Ανοιξε, λοιπόν, χαρούμενος το αναγνωστικό, ερωτευμένος και ο ίδιος με την άνοιξη - αλλά και με τη μελαχρινή κοπελιά του - και έπιασε ένα μικρό κομμάτι του Καζαντζάκη, που μιλάει για την αναστάτωση που φέρνει αυτή η θαυμάσια εποχή στον ψυχισμό μας.
«Μια μέρα ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ανοιχτά κι έμπαινε η μυρουδιά από μια ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας είχε γίνει και αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν' ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Και ίσια-ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σχολειού και κελαηδούσε. Τότε, πια, ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που 'χε έρθει φέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο: "Σώπα δάσκαλε", φώναξε "σώπα δάσκαλε, να ακούσουμε το πουλί"»!
Ομως, παρ' όλα αυτά, τα παιδιά δεν το βάλανε κάτω. Σάλιωσαν τα μολύβια, δανείστηκαν από τον Περσέα τον Πήγασο, τον καβάλησαν και έτρεξαν μαζί του στα απέραντα λιβάδια της φαντασίας τους να συναντήσουν την άνοιξη. Να βρούνε τους ήχους της και τις μυρουδιές της. Να βρούνε πλατάνια και μανταρινιές. Και κατακίτρινα καναρίνια και όλων των ειδών τα πουλιά να κελαηδάνε!
Εκεί να δεις ιστορίες που σκάρωσαν, τα σκασμένα! Και για όλες ο ερωτευμένος δάσκαλος είχε - ανυπόκριτα - έναν καλό λόγο. Είχε, όμως, όπως ήταν φυσικό, και παρατηρήσεις και διορθώσεις τόσο στο συντακτικό όσο και στην ορθογραφία. Ομως, φτάνοντας στην ιστορία του δικού του χλωμού κοκκινομάλλη, του δικού του Νικολιού (και το χρώμα των μαλλιών και το χλωμό πρόσωπο και το όνομα είναι πραγματικά) εκεί ο δάσκαλος σήκωσε τα χέρια:
«Εγώ όταν έχω ανοιχτώ το παράθιρο ακούω θόριβο αυτοκυνήτος. Οταν ακούο θόριβο αυτοκυνητον το καβσαέριο του αυτοκυνίτου μπαίνη στο σπίτη μας γιατή το σπίτη μας είνε κατο από το δρόμο».
Πες του, λοιπόν, δάσκαλε, ό,τι είσαι υποχρεωμένος, από το κράτος, που σε πληρώνει να λες. Μη βασανίζεσαι με τις σκέψεις σου! Δεν πληρώνεσαι, άλλωστε, για να λες την αλήθεια! Αυτό που νιώθεις! Συντακτικό και ορθογραφία εσύ διδάσκεις! Δεν είναι δική σου δουλιά να μάθεις το παιδί πως «... για να γυρίσει η άνοιξη θέλει δουλιά πολλή...». Και πως γράφοντας σωστά τις λέξεις, που πρέπει να τις γράφει σωστά, είναι μόνον η αρχή. Και πως για να βγούνε τα σπίτια από τα υπόγεια δε φτάνει μόνον η σωστή ορθογραφία. Πως θέλει και άλλες προσπάθειες... Πως για να μην μπαίνει το «καβσαέριο» και ο «θόριβος» από το «ανοιχτώ» παράθυρο κατευθείαν στα πλεμόνια του, πρέπει να σηκώσει το δάχτυλο και να φωνάξει: Σωπάστε, ρε, να ακούσω το πουλί, πάρτε τις βρωμιές σας να μυρίσω τη μανταρινιά! Ζήτω η άνοιξη!