Υστερα, στο ίδιο ήπιο και πολιτισμένο κλίμα, απαραίτητο για να μην κόβεται η όρεξη των ανθρωποφάγων, έρχεται το κυρίως πιάτο. Ακτές, δάση, βουνοκορφές, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, τηλεπικοινωνίες. Σάλτσα από τραπεζικά δάνεια. Καρυκεύματα τα λιμάνια, τα αεροπλάνα, οι σπόροι του βαμβακιού και του καλαμποκιού.
Τέλος έρχεται το επιδόρπιο. Στο ήπιο και πολιτισμένο κλίμα, με το εκλεκτό κρασί εισαγωγής, πάντα φτάνει η διπολική παρέα στο γλυκό.
Γι' αυτό το γεύμα δεν ξέρουν τίποτα οι ταπεινοί και μαύροι ψηφοφόροι. Θα διαβάσουν και θα δουν το μενού στην τηλεόραση και θα εκστασιαστούν. τόσο φαΐ κι όμως είναι όλοι τους ευάεροι, ευήλιοι και κομψοί. Αλλη τάξη. Ημίθεοι οι άνθρωποι της εξουσίας.
Η μικρή μανικιουρίστα, που βγάζει χίλια ευρώ το μήνα σκύβοντας δεκάξι ώρες την ημέρα πάνω από τα χειροπόδαρα που θέλουν περιποίηση, ανασφάλιστη και με σταματημένο το σχολειό στην τρίτη του Δημοτικού, τα 'φτιαξε μ' έναν κομμουνιστή κι έχει σκιαχτεί. Πρώτα γιατί κατάλαβε σε ποια τάξη ζει κι ύστερα γιατί τις τελευταίες μέρες, όλο και σε πλουσιότερα σπίτια βλέπει βαβούρα όταν πάει για δουλιά. Της πιάνουν και κουβέντα για τα πολιτικά. Και της λένε τα πλούσια αφεντικά που δίνουν μικρά φιλοδωρήματα: «Γιωργάκη είπαμε θα ψηφίσεις. Αλλιώς να μη ξαναέρθεις για τα νύχια μας». Η ίδια που έχει λιγάκι απ' τον έρωτα ξεθαρρέψει, τολμάει να μονολογεί. «Τι έχει για τους πλούσιους αυτό το παιδί κι όλοι το θέλουν για δικό τους; Ως κι η αδερφή μου, άνεργη και τεμπέλα μαζί, λέει ότι τον συμπαθεί. Οι λιγότερο πλούσιοι μου λένε τα ίδια για τον Κωστάκη»...
Η τέχνη του εκβιασμού στο σύγχρονο μεγαλείο της, αποφασίζεται στα γεύματα των διπολικών. Μοιράζεται σε μερίδες. Υστερα όμως έρχεται η χώνεψη της αλήθειας απ' τη μικρή μανικιουρίστα που δουλεύει απ' τα δεκατέσσερα, όσα και τα μάτια που της άνοιξε η ζωή. Μόνη της ρώτησε, μόνη της απάντησε.
«Θα ψηφίσω ΚΚΕ. Η ψήφος είναι μυστική, είναι δική μου κι είναι κι ακριβή»!