Η κυβέρνηση κλιμακώνει την επίθεση στους εργαζόμενους και στο λαό, αξιοποιώντας όλα τα μέσα. Τα σχέδια για παραπέρα περιορισμό της συνδικαλιστικής δράσης με νόμο, η επιστράτευση των απεργών, οι διοικητικές κυρώσεις σε όσους αμφισβητούν στην πράξη την επιστράτευση, η κρατική καταστολή είναι η μία όψη του νομίσματος.
Η συκοφάντηση των εργατικών αγώνων και η πλήρης διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ώστε να ενοχοποιούνται οι εργαζόμενοι για τις δυσκολίες που περνάνε, είναι η άλλη όψη.
Σ' αυτή τη δεύτερη πλευρά έριξε βάρος ο πρωθυπουργός, μιλώντας προχτές στο συνέδριο του «Economist». Μίλησε για «συντεχνίες και τα κατεστημένα συμφέροντα» που «έκλειναν εργοστάσια, δρόμους, κατέβαζαν διακόπτες, διέκοπταν τις συγκοινωνίες» και έκαναν «επαναστατική γυμναστική».
Μιλώντας απευθείας στους επιχειρηματίες, υποσχέθηκε ότι «αυτά πλέον αλλάζουν». Οτι η κυβέρνηση καθιστά την Ελλάδα «χώρα φιλική για επενδύσεις και επιχειρηματικότητα» και ότι «παύει να είναι η τελευταία Σοβιετική Δημοκρατία της Ευρώπης». Ψέμα πάνω στο ψέμα και απειλές που δεν πρέπει να μείνουν αναπάντητες από τους εργαζόμενους.
Η κυβέρνηση ομολογεί ότι οι επενδύσεις και η «επιχειρηματικότητα» είναι ασυμβίβαστες με τα εργασιακά δικαιώματα και τους ταξικούς αγώνες. Γι' αυτό, από τη μια, παίρνει μέτρα υπέρ του κεφαλαίου και, από την άλλη, αναζητά τρόπους για να τσακίσει το κίνημα.
Το επιχείρημα περί «τελευταίας Σοβιετικής Δημοκρατίας της Ευρώπης» δεν είναι καινούργιο. Η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης προσπαθεί να πετύχει μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Από τη μια, να χρεώσει τα εκφυλιστικά φαινόμενα συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών που εκτράφηκαν κάτω από τις φτερούγες των αστικών και οπορτουνιστικών κομμάτων συλλήβδην στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα. Από την άλλη να «χρεώσει» στο σοσιαλισμό τη σημερινή κατάσταση, ταυτίζοντάς τον με ένα «παλιότερο» μείγμα διαχείρισης του καπιταλισμού, που αξιοποιήθηκε απ' όλα τα αστικά κόμματα, δεξιά και σοσιαλδημοκρατικά, παλιότερα και είχε ως χαρακτηριστικό την εκτεταμένη καπιταλιστική κρατική ιδιοκτησία.
Οι αναδιαρθρώσεις, ιδιωτικοποιήσεις, απελευθερώσεις έχουν ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του '90, όπως και σε όλη την ΕΕ, με διαφορετική ταχύτητα. Το μείγμα διαχείρισης άλλαξε γιατί άλλαξαν οι ανάγκες του καπιταλισμού. Οποιες κατακτήσεις και δικαιώματα είχαν αποκτηθεί στην προηγούμενη φάση με άλλες δυνατότητες άσκησης «πολιτικής καρότου» προς τους εργαζομένους και με άλλο διεθνή συσχετισμό δύναμης αναιρέθηκαν.
Το καπιταλιστικό κράτος, και όταν πουλούσε τις επιχειρήσεις του στους ιδιώτες και όταν τις κρατικοποιούσε, τα συμφέροντα του κεφαλαίου υπηρετούσε, ακόμα κι αν αυτό επέτρεπε ορισμένες προσωρινές ευνοϊκές παροχές σε εργαζομένους. Μέσα σ' αυτό το αλισβερίσι κράτους - καπιταλιστών τράφηκε από τα αστικά κόμματα η εργατική αριστοκρατία και ο εργοδοτικός συνδικαλισμός, τον οποίο αξιοποιούν σήμερα για να συκοφαντήσουν το κίνημα.
Για παράδειγμα, το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ κρατικοποίησε τις «προβληματικές» και αφού τις «εξυγίανε» με λεφτά του λαού, τις επανέφερε στην ιδιοκτησία των ιδιωτών. Το ίδιο έκαναν με τις ιδιωτικοποιήσεις και οι επόμενες «φιλελεύθερες» κυβερνήσεις. Οι πρώτες κυβερνήσεις της ΝΔ μετά από τη μεταπολίτευση πραγματοποίησαν σημαντικές κρατικοποιήσεις (π.χ. «Ολυμπιακή»), ενώ το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1990 πρωτοστάτησε στις ιδιωτικοποιήσεις. Τα ψέματα λοιπόν και οι διαστρεβλώσεις να μην περάσουν στους εργαζομένους.