Η επόμενη εβδομάδα θα είναι ασφυκτικά γεμάτη φεστιβάλ. Docfest στη Χαλκίδα, Cinema made in Italy / Athens, International Micro Festival, Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου και βεβαίως το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου που φέτος κλείνει τα 37 του χρόνια.
Εμείς αυτήν τη βδομάδα προτείνουμε να πατέ στο Athens Palestine Film Festival, και εκτός αυτού να δείτε την ταινία «Με Αξιοπρέπεια» του Δημήτρη Κατσιμίρη, και για όποιον θέλει να θαυμάσει στη μεγάλη οθόνη το τεχνικό μεγαλείο του Χόλιγουντ τον «Μονομάχο ΙΙ» του Ρίντλεϊ Σκοτ, κρατώντας τις επιφυλάξεις μας για το περιεχόμενό του. Περισσότερες πληροφορίες και παρουσίαση των φεστιβάλ θα κάνουμε σε επόμενα φύλλα.
Χρόνια αφότου έγινε μάρτυρας του θανάτου του αξιοσέβαστου Μάξιμου από τα χέρια του θείου του, ο Λεύκιος αναγκάζεται να εισέλθει στο Κολοσσαίο, αφού η πατρίδα του κατακτήθηκε από τους τυραννικούς αυτοκράτορες που πλέον ηγούνται της Ρώμης. Γεμάτος οργή και με το μέλλον της αυτοκρατορίας να διακυβεύεται, ο Λεύκιος πρέπει να ανατρέξει στο παρελθόν του για να βρει τη δύναμη να επιστρέψει η δόξα στον λαό της Ρώμης.
Η Ινγκριντ και η Μάρθα ήταν στενές φίλες στα νιάτα τους, όταν δούλευαν μαζί στο ίδιο περιοδικό. Η Ινγκριντ έγινε συγγραφέας, ενώ η Μάρθα πολεμική ανταποκρίτρια, και οι δύο απομακρύνθηκαν λόγω των συνθηκών της ζωής. Μετά από χρόνια χωρίς επαφή, συναντιούνται ξανά σε μια ακραία αλλά παράξενα γλυκιά κατάσταση.
Ο Αλμοδόβαρ όσο μεγαλώνει τόσο περισσότερο εμβαθύνει στη ζωή και στον θάνατο. Αυτήν τη φορά μας μιλάει για την αντίληψη που έχει σχετικά με το ζήτημα της ευθανασίας. Ενα ζήτημα πολύ ιδιαίτερο, με πολλές παραμέτρους, κοινωνικές και προσωπικές. Στο επίκεντρο μπαίνει μια γυναίκα αστικής καταγωγής, που μπορεί να επιλέξει τις συνθήκες της ζωής και του θανάτου της αλλά δεν μπορεί να πεθάνει μόνη. Είναι αποφασισμένη και απόλυτα συμφιλιωμένη με τον θάνατο όπως και η συνοδοιπόρος της, που αν και φοβάται τις συνέπειες, δεν θέλει να αφήσει μόνη την φίλη της σε αυτό το ταξίδι. Είναι μια ταινία που μιλάει για το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει μια φιλία. Αν και βλέπουμε ότι στον απολογισμό των βίων τους δεν ήταν τόσο κοντά όσο θα περίμενε κανείς, το θέμα του θανάτου τις φέρνει κοντά. Το ζήτημα της ευθανασίας τίθεται υπαρξιακά, αποκλειστικά ως ένα ζήτημα επιλογής. Αυτό που δεν καταφέρνει να προσθέσει ο Αλμοδόβαρ στις παραμέτρους είναι το κοινωνικό, το ταξικό ζήτημα, γιατί ακόμα και σε αυτή την περίπτωση τα πάντα παραμένουν ταξικά, τόσο η ζωή, όσο και ο θάνατος. Δεν μοιάζει σε τίποτα με την ταινία «Η Θάλασσα μέσα μου», εκεί ο θεατής είχε στη διάθεσή του όλες πραγματικά τις παραμέτρους. Είναι θα λέγαμε μια ταινία, φτιαγμένη άψογα, όπως πάντα από τον μετρ μιας μοναδικής αισθητικής, για να προβληματίσει μεν, χωρίς όμως να καταφέρνει να μας κάνει να ταυτιστούμε μαζί της.
Ενας επιτυχημένος σαραντάρης Ισραηλινός σκηνοθέτης ταξιδεύει σε ένα απομακρυσμένο χωριό στην έρημο για να παρουσιάσει την ταινία του. Εκεί θα συναντήσει την Γιαχαλόμ, μία υπάλληλο του υπουργείου Πολιτισμού, και θα έρθει αντιμέτωπος με δύο εκ των προτέρων χαμένες μάχες: Τον θάνατο της ελευθερίας στην πατρίδα του και τον θάνατο της μητέρας του.
Καταλαβαίνουμε ότι οι Ισραηλινοί σκηνοθέτες τραβάνε κι αυτοί τον διάολό τους με τη λογοκρισία. Αλλά τι νομίζετε, ότι η λογοκρισία είναι μόνο άμεση ή έχει και την έμμεση χροιά της μη χρηματοδότησης; Την έχει σαφέστατα. Ρωτήστε και τους σκηνοθέτες άλλων χωρών που δεν βρίσκουν ούτε σεντ για να γυρίσουν τις ταινίες τους. Η ταινία στηρίζεται σε ένα αληθινό περιστατικό, κατά το οποίο ο σκηνοθέτης έπρεπε να υπογράψει ένα χαρτί ότι δεν θα μιλήσει για επικίνδυνα ζητήματα στην προβολή της ταινίας του, το μακρινό 2014. Ο Λαπίντ λίγα χρόνια αργότερα, το 2021, αποφασίζει να θίξει αυτό το ζήτημα, δείχνοντας παράλληλα την προπαγάνδα που υπήρχε για την Αχεντ Ταμίμι. Για τους Ισραηλινούς ήταν τρομοκράτισσα, για τους Παλαιστίνιους και όσους ονειρεύονται το δίκιο, ηρωίδα. Ενας βουλευτής του Ισραήλ είπε πως θα έπρεπε να την πυροβολήσουν στο γόνατο. «Σήμερα ζούμε σε μια εποχή που θέλουν να σπάσουν τα γόνατα όλων των Αχεντ στον κόσμο, κι εμείς πρέπει να είμαστε εκεί και να το κινηματογραφούμε αυτό...». Φτάνει όμως αυτό για να χαρακτηριστεί μια ταινία προοδευτική, την ίδια στιγμή που η κατοχή επιχειρούσε και επιχειρεί μια γενοκτονία; Γιατί η κατοχή δεν άρχισε μόλις το 2023, υπάρχει εκεί 70 χρόνια. Η ταινία αυτή είναι μια σταγόνα στον ωκεανό, όταν συνάδελφοι του Λαπίντ παίρνουν ξεκάθαρη θέση για τη γενοκτονία και φεύγουν από τη χώρα τους για να μπορούν να κάνουν ταινίες όπως τις θέλουν, να μας παρουσιάζει απλώς την παράμετρο της φίμωσης των καλλιτεχνών και μάλιστα με συμπαραγωγή του κράτους του Ισραήλ.
Ο κ. Δημήτρης, ένας 80χρονος ηλικιωμένος με εγκεφαλικό, έχει αφήσει το χωριό για να μείνει στην πόλη μαζί με τον γιο και την νύφη του. Με αφορμή την ημέρα των γενεθλίων του, ο γιος του καλεί τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας για να τους ανακοινώσει πως αδυνατεί πλέον να τον φροντίζει. Μια άλλη λύση πρέπει να βρεθεί, όπου όλοι θα πάρουν την ευθύνη που τους αναλογεί.
Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν... Μια ταινία με ψυχή, κριτική ματιά, ένταση και αλήθεια. Μια ταινία με καλά δουλεμένους χαρακτήρες, ένα σενάριο που εκτυλίσσεται σταδιακά ολοένα και με πιο μεγάλες κορυφώσεις, έως το τέλος, δείχνοντας την υποκρισία της οικογενειακής «θαλπωρής». Ο πατέρας είναι βάρος πια και τα παιδιά του θέλουν να αποτινάξουν αυτό το βάρος από πάνω τους ή ίσως με το κατάλληλο τίμημα να το «αντέξουν» λίγο πιο εύκολα. Στο ζύγι αντί για την αγάπη μπαίνει η προσωπική ελευθερία του καθενός και το χρήμα. Εδώ ξεκινούν τα ερωτήματα. Το χρήμα αγοράζει τα πάντα; Είμαστε πραγματικά ελεύθεροι όταν οι άνθρωποί μας υποφέρουν; Τι είναι στα αλήθεια αυτό που λέμε οικογενειακοί δεσμοί; Ποιος συνήθως σηκώνει αυτό το βάρος, αν όχι οι γυναίκες της εργατικής τάξης; Πώς στα αλήθεια αισθάνεται ο πατέρας που ακούει τα παιδιά του να τσακώνονται για το ποιος θα τον ξεφορτωθεί ή θα τον φορτωθεί με το κατάλληλο τίμημα; Η λύση που δίνει ο πατέρας είναι η ενδεδειγμένη; Σίγουρα όχι. Τι είναι άραγε αξιοπρέπεια; Μπορεί κανείς να μας τη στερήσει αν δεν το θέλουμε; Ολα τούτα κι ακόμα περισσότερα καταφέρνει να εκμαιεύσει από τους ήρωές του ο σκηνοθέτης σε μια ταινία δωματίου χαμηλού προϋπολογισμού, όχι όμως χαμηλών ερμηνειών από τους πρωταγωνιστές του. Δυο χρόνια μετά την προβολή της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης βρήκε τον δρόμο για τις αίθουσες, αναζητήστε την.