Πριν του μιλήσω τον έβλεπα τουλάχιστον για μια βδομάδα. Ερχόταν πάντα μόνος του στην παραλία, έπιανε μιαν άκρη, έστηνε τη μικρή του καρέκλα και ...γέμιζε σκέψεις και μελαγχολία. Σπάνια έμπαινε στο νερό. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν ο κόσμος. Κοίταζε. Κοίταζε αχόρταγα.
«Σε ποιον το χαρίζετε αυτό το πονεμένο δάκρυ;» ρωτάω. «Σε τούτους», μου λέει, «στο λαό! Κοίτα πώς τον κατάντησαν, φίλε μου! Εγωιστή, προκλητικό, αδιάφορο για την ησυχία και την προσωπικότητα του διπλανού του. Βουτάει τη ρακέτα και "μπαμ - μπουμ" πάνω από το κεφάλι σου. Παίρνει την μπάλα και την κλοτσάει στο πρόσωπό σου. Αρπάζει το ψαροντούφεκο και σε κυνηγάει».
«Ε, θάλασσα είναι, καταπιεσμένοι έναν ολόκληρο χρόνο, εδώ έρχονται να ξεδώσουν!», του λέω, χωρίς να το πολυπιστεύω, αφού και μένα τα νεύρα μου είχαν φτάσει στα όριά τους. «Δε χρειάζομαι τις δικαιολογίες σας», με αποπαίρνει. «Εγώ έχω πειστικότερα από εσάς επιχειρήματα. Δεν είμαι κάποιος εστέτ που τον κουράζει η λαϊκούρα. Εγώ βλέπω ότι χτυπήσανε διάνα. Χάλασαν την πρώτη ύλη. Αλλοίωσαν τα χαρακτηριστικά του λαού μας. Τον έκαναν δύστροπο, επιθετικό, φαταούλα. Η "πάρτη" του έγινε η ιδεολογία του. Μπαίνει στο αμάξι του και όποιον πάρει ο χάρος. Στέκεται στην ουρά και σπρώχνεται με τα τέσσερα. Γλείφει τον προϊστάμενο, το βουλευτή, τον αστυνόμο. Κλέβει στο ζύγι, πουλάει νοθευμένα τρόφιμα, ληγμένα φάρμακα».
«Δεν έχει αποδεχτεί τίποτα! Μέσα στη γενική κρίση έχει και αυτός υποστεί τις φθορές του!». «Περί αυτού πρόκειται», με διακόπτει. «Σας είπα στην αρχή της κουβέντας, πως δεν είμαι απελπισμένος, είμαι βαθιά προβληματισμένος και οργισμένος! Πρέπει, από σήμερα κιόλας, από χτες σωστότερα, μαζί με τους μεγάλους μαζικούς οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες, να δώσουμε και τη μάχη της καθημερινότητας, τη μάχη της λεπτομέρειας! Να αγωνιστούμε να κρατήσουμε το φρόνημα ψηλά. Το γούστο ψηλά. Να τελειώνουμε με τις εκπτώσεις και τις δικαιολογίες. Αυτοί θα μας τραβάνε προς τα κάτω, προς τη μιζέρια και την αθλιότητα, και εμείς θα τραβάμε προς την κορυφή. Η ομορφιά, ο σεβασμός, το καλό γούστο, η ευγένεια, θα πρέπει να κατανοήσουμε πως είναι επαναστατικές προϋποθέσεις! Πως είναι μέρος της διαδικασίας της αλλαγής του κόσμου. Πρέπει να αλλάξει αυτός που βαράει τη ρακέτα στα αυτιά μας, αλλά και ο άλλος που δέχεται τη ρακετιά αδιαμαρτύρητα».
«Αυτές οι αλλαγές θα γίνουν μέσα από τους αγώνες, εκεί δημιουργείται η συνείδηση». «Και εκεί», μου λέει. «Οχι μόνον εκεί! Αλλά και έξω από εκεί! Ο ποιητής διατάζει, εμείς σταματήσαμε να τον ακούμε. Ο αγωνιστής, ο κομμουνιστής, για να ακριβολογούμε, κρίνεται (και δημιουργείται) πρώτα βέβαια στους αγώνες και στα αποσπάσματα, αλλά και μέσα στο σπίτι, στο δρόμο, στη δουλειά, στον έρωτα. "Συγγνώμη, κύριε", μου λέει, θυμίζοντάς μου τον Μαγιακόφσκι, "που οι λέξεις μου ήταν λέξεις / Και δεν ήταν σφαίρες". Σφαίρες χρειάζομαι! Σφαίρες χρειάζονται!».