Ο Δημήτρης Τζέμος, το ψηλόλιγνο παλικάρι με το λαβωμένο πόδι, αναδείχτηκε γρήγορα σ' ένα «μαζικό» δυναμικό στέλεχος στους ηρωικούς εκείνους αγώνες της κατοχής. Πάντα με το γέλιο, με το τραγούδι, με την κιθάρα του, δίνοντας μαζί με τα άλλα παιδιά το νόημα στο: «Πολεμάμε και τραγουδάμε». Και μέσα στα φοβερά εκείνα χρόνια όπου σε κάθε γωνιά παραμόνευε ο θάνατος, ο Δημ. Τζέμος «ξέκλεβε» μερικές στιγμές για να παρακολουθήσει μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
Εκεί, στα έδρανα του σπουδαστηρίου, τον βρήκε το μαχαίρι των κουκουλοφόρων προδοτών. Το έσφαξαν το παλικάρι, μπροστά στον έντρομο και υποταγμένο πρύτανη.
Εκεί, ύστερα από ένα «πεταχτό» λόγο, μερικά συνθήματα του αγώνα, τα λουλούδια και τα στεφάνια, εντοιχίσαμε σ' ένα μονώροφο σπίτι μια πλάκα σκαλισμένη με πωρόλιθο: «Πλατεία Δημ. Τζέμου». Εμεινε για καιρό - και μετά την απελευθέρωση. Και αποκολλήθηκε κατά την περίοδο των νέων μεταπελευθερωτικών διωγμών από τους επιγόνους εκείνων που έσφαξαν τον Δ. Τζέμο.
Γι' αυτό το παλικάρι, ο Βασίλης Ρώτας σ' ένα μεγάλο θρηνητικό ποίημα, έγραφε:
«Σκύψε την όψη η Ανθρωπιά και σίμωσε να κλάψεις / να ειπείς τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο / σε τουτ' τα νιούτσικα κορμιά που κείτονται σφαγμένα, / τους φοιτητές, τους σπουδαστές, τον Δημητράκη Τζέμο».