Οταν όμως έρχεται άξαφνα, μοιραία, προπάντων πρόωρα, κλαδεύει σαν ληστής δέντρα και ριζιά βγάζει γόνιμα κατάφορτα καρπούς! Αυτός ο θάνατος, ο δυσκολότερος να κατανοηθεί απ' όσους αγαπάνε, λένε πως αρμόζει στα παιδιά, τους αθώους και τους ανυποψίαστους κακού.
Το αναπάντεχο του σκοταδιού είναι βασική σταθερά της ανθρώπινης εξίσωσης. Δεδομένο πηλίκο, όπως κι αν μπουν οι αριθμοί στην πράξη. Το σκληρότερο αποτέλεσμα της αντίφασης, της πάλης ανάμεσα στο φως και την παρουσία απ' τη μια, το σκότος και την απουσία απ' την άλλη, είναι οδυνηρά γνωστό σε όλους μας. Εκ των προτέρων. Και γι' αυτό πάντα απαράδεκτο εν τέλει.
Είναι δύσκολα τα λόγια, άμα τα θες και δεν τα βρίσκεις. Σφιγμένα δόντια να μην ξεστομίζουν λύπη. Υψωμένα χέρια για να μην εγκαταλειφθούν αγώνες ούτε για μια στιγμή κι ύστερα φαντάζομαι ότι ο Θανάσης σαρκάζει και γελάει, εξουδετερώνοντας το αναπάντεχο με την ωριμότητα του κομμένου σταφυλιού.
Αν ήθελα να πω με δυο κουβέντες τι αγάπησα και σεβάστηκα μαζί στο Θανάση Παπαρήγα είναι τούτες: Ενα σχέδιο, μια ανοιχτή πρόταση για σκέψη ήταν ο άνθρωπος αυτός. Σα μέτρο για ποίηση ελεύθερου στίχου καλά διδαγμένο, που σε θέλει να βάζεις την ευθύνη σου σαν κομματάκι σε παιχνίδι. Λεζάντα σε φωτογραφία του θα έβαζα αβίαστα «η σκέψη που γελάει στην ανηφόρα».
Ετσι άνοιξα το Φάουστ. Δεν ξέρω γιατί. Κι αντιγράφω συντροφικά. Στο τσιριχτό παιδικό γέλιο, ταπεινό, αποχαιρετιστήριο παιχνίδι, καταθέτω δυο γραμμές:
«Και τι έχεις εσύ, φτωχέ διάβολε, να δώσεις; Μπόρεσε ποτέ κανένας όμοιός σου να νιώσει την υψηλή ορμή του πνεύματος του ανθρώπου;
...Αν μπορείς να με κολακέψεις τόσο που ν' αρέσω στον ίδιο μου τον εαυτό, αν μπορείς με χάρες να με ξεπλανέψεις, ας έρθει η τελευταία μου ώρα! Αυτό το στοίχημα σου βάζω!».