Η διπρόσωπη δικομματική κυρίαρχη πολιτική τάση, που διαφεντεύει τις τύχες της χώρας από το 1827 και μετά, χρησιμοποιεί κυριολεκτικά τη χώρα ως χωράφι, την πατρίδα ως ανώνυμη εταιρεία και τους πολίτες κατοίκους της ως χειραγωγημένα κοπάδια. Επιχειρηματίες, εργολάβοι, έμποροι, εφοπλιστές, εργοστασιάρχες, ένα πλέγμα λούμπεν μεγαλοαστικής τάξης, ενίοτε με λαμπρούς γάμους κι άλλες τόσες λαμπρές σπουδές, εξέλαβε τη χώρα ως έδαφος επί του οποίου ασκεί σκοτεινά δικαιώματα χρησικτησίας, ρουφώντας κάθε ικμάδα των εργαζομένων, με εργαλείο ένα ιδιόκτητο κράτος και συνθήκες θολούρας σε κάθε συμβατική συναλλακτική έννοια.
Οι διανοούμενοι, ειδικά μετά τη μεταπολίτευση, όπου δε σιώπησαν ενσωματώθηκαν με όχημα τη χορηγία, την ευεργεσία, την εξαγορά τύψεων, παιδεία λαμπρής δόξας για νεόπλουτους μεγαλοαστούς, που μαζί μ' ένα βάζο της δυναστείας των Μινγκ χρειάζονται στο σαλόνι τους κι ένα Ράμφο να δίνει πριβέ διαλέξεις για τον Πλωτίνο, μη δεχόμενος ερωτήσεις και εισπράττοντας αμοιβή καμιά 80αριά ευρώ στο κεφάλι.
Αν έχει αλλάξει ένας συσχετισμός δύναμης σ' αυτή τη διάχυτη αίσθηση, που δυστυχώς είναι και πραγματικότητα, ότι ο βάλτος πήζει και ρουφάει σιγά σιγά μεγάλο τμήμα κι απ' τα νιάτα, είναι ο συσχετισμός των ελευθερόφρονων ανθρώπων έναντι της πλειονότητας των παραδομένων στη βολική ενιαία σκέψη της ατομικής επιβίωσης. Είναι μια εποχή που ξερνάει ποιητές, φτύνει διπλωμάτες, λοιδορεί ένστολους, χλευάζει κόμματα, λιθοβολεί ιερωμένους με την εκφασισμένη αντίληψη που σιγά σιγά εδραιώνεται ως πεποίθηση ότι όλα είναι το ίδιο, χρήστες μιας πατρίδας που δεν ανήκει σε κανέναν, αλλά όλοι στ' όνομά της εγκληματούν φιλοκαλλώντας μετ' ευτελείας.
Οι ελπίδες λιγοστές, αν σκεφτεί κανείς ότι εκτός από την πίτσα και τα σουβλάκια, στις μέρες μας εμφανίστηκε και θέατρο ντελίβερι... Υπαρκτές όμως, έστω και λίγες. Γιατί το άλλο, το μεγάλο θέατρο της ζωής δε χωράει παρά μόνο σε πλατείες, σε δρόμους, σε χωράφια, σ' ανοιχτές φουρτουνιασμένες θάλασσες. Εκεί θα συναντηθούμε πάλι τα ώριμα τέκνα της οργής!