Η κόρη του Φοίνικα και της Τηλέφασσας, η Ευρώπη, αυτό το κορίτσι με τα χίλια προσόντα, με την καταπληκτική ομορφιά, με τα γράμματα και τις τέχνες, από φιλαρέσκεια, από πολλή σιγουριά για τον εαυτό της, από αθωότητα, απ' όλα αυτά μαζί, ποιος ξέρει (;), έμπαινε πάντα σε περιπέτειες. Δεν έδινε προσοχή σε αυτούς που την πλησίαζαν ύπουλα κάθε φορά, όταν αυτή έπαιζε αθώα με τις φίλες της στους αγρούς μαζεύοντας λουλούδια. Και υπέκυπτε, η ανόητη, στα γλυκόλογα και στις υποσχέσεις και ακολουθούσε αστόχαστα - κάθε φορά - και τον καινούρια απαγωγέα της. Πότε τον Δία, πότε τον Ναπολέοντα, πότε τον Κάιζερ, πότε τον Χίτλερ. Και, όπως είναι φυσικό, μετά την απαγωγή ακολουθούσαν ο βιασμός, ο πόλεμος, τα εκατομμύρια των σκοτωμένων, η ανεργία, η φτώχεια, η αλλοτρίωση.
Και δεν κατάλαβε, η απερίσκεπτη, πως ο Δίας, δείχνοντας το μπακιρένιο ευρώ, που γυάλιζε σαν χρυσός, την εξαπατούσε για μια ακόμα φορά. Της έκρυβε τον Ευρωστρατό και τους σκοπούς του, τη Συμφωνία του Μάαστριχτ και του Σένγκεν και το περιεχόμενό τους. Της έκρυβε πως σκοπός του είναι - για μια ακόμα φορά - να τη βιάσει. Να γεμίσει την κοιλιά της με καινούρια εκατομμύρια ανέργων, με ανασφάλιστους, με απελπισμένους. Να κατοχυρώσει τα κέρδη των μονοπωλίων. Να επιβάλει την τάξη και την ασφάλεια. Να ελέγχει κάθε κίνηση αντίστασης. Να σκοτώνει ελεύθερα στη Γένοβα, να απολύει ανεξέλεγκτα όποιον του αρέσει, να μειώνει το κόστος παραγωγής, εντατικοποιώντας την εργασία και μειώνοντας τους μισθούς.