Οχι, Τάσο, μην τον ακολουθείς! Αλλη είναι η δική σου αποστολή. Εσύ ορκίστηκες, να υπερασπίζεσαι τον πολίτη. Να χτυπάς την παρανομία. Να συλλαμβάνεις τους ενόχους. Να επιβάλλεις κυρώσεις. Εσύ δεν παίρνεις - δεν πρέπει να παίρνεις - εντολές από πράκτορες. Εσύ οφείλεις να ελέγχεις τους πράκτορες. Οφείλεις να υπερασπίζεσαι το δίκιο. Και οφείλεις - πρώτα απ' όλα και πάνω απ' όλα - να σέβεσαι τον ιδρώτα σου.
Ο Τάσος, υπαξιωματικός του Λιμενικού, τυλιγμένος στα πλοκάμια των αμαρτωλών ατμοπλοϊκών συγκοινωνιών, των διπλοεισιτηρίων, των μυστικών κρατήσεων, της μικρής και μεγάλης κομπίνας, προσπαθεί ο καημένος, να «επιβάλει την τάξη». Η υγρή ζέστη του Αυγούστου έχει κάνει τα λευκά ρούχα του φόρμα λαστέξ πάνω του. Χείμαρρος το νερό που ξεχύνεται μέσα απ' το καπέλο του, κυλάει με ορμή, σχηματίζοντας βαθιά αυλάκια στο εικοσιπεντάχρονο πρόσωπό του. Και ο κόσμος, με το δίκιο του, να του φωνάζει.
Πάμε, Τάσο! Ο πράκτορας.
Πάμε, Τάσο!
Πάμε, Τάσο, αυτοί; Πάμε, Τάσο, εμείς. Κι εσύ, αγόρι μου, για να δικαιολογήσεις το λευκό χρώμα των ρούχων σου - και προπαντός τα ποτάμια του όμορφου ιδρώτα σου - πρέπει ν' αποφασίσεις. Δε φτάνει η θλίψη που βγαίνει απ' τα μάτια σου για την κατάντια. Πρέπει να σηκωθείς ακριβώς στο ύψος των περιστάσεων. Οπως εσύ περιμένεις από το δάσκαλο, να σου μάθει τα ωραιότερα γράμματα, από τον πιλότο να σου προσφέρει το ασφαλέστερο ταξίδι, από τον χειρουργό την επιτυχέστερη εγχείρηση, από τον ποιητή το αποτελεσματικότερο ποίημα, έτσι κι εμείς περιμένουμε από σένα, να μας εξασφαλίσεις την καλύτερη επιστροφή...
Εντάξει, γνωστή η ιστορία, «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι». Ομως, Τάσο, ούτε ο υπουργός ούτε ο πλοιοκτήτης ούτε ο αρχηγός του Λιμενικού ούτε καν αυτό το πρακτοράκι, που κόβει «λάθος» εισιτήρια χύνουν το δικό σου ιδρώτα. Αστους, λοιπόν, αυτούς να βρωμάνε. Εσύ δεν έχεις κανέναΝ λόγο, να συναινείς. Εσύ πρέπει να λες, φεύγει ή δε φεύγει το πλοίο. Εσύ πρέπει να επιβάλλεις το σεβασμό. Οι ένοχοι πρέπει να σε θεωρούνε - όταν χρειάζεται - εχθρό τους. Να σε βλέπουν - όταν επιβάλλεται - με τρόμο. Να μην τους επιτρέπεις να σου μιλάνε στον ενικό. Και προπαντός, να μην τους επιτρέπεις την ώρα που συνδιαλέγεσαι με τους άτυχους επιβάτες, να σου φωνάζουν προστακτικά: «Πάμε, Τάσο!».
Γιατί, Τάσο, όσο καλή θέληση και να 'χω, με όση συμπάθεια κι αν βλέπω την ευγένειά σου, αυτή η προσταγή «πάμε, Τάσο!» - και κάτω από ταραγμένες συνθήκες μάλιστα - δε με οδηγούν σε ελπιδοφόρα συμπεράσματα.
Πάμε, λοιπόν, Τάσο! Αλλά πού πάμε; Με ποιον πάμε; Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν. Δε φτάνει, Τάσο, που θα φύγεις από το Σώμα μόλις τελειώσει η εφεδρεία σου. Πρέπει στο μεταξύ να τιμήσεις και τον ιδρώτα σου κατά τη διάρκεια της θητείας σου. Ενα αυτί να κόψεις, ρε Τάσο, ένα, τα Χανιά θα περιμένουν την επιστροφή σου πολύ πιο χαρούμενα. Κι εσύ θα νιώθεις πιο χαρούμενος.
Ξεκίνα από τον πράκτορα. Κόψτου την καλημέρα. Σε εκθέτει, πίστεψέ με. Κόψτου την καλημέρα και πάρτου τη λίστα των επιβατών από τα χέρια. Υστερα κάνε μια αναφορά για τον προϊστάμενό σου, που παριστάνει τον ψόφιο κοριό. Κάνε και μια αναφορά για το πλοίο, «δεν πληρεί τους όρους, δεν καλύπτει τη γραμμή», γράψε και μια καταγγελία για τον υπουργό, που παριστάνει τον αθώο. Ξεσκέπασε, σε παρακαλώ, τους υπεύθυνους, για ν' αποκτήσει ηρεμία ο ύπνος σου.