Στην προμετωπίδα της πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ βρίσκονται η προοπτική της καπιταλιστικής ανάκαμψης, η προσέλκυση κερδοφόρων επενδύσεων, η τόνωση της επιχειρηματικότητας και της κερδοφορίας, γύρω από τα οποία, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο και μείγμα πολιτικής, εκδηλώνονται και οι μεταξύ τους ευρύτερες συναινέσεις και συμφωνίες, με άξονα την ενιαία στρατηγική του κεφαλαίου. Αυτή την προοπτική στηρίζουν και τα άλλα αστικά κόμματα, παρά την όποια αντιπολιτευτική τους τακτική.
Η μεταξύ τους διαπάλη δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι όλοι μαζί, καθένας από τη σκοπιά του, έχουν βάλει πλάτες στο κλείσιμο της πρώτης «αξιολόγησης» του τρίτου μνημονίου, που βέβαια συνεπάγεται την επιβολή της ομοβροντίας με τα αντιλαϊκά μέτρα της «επόμενης μέρας». Την ίδια ώρα, η προοπτική της καπιταλιστικής ανάκαμψης, θολή και αβέβαιη και σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά αναιμική, δεν θα φαινόταν ούτε και με «τηλεσκόπιο» χωρίς τα προγράμματα της βίαιης «δημοσιονομικής προσαρμογής» και τα μνημόνια διαρκείας.
Οι ποικιλόμορφες κρατικές και διακρατικές ενισχύσεις προς τα τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου εντάσσονται στην ίδια ακριβώς στρατηγική, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της, έχουν όρο και προϋπόθεση την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής και των αλλεπάλληλων μέτρων, χωρίς τα οποία το κεφάλαιο δε θα μπορούσε να κάνει ούτε «ρούπι» μπροστά. Για παράδειγμα, να θυμίσουμε τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις - με τελευταία αυτή του ΣΥΡΙΖΑ - για τη σωτηρία των τραπεζικών ομίλων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο πακτωλός των κεφαλαίων από τα δάνεια της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ φορτώθηκε στο κρατικό χρέος και βέβαια στις πλάτες του λαού.
Σήμερα, το κλείσιμο της πρώτης «αξιολόγησης» αποτελεί το επόμενο αναγκαίο βήμα για νέες παρεμβάσεις, με στόχο την τόνωση και άλλων τμημάτων του εγχώριου κεφαλαίου, των ισχυρών και «ανταγωνιστικών» επιχειρηματικών ομίλων, σε κλάδους όπως η Βιομηχανία, οι Κατασκευές, η Ενέργεια, ο Τουρισμός, οι εξαγωγές, το Φάρμακο, οι Μεταφορές, οι «αλυσίδες αξίας» και σειρά από άλλους.
Αμέσως μετά την κατάθεση και την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου με τον «αυτόματο κόφτη», τα νέα βαριά χαράτσια στη λαϊκή κατανάλωση, το υπερ-ταμείο των ιδιωτικοποιήσεων, την «απελευθέρωση» των «κόκκινων» δανείων κ.ά., η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ θα συνεχίσει το νομοθετικό έργο της με την κατάθεση του νέου λεγόμενου «αναπτυξιακού νόμου», με τον οποίο προχωρά σε κάθε είδους ενισχύσεις και «διευκολύνσεις» σε όφελος και για λογαριασμό του κεφαλαίου. Και βέβαια, δεν πρόκειται για «αλλαγή σελίδας», όπως «διαφημίζουν» οι κυβερνητικοί παράγοντες, αλλά αντίθετα για μια ακόμη παρέμβαση, που έρχεται να «κουμπώσει» με την αντιλαϊκή πολιτική, στην οποία και εντάσσεται και υπηρετεί.
Οι σχετικές παρεμβάσεις, μέσω του «αναπτυξιακού νόμου», ανάμεσα σε άλλα προβλέπουν νέες φορολογικές απαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο, δωρεάν κρατική χρηματοδότηση, επιδοτήσεις του μισθολογικού «κόστους», σταθερό φορολογικό συντελεστή επί των κερδών μέχρι και 12 χρόνια για τις «στρατηγικές επενδύσεις», αλλά και επιδότηση του «επιχειρηματικού κινδύνου» των καπιταλιστών! Η πρόκληση, μάλιστα, απέναντι στο λαό έχει και συνέχεια, με τις ειδικές διατάξεις που προβλέπονται για τις πολύ μεγάλες «στρατηγικές επενδύσεις», καθώς και για τις κρατικές ενισχύσεις σε «δίκτυα» επιχειρηματικών ομίλων και ισχυρών επιχειρήσεων, που θα ενταχθούν σε ενιαίο επιχειρηματικό σχηματισμό. Επιπλέον, η ρύθμιση για τα «κόκκινα» δάνεια (ψηφίζεται στο ίδιο νομοσχέδιο με τα άλλα αντιλαϊκά μέτρα και τα χαράτσια) προβλέπει την πλήρη φοροαπαλλαγή των «επενδυτών» για τις αγοραπωλησίες των δανείων, ως ένα ακόμη επιπλέον κίνητρο για το «άνοιγμα» της αγοράς. Αυτά, με τη σειρά τους, συνδυάζονται με τον πακτωλό των κεφαλαίων που θα διοχετευτεί μέσω ΕΣΠΑ, την κρατική συγχρηματοδότηση, μέσω του προϋπολογισμού, με το «επενδυτικό πακέτο Γιούνκερ», την παροχή κρατικών και διακρατικών εγγυήσεων στις τράπεζες, προκειμένου να διοχετεύουν φτηνή ρευστότητα και κεφάλαια στους «επενδυτές».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο «αναπτυξιακός νόμος» έρχεται να κουμπώσει με το υπό διαμόρφωση νέο «πρότυπο παραγωγικής ανασυγκρότησης», με ειδική έμφαση σε σειρά από διαρθρωτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις και μάλιστα στοχευμένα σε τμήματα του κεφαλαίου και σε «δυναμικούς» τομείς της οικονομίας και της παραγωγής, στη γραμμή του «συγκριτικού πλεονεκτήματος», της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων, της μεγάλης παραγωγικότητας και προστιθέμενης αξίας - όπως ζητά και ο ΣΕΒ - και βέβαια της διευρυμένης κερδοφορίας τους στην κλίμακα της παραγωγής. Την ίδια ώρα, τα μνημόνια διαρκείας θα στοιχειώνουν την καθημερινότητα του λαού, ενώ τα μόνιμα αντιλαϊκά μέτρα θα διευρύνονται, με γνώμονα την ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων.