Κυριακή 5 Γενάρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΕΡΓΑΤΙΚΑ

Η ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
«Αυλικοί, γενιά καταραμένη»!

Σαν φίδι μακρύ και φάρμακο η ουρά, έζωνε ολόκληρο το τετράγωνο. Και μαζί με το φίδι το τετράγωνο το έζωνε και η μυρουδιά - που δε μύριζε! - του φαγητού. Και μαζί με τη μυρουδιά το τετράγωνο το έζωνε και η αγωνία αν θα έφταναν - για όλους - οι μερίδες. Το τετράγωνο, επίσης, το έζωναν και οι - περίεργες; - ματιές των περαστικών. Το χειρότερο φίδι, όμως, ήταν αυτό που έτρωγε - βαθιά - τις ίδιες τις καρδιές των πεινασμένων. Η ντροπή! Η αποδοχή του αποτυχημένου!

Οταν μπήκα εγώ στην ουρά, το τέλος της ήτανε στο τέλος της Καποδιστρίου. Ανοιξα την εφημερίδα και προχώραγα σημειωτόν. Ηταν η τελευταία μέρα, έπρεπε να γλιτώσω το πρόστιμο. Οπλίστηκα, λοιπόν, με υπομονή και προχώραγα πόντο τον πόντο. Και ξαφνικά άκουσα ένα μαλακό - και μελωδικό - σφύριγμα. Γύρισα τα μάτια μου, και ακριβώς πίσω μου, ακολουθούσε ο Ριγκολέτο. Ο κύριος που ερχόταν πίσω μου, που προχώραγε και αυτός πόντο τον πόντο, σφύριζε μαλακά και μελωδικά την όπερα του Βέρντι!

Πράξη την πράξη, λοιπόν, εικόνα την εικόνα, πόντο τον πόντο στρίψαμε στην 3η Σεπτεμβρίου. Εκεί στη «σκηνή» μπήκανε κάτι περίεργα πλάσματα με κόκκινες, ξεβαμμένες στολές. Εμοιαζαν με πυροσβέστες, όμως, δεν ήταν πυροσβέστες. Για αστυφύλακες σίγουρα δεν έμοιαζαν, όμως, παρ' όλα αυτά, έκαναν τη δουλιά των αστυφυλάκων και συμπεριφέρονταν, μάλιστα, και σαν τέτοιοι, «Τρεις-τρεις»! «Κρατήστε τις γραμμές»! «Μη μιλάτε»! Και η ουρά, υπάκουη και υπομονετική, προχώραγε το Γολγοθά της. Και η όπερα - μαζί και η πραγματική ζωή - πράξη την πράξη, σφύριγμα το σφύριγμα, έφτασε στη σκηνή του πονεμένου πατέρα. Λίγο πριν ο γελωτοποιός ξεσπάσει οργισμένος...

«

Εσείς οι τρεις»! διέταξε ο πυροσβέστης με τη συμπεριφορά του αστυφύλακα και έσπρωξε τους δυο προηγούμενους και εμένα προς το εσωτερικό, αποσπώντας με από τον Ριγκολέτο. «Πού με πάτε», φώναξα, «δεν είναι εδώ η "γιώτα"»! «Προχώρα», αυτοί. «Λάθος, κύριοι», εγώ. «Προχώρα», χωρίς δεύτερη κουβέντα εκείνοι. Εγινε φασαρία. Κοντά μας τότε έτρεξαν τα συνεργεία της τηλεόρασης. «Γιατί φωνάζετε, κύριε»; «Γιατί με σπρώχνουν στο Α΄ Βοηθειών και εγώ πηγαίνω στην εφορία. Το σήμα θέλω να πληρώσω. Δεν είμαι άρρωστος, ακόμα»! «Στο άλλο τετράγωνο, κύριε, εδώ είναι ο Ερυθρός Σταυρός που μοιράζει φαΐ, πώς μπλέξατε τις ουρές»;

«Ολη ετούτη η ουρά πεινασμένοι είναι;», ρώτησα έκπληκτος. «Ολος ετούτος ο κόσμος να φάει περιμένει;», φώναξα αγανακτισμένος. «Ολοι ετούτοι οι άνθρωποι, παραμονή Πρωτοχρονιάς, φαΐ γυρεύουν, κρεμασμένοι στην ουρά, στην κοινή θέα; Ω! Αυλικοί, ράτσα καταραμένη!», ξέσπασα οργισμένος, αρπάζοντας από το στόμα του πεινασμένου «φίλου» μου τη νότα του Βέρντι. «Ω! κερατάδες, έτσι εξευτελίζετε τον κόσμο; Για ένα πιάτο φαΐ τον διαπομπεύετε στις ουρές; Πρώτα τον ταπεινώνετε και ύστερα του πετάτε ένα ξεροκόμματο για να το βουλώσει; Πρώτα τον ακουμπάτε στον τοίχο, τον χώνετε στο στόμα της τηλεόρασης για να σας ευχαριστήσει και μάλιστα δημόσια, και - σαν αντάλλαγμα - του πετάτε ένα κόκαλο να γλείψει;.. Κανένας σεβασμός για τον άνθρωπο, απάνθρωποι!».

Χορτάτος εγώ συνέχισα - εκ του ασφαλούς, ίσως; - τις βρισιές. Ο πεινασμένος Ριγκολέτο όμως που με ακολουθούσε, γονάτισε εκεί στην 3ης Σεπτεμβρίου, εξαθλιωμένος και φοβισμένος μπροστά στα κανάλια και στους πυροσβέστες που έμοιαζαν με αστυφύλακες και παρακαλούσε. Παρακαλούσε τους αυλικούς, αυτή την καταραμένη γενιά, τη γενιά που τον έκανε δυστυχισμένο, να τον λυπηθεί. Παρακαλούσε όλους αυτούς που τον έσπρωξαν στην ουρά να τον ευσπλαχνιστούν. Παρακαλούσε, γιατί η πείνα δεν του άφησε ίχνος αξιοπρέπειας.

«Λα, λα, λα, λα», λοιπόν, τι να κάνει; Ζήτω ο Δήμαρχος, ζήτω ο Ερυθρός Σταυρός, ζήτω οι πονετικές κυρίες και τα θρησκευτικά ιδρύματα. Ζήτω το κράτος δικαίου. Ζήτω ο καπιταλισμός. Ζήτω η καταραμένη γενιά των αυλικών. Το φίδι της πείνας δε νικιέται εύκολα.


Του
Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ