«Μην το βάζεις κάτω, αδερφέ, τι το καινούριο συνέβη;».
«Τίποτα το καινούριο, πράγματα παλιά επαναλαμβάνουν. Αυτή η επανάληψη, όμως, είναι που με σκοτώνει. Δεν αντέχω να τους ακούω να αλληλοβρίζονται χυδαία, χρόνια ατέλειωτα. Να κατηγορεί ο ένας τον άλλον για παραλείψεις, για κομπίνες, για απάτες, για ποινικά αδικήματα. Να φωνάζουν σαν μεθυσμένοι νταλικέρηδες. Θέλω να πιαστώ από ένα ποίημα για να βρω την ισορροπία μου. Δεν μπορώ να τους βλέπω στα δικαστήρια να πλακώνονται στις σπρωξιές, διεκδικώντας παράσημα από την Εθνική Αντίσταση. Εχουν ισοπεδώσει τα πάντα. Δεν είναι εικόνες αυτές που παρακολουθούμε».
«Ζητάω να δυναμώσω. Να ξαναβρώ την πίστη μου στον άνθρωπο. Θέλω να ξανάρθω σε επαφή με κορυφαίες στιγμές. Θέλω να γεμίσω με χρώματα, με ήχους, με κινήσεις. Θέλω να θυμηθώ τα μεγάλα έργα, το φράγμα του Ασουάν, τη διώρυγα του Παναμά, τον άνθρωπο που περπάτησε στο φεγγάρι, τον Πικάσο, τον Σαίξπηρ, τον Μπετόβεν, τη Ρώσικη Επανάσταση, ...δεν μπορεί ο κόσμος να είναι αυτά τα ερπετά που σέρνονται στους υπονόμους της υποκλοπής, των μυστικών λογαριασμών, των εξοντωτικών χρηματιστηρίων, της ρεμούλας, των αποκλεισμένων τρένων, της κάθε λογής λάσπης».
«Είναι και αυτός ο κόσμος!».
«Είναι και αυτός, ναι. Οχι, όμως, μόνον αυτός. Αυτό είναι που δεν αντέχω. Την άποψη που κυριαρχεί ότι όλοι είμαστε τυλιγμένοι στα σκουπίδια. Οτι όλοι είμαστε κομμάτι αυτής της χαλασμένης μηχανής. Αυτής της βρώμας που βγάζουν τα χνότα τους. Οτι είμαστε μέλη μιας κοινωνίας κουρασμένης, διαφθαρμένης, που γεννάει πολίτες έτοιμους να χωθούν στην κομπίνα, στις καταπατήσεις, στις συκοφαντίες, στα ναρκωτικά και στην πορνεία. Οτι κανένας, πια, δεν ερωτεύεται. Θέλουν να μας κάνουν σαν τα μούτρα τους. Να γερνάμε από τα νηπιαγωγεία. Να σηκώνουμε τα χέρια από την εφηβεία μας. Θέλουν να μας κλωνοποιήσουν με τα κατακάθια του ανθρώπινου είδους. Με τον εαυτό τους. Και πρέπει, σύντροφε, να μην τους το επιτρέψουμε».