Οποια «πέτρα» κι αν σηκώσει κανείς στο έδαφος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας σε φάρμακα και θεραπείες, θα βρει από κάτω το κέρδος. Αυτό είναι το κίνητρο και το κριτήριο των φαρμακευτικών ομίλων για να αναπτύξουν, να παράγουν και να εμπορεύονται οποιοδήποτε σκεύασμα, αποκομίζοντας δυσθεώρητα κέρδη.
Πρόσφατα βγήκαν στην επιφάνεια υποθέσεις εκατοντάδων χιλιάδων θανάτων σε ΗΠΑ και Γαλλία, στις οποίες εμπλέκονται μεγαθήρια του φαρμακευτικού κλάδου. Και είναι, ενδεχομένως, μόνο λίγες από τις υποθέσεις που αποκαλύπτονται για διάφορους λόγους, κάτω από ορισμένες συγκυρίες, συνήθως στο πλαίσιο αλληλοκαρφωμάτων μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων.
Στις ΗΠΑ λοιπόν, μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες και εταιρείες διανομής φαρμάκων κατηγορούνται ότι συνέβαλαν στην πρόκληση μιας «επιδημίας» οπιοειδών προωθώντας στην αγορά με παραπλανητικό τρόπο εθιστικά παυσίπονα. Στη χώρα εδώ και δεκαετίες παρατηρείται μια έξαρση της χρήσης παυσίπονων - ένα πολυπαραγοντικό κοινωνικό φαινόμενο - και τα οπιοειδή είχαν ως αποτέλεσμα θανάτους από υπερβολική δόση σχεδόν 500.000 ανθρώπων το διάστημα 1999 - 2019, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων. Στις συνέπειες από τη χρήση τους δεν συμπεριλαμβάνονται οι εθισμένοι και οι επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική τους υγεία.
Με την κατηγορία ότι έδρασαν ως «μόνιμα βαποράκια», τέσσερις φαρμακοβιομηχανίες - «Johnson & Johnson», «Teva», «Endo International» και η μονάδα «Allergan» της «AbbVie» - καθώς και οι τρεις μεγαλύτερες εταιρείες διανομής φαρμάκων των ΗΠΑ δικάζονται αυτές τις μέρες σε μια αγωγή αρκετών μεγάλων κομητειών στην Καλιφόρνια. Χιλιάδες άλλες αγωγές σε εθνικό επίπεδο έχουν κατατεθεί εναντίον τους και το 2019 η πολιτεία της Οκλαχόμα κέρδισε υπόθεση σε βάρος της «Johnson & Johnson», η οποία έχει ασκήσει έφεση.
Αλλά και στη Γαλλία, η εταιρεία «Servier» καταδικάστηκε τον περασμένο μήνα, καθώς επέτρεπε να συνταγογραφείται ως «διαιτητικό» ένα χάπι της για τον διαβήτη. Υπολογίζεται ότι προκλήθηκαν 2.000 θάνατοι μεταξύ εκατομμυρίων ανθρώπων που το λάμβαναν ως κατασταλτικό της όρεξης για τρεις δεκαετίες, σύμφωνα με μελέτη του 2010. Οι γιατροί το συνδέουν επίσης με προβλήματα καρδιάς και πνευμόνων.
Το επιχείρημα ότι «γίνονται και λάθη» ή ότι πρόκειται για μεμονωμένες «ανήθικες πρακτικές» είναι παραπλανητικό και σε τελική ανάλυση δεν έχει καμία αξία. Το γεγονός ότι δεν είναι όλα τα φάρμακα επικίνδυνα και ότι αναπτύσσονται θεραπείες που σώζουν ή βελτιώνουν τη ζωή των ανθρώπων, δεν αναιρεί το ότι η παραγωγή τους με σκοπό το κέρδος είναι από τη φύση της «εγκληματική» και «ανήθικη».
Διότι το ζήτημα πραγματικά είναι: Ποιος κατέχει την επιστημονική γνώση που έχει κατακτηθεί; Προς τα πού κατευθύνεται η επιστημονική έρευνα; Ποιος αποφασίζει αν συμφέρει να αναπτυχθεί και να παραχθεί μια θεραπεία ή ένα εμβόλιο; Ποιος καρπώνεται τη δουλειά εκατομμυρίων «μυαλών» και «χεριών», μοσχοπουλάει τα φάρμακα αποκλείοντας εκατομμύρια ανθρώπους από αυτό το αγαθό; Ποιος κατευθύνει τις θεραπείες σε αγορές που έχουν εξασφαλισμένη και μέγιστη κερδοφορία; Είναι οι φαρμακευτικοί όμιλοι και ο νόμος του κέρδους.
Στη σημερινή συνθήκη της παγκόσμιας πανδημίας η «εγκληματική» και «ανήθικη» επιχειρηματική δράση στο Φάρμακο δείχνει τα «δόντια» της. Το κίνητρο του κέρδους και ο ανταγωνισμός, που τόσο δοξάζεται από τις κυβερνήσεις και τους υπερασπιστές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ως η «πεμπτουσία» της καινοτομίας και της προόδου, έχει καταδικάσει σε θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους.
Εκτός όλων των άλλων, με κριτήριο το κέρδος, δεν αναπτύσσονται έγκαιρα θεραπείες και εμβόλια που θα μπορούσαν να σώσουν πολλές ζωές. Αυτό φάνηκε και στη σημερινή πανδημία, όπου οι έρευνες για τους κορονοϊούς και η προετοιμασία εμβολίων είχαν παγώσει μερικά χρόνια πριν, επειδή η φαρμακοβιομηχανία δεν έβλεπε άμεση κερδοφορία.
Αλλο παράδειγμα: Εδώ και χρόνια οι επιστήμονες προειδοποιούν για την αυξανόμενη ανθεκτικότητα των ιών και μικροβίων απέναντι στα σημερινά αντιβιοτικά και καλούν σε έρευνες για αντικατάστασή τους. Προειδοποιούν δε ότι στο μέλλον μια ακόμη πανδημία μπορεί να ξεσπάσει εξαιτίας παθογόνων που δεν θα μπορούν να καταπολεμηθούν από τα σημερινά αντιβιοτικά. Ωστόσο, οι φαρμακευτικοί όμιλοι και τα καπιταλιστικά κράτη δεν χρηματοδοτούν αντίστοιχες έρευνες, επειδή είναι αμφίβολο αν και πότε τελικά θα «σπρώξουν» στην αγορά τα νέα φάρμακα, σε ποιες αγορές και με τι κέρδος.
Επομένως, το κίνητρο του κέρδους στην ανάπτυξη και παραγωγή φαρμάκων είναι το μεγαλύτερο έγκλημα, με πολλές προεκτάσεις και «παράπλευρες» απώλειες. Αυτό δεν μειώνει βέβαια τις ευθύνες όσων πολυεθνικών αποκαλύπτεται να συμμετέχουν σε σκάνδαλα, τα οποία αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Αντίθετα, η αυτονόητη απαίτηση να πληρώσουν με κάθε τρόπο για τη ζημιά που προκάλεσαν στο λαό, θα πρέπει να θωρακίζει την πεποίθηση ότι με την υγεία - εμπόρευμα στα χέρια των μονοπωλίων ο λαός δεν πρόκειται να είναι ποτέ ασφαλής. Κι αυτή η πεποίθηση είναι που πρέπει να κατευθύνει τον αγώνα και τη δύναμή του.