑΠ) του υπουργείου Πολιτισμού (δηλαδή του δημοσίου) έχει ήδη δοθεί από το ΠΑΣΟΚ μέσα από διάφορες νομικές διατάξεις. Αλλωστε, δημιούργημα του ΠΑΣΟΚ είναι και ο Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού (ΟΠΕΠ ΑΕ), μονομετοχική εταιρία του δημοσίου μεν, αλλά με έργο που θα μπορούσε να επιτελέσει και το υπουργείο Πολιτισμού μια χαρά, αφού ο ΟΠΕΠ κάνει ουσιαστικά τη δουλιά του ΤΑΠ.
Η υπόθεση των αντιγράφων είναι μια ακόμη απόδειξη της επικίνδυνης κυβερνητικής πολιτικής. Η απάντηση σε αυτή την πολιτική δεν είναι υπόθεση μόνο των αρχαιολόγων και των άλλων σχετικών κλάδων, αλλά και της διανόησης και, βέβαια, του λαϊκού κινήματος.