Τι συμβαίνει λοιπόν; Αυξήθηκε τόσο πολύ η παγκόσμια ζήτηση σε πετρέλαιο; Μήπως εντοπίστηκαν προβλήματα με τα γνωστά αποθέματα; Μήπως ενέσκηψαν δυσκολίες και αδυναμίες μεγαλύτερης εξόρυξης; `Η μήπως συμβαίνει κάτι άλλο; Κάτι, δηλαδή, που είναι εντελώς μακριά και σχεδόν πλήρως αποδεσμευμένο από τους περιβόητους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, που υποτίθεται πως διαμορφώνουν τις τιμές στις αγορές;
Τα δεδομένα που αφορούν στην προσφορά και τη ζήτηση, λένε περίπου όλοι οι αρμόδιοι παράγοντες, δεν έχουν αλλάξει σχεδόν στο παραμικρό. Η αυξανόμενη ζήτηση σε πετρέλαιο καλύπτεται πλήρως και καμιά από τις χώρες-παραγωγούς δεν έχει το παραμικρό πρόβλημα σε ό,τι αφορά στις δυνατότητες άντλησης. Με δυο λόγια, η καθημερινή παγκόσμια κατανάλωση, που υπολογίζεται σε 70 εκατομμύρια βαρέλια, καλύπτεται και ικανοποιείται κανονικά.
«Κλειδί» για την κατανόηση του προβλήματος, υποστηρίζουν όλο και περισσότεροι παρατηρητές της κρίσης, είναι οι επερχόμενες αλλαγές στην παγκόσμια αγορά ενέργειας τα αμέσως επόμενα χρόνια. Μέσα στην επόμενη πενταετία αναμένονται δύο σημαντικές εξελίξεις: Η πρώτη συνδέεται με την είσοδο στη διεθνή αγορά πετρελαίου από τα νέα κοιτάσματα της Κασπίας, των οποίων τα αποθέματα υπολογίζονται σε αρκετές εκατοντάδες δισεκατομμύρια βαρέλια. Η δεύτερη αναφέρεται στη δρομολογημένη αύξηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου, που προωθείται με γρήγορους ρυθμούς σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Πρόκειται για δύο σημαντικές εξελίξεις, που, όπως εκτιμάται, θα θέσουν σε αμφισβήτηση τα τρομακτικά περιθώρια κερδοφορίας τα οποία έχουν οι πολυεθνικές του κλάδου. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, οι εκπρόσωποί τους φαίνεται πως αποφάσισαν τώρα, που η συγκυρία τούς ευνοεί, να επιβάλουν διεθνείς τιμές σε επίπεδα περίπου διπλάσια από τα αντίστοιχα της προηγούμενης διετίας.
Στο παιχνίδι των πολυεθνικών παίζουν και οι διάφορες κυβερνήσεις των δυτικών χωρών. Μαζί τους, βέβαια, στο ρυθμό της κερδοφορίας του κεφαλαίου χορεύει και η κυβέρνηση Σημίτη. Αλλωστε, αν εξαιρέσει κανείς την υπόθεση του πληθωρισμού, για την εξέλιξη του οποίου κόπτεται μια και λογοδοτεί προς τους εταίρους της, το «μάρμαρο» το πληρώνει ο εργαζόμενος λαός. Είτε πληρώνοντας την ανατιμημένη βενζίνη, είτε αγοράζοντας πετρέλαιο θέρμανσης σε διπλάσιες από πέρσι τιμές, είτε καλούμενος να πληρώσει ακριβότερα διάφορα είδη πρώτης ανάγκης που οσονούπω θα ανατιμηθούν με άλλοθι τις τιμές των καυσίμων.