Μετά από αυτό, πώς να μιλήσεις για κινηματογραφική βδομάδα και ταινίες και φεστιβάλ; Η καρδιά μας βρίσκεται στη Μασαφέρ Γιάτα, στο σπασμένο αυτοκίνητο, στη σπασμένη δεξαμενή νερού κοντά στο σπίτι του Χαμντάν, στα σπασμένα παράθυρα του σπιτιού του από τους εποίκους με κουκούλες και τους στρατιώτες με τα όπλα προτεταμένα.
Από την πλειάδα ταινιών που βγαίνουν αυτήν τη βδομάδα, ξεχωρίζουμε τρεις που έχουν κάτι παραπάνω να μας πουν.
Ο Τιμπό είναι ένας διεθνώς αναγνωρισμένος διευθυντής ορχήστρας. Οταν έρχεται αντιμέτωπος με ένα πρόβλημα υγείας, ανακαλύπτει ότι είναι υιοθετημένος και έχει έναν μικρότερο αδερφό στην επαρχία, τον Τζίμι, ο οποίος εργάζεται στο εστιατόριο ενός σχολείου και παίζει τρομπόνι στην τοπική φιλαρμονική ορχήστρα, που αποτελεί το καμάρι και την ελπίδα μιας εργατικής κοινότητας που απειλείται από την ανεργία.
Ο σκηνοθέτης του «Ενας θρίαμβος», πάντα τρυφερός, πάντα κοινωνικός, πάντα ανθρώπινος, καταπιάνεται και αυτήν τη φορά, μέσα από μια αντίστιξη ή καλύτερα ένα χάσμα που γεφυρώνεται, με την αγάπη. Για άλλη μια φορά μάς δείχνει ότι η Τέχνη έχει τη δύναμη να κάνει καλύτερο τον άνθρωπο, να τον ανυψώσει, να ενώσει τους ανθρώπους, και φυσικά ότι η Τέχνη θα έπρεπε να ανήκει σε όλους ή μάλλον θα έπρεπε να είναι κυρίως κτήμα της εργατικής τάξης, που πασχίζει γι' αυτήν με νύχια και με δόντια, που δεν έχει την ευκαιρία να γίνει κομμάτι της. Μέσα από την ιστορία δύο χαμένων αδερφών, κατάφερε να δείξει και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του τόπου του, όταν στρέφει το βλέμμα του στα εργοστάσια που κλείνουν, απειλώντας την επιβίωση των ανθρώπων. Και τι ελπιδοφόρο η Τέχνη να είναι εκεί, παρούσα στους αγώνες, να δίνει δύναμη, ελπίδα και παρηγοριά. Υπέροχος γαλλικός κινηματογράφος, δυστυχώς σπάνιος...
Πώς αντιλαμβανόμαστε το καλτ και ποιες ταινίες διαμόρφωσαν τον όρο στην Ελλάδα; Η «Λατρεία» εξερευνά το καλτ φαινόμενο κυρίως μέσα από τα: «Τσίου» του Μάκη Παπαδημητράτου, «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» του Σταύρου Τσιώλη και το επεισόδιο «Βιετνάμ» από το «Ολα είναι Δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη, συγκεντρώνοντας μαρτυρίες δημιουργών και συντελεστών, όπως και ανθρώπων του δημοσιογραφικού και καλλιτεχνικού χώρου.
Ο Μελέτης Μοίρας έχει καταφέρει να εντοπίσει αυτό το κρυφό «σαράκι» που έχουμε όλοι ανεξαιρέτως με κάποιες ταινίες, που πολλές φορές είναι ολόκληρα σκηνοθετικά σύμπαντα, όπως για παράδειγμα το φιλμικό σύμπαν του Τσιώλη ή αυτό του Νικολαΐδη, και προσπαθεί να δώσει μια απάντηση στο γιατί γινόμαστε οπαδοί, γιατί μας καθορίζουν... Κυριότερα, όμως, καταφέρνει να σπείρει αυτό το ζιζάνιο που ρωτάει τον καθέναν μας ξεχωριστά τι είναι αυτό που μας κάνει να αγαπάμε τόσο ένα κινηματογραφικό έργο, πώς καταφέρνει να επηρεάζει τη ζωή μας, να μας κάνει να μιλάμε με ατάκες του σεναρίου, να ταυτιζόμαστε με τους πρωταγωνιστές του. Τι είναι αυτό που μας κάνει να βλέπουμε ξανά και ξανά ταινίες περασμένων δεκαετιών με την ίδια ευχαρίστηση. «Ηλία ρίχτο», «Τι θα κάνεις με την Λίντα, Βαγγέλη;», «Διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε!» και τόσες άλλες ξεχωριστές σκηνές περνούν από την οθόνη μας, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε αν τελικά ο όρος καλτ σημαίνει λατρεία, και αν έχουμε κι εμείς οι ίδιοι ένα κομμάτι καλτ μέσα μας.
Μεγαλωμένος σε μια εργατική γειτονιά, ο ατίθασος έφηβος Κλωτέρ ερωτεύεται την συμμαθήτριά του, Τζάκι. Καθώς ο δυνατός πρώτος έρωτας ανθίζει, η ανεξέλεγκτη βία των συμμοριών τον παρασύρει σε ένα πολύ σκοτεινό μονοπάτι, όταν κατηγορείται για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε. Μετά από πολλά χρόνια χώρια, ζώντας διαμετρικά διαφορετικές ζωές, ανακαλύπτουν ότι κάθε μονοπάτι που πήραν τους οδηγεί ξανά κοντά...
Πηγή έμπνευσης της ταινίας είναι το ομώνυμο βιβλίο του Neville Thompson. Ο Ζιλ Λελούς, πέρα από τη σπουδαία υποκριτική του καριέρα, καταφέρνει να εκπλήξει με τη σκηνοθετική ματιά του σε αυτήν την ταινία, που αποτελεί ένα μείγμα ειδών του σύγχρονου γαλλικού κινηματογράφου. Στο κάδρο του μπαίνουν, στην πάροδο δύο δεκαετιών, από τη μία ο «μυθικός» πρώτος έρωτας και από την άλλη οι δύσκολες συνθήκες στις εργατογειτονιές, οι συμμορίες και το οργανωμένο έγκλημα. Το πώς ο Λελούς καταφέρνει να μη βαρεθεί ο θεατής από τη μεγάλη διάρκεια και το κλασικό γαλλικό ρομάντζο, αλλά αντιθέτως να το αποζητά σαν διαφυγή από τη βίαιη απεικόνιση της ζωής των συμμοριών, είναι αξιοπερίεργο. Ισως ευθύνεται ο ρυθμός της ταινίας, που είναι ασταμάτητος, ίσως τα έντονα κόκκινα, πράσινα, γαλάζια - αλλά με την υφή του φιλμ - χρώματα της φωτογραφίας, ίσως οι μουσικές που σπάνε τύμπανα και τα ένθετα σε ρυθμό βιντεοκλίπ που χρησιμοποιεί... Δεν ξέρουμε ακριβώς. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι τα κατάφερε να μας κρατήσει μαζί του. Οπως λέει ο ίδιος, είναι ένας φόρος τιμής στο μυθιστόρημα «Μάρτιν Ιντεν» (Τζακ Λόντον), που το λατρεύει, και στις ταινίες του Κόπολα («Επαναστάτες Χωρίς Αύριο» και «Αταίριαστος»), ένας συνδυασμός βίας και έντονων συναισθημάτων, θερμού, ψυχρού, γλυκού και πικρού. Οι πρωταγωνιστές του είναι υπέροχοι, αλλά την παράσταση κλέβουν οι άγνωστοι ηθοποιοί που υποδύονται τους έφηβους. Αν μη τι άλλο είναι για μεγάλη οθόνη αυτός ο έρωτας...
Το Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ελλάδας διεξάγεται μέχρι και τις 3 Απρίλη σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Χανιά, Καβάλα και Καστοριά, με ένα ευρύ πρόγραμμα 45 ταινιών που καλύπτει όλες τις πτυχές της γαλλόφωνης κινηματογραφικής δημιουργίας. Αρκετές από τις ταινίες του διαγωνιστικού προγράμματος θα προβληθούν στις ελληνικές αίθουσες το επόμενο διάστημα. Εκτός από τις προβολές θα διεξαχθούν συζητήσεις και παράλληλες εκδηλώσεις, από τις οποίες ξεχωρίζουμε τις προβολές από την Ταινιοθήκη της Αφρικής. Αναλυτικές πληροφορίες θα βρείτε στην ιστοσελίδα του Φεστιβάλ: www.fff25.gr.