Το θέατρο βρίσκεται στη δεύτερη παράλληλο της Πανόρμου. Πολύ κοντά, θα έλεγα, στη Ριανκούρ! Οπου έχει στοιχειώσει η ξανθιά, που μπορεί να είναι και μελαχρινή, Αννα. (Κανένας δεν την είδε. Κανένας δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα). Περνώντας έξω από το θέατρο μπορεί και να το προσπεράσεις. Είναι τόσο ταπεινό. Τόσο καλόγουστο. Σε μια γειτονιά που τα αυτοκίνητα κυκλοφορούν, πια, και στα πεζοδρόμια, πώς να πιστέψεις πως κάποιος «έχτισε» ένα θέατρο!..
Στην υποδοχή άλλος κόσμος! Λες και δεν είναι υπουργός Εθνικής Οικονομίας ο Αλογοσκούφης, υπουργός Εργασίας ο Παναγιωτόπουλος, υφυπουργός Πολιτισμού ο Τατούλης (υπουργό Πολιτισμού δεν έχουμε, δεν προβλέπεται, φαίνεται, από το Σύνταγμα), δήμαρχος η Μπακογιάννη. Αρχίζω να υποψιάζομαι πως μπήκα σε γιάφκα. Ολοι μιλάνε χαμηλόφωνα. Χαμογελάει ο ένας στον άλλο με σημασία. Κάποιος μάλιστα, χωρίς καν να τον ρωτήσω, με πληροφόρησε ευγενικά. Σε λίγο αρχίζουμε!
Τσιμπάω τη σύντροφό μου και κάνει και εκείνη το ίδιο σε εμένα! Είμαστε και οι δυο ζωντανοί! Βγάζουμε τις καμπαρτίνες και τινάζουμε έξω από την πόρτα τις στάλες. Μαζί τους φεύγουνε και όλες οι αναθυμιάσεις των τελευταίων ημερών, των τελευταίων χρόνων. Καθαροί, πια, μπαίνουμε στην αίθουσα. Ζεστή, φιλική. Η σκηνή, αρκετά μεγάλη, για τον αριθμό των καθισμάτων που διαθέτει. Πάνω στην ώρα χτυπάει και το «τρίτο κουδούνι».
Από το σημείο αυτό, και μέχρι να τελειώσει το έργο, δεν ξεκόλλησα τα μάτια μου από τα επτά πρόσωπα της σκηνής. Κάποια από αυτά μου ήταν γνώριμα, κάποια άλλα τα έβλεπα για πρώτη φορά. Ομως, το ενδιαφέρον μου δεν αφορούσε στα ονόματά τους ή στη γνωριμία που είχα μαζί τους. Αφορούσε στην «τρέλα» τους! Ετούτα τα άτομα, και τα επτά, καθώς και οι άλλοι συντελεστές, σκηνοθέτης, σκηνογράφος, μουσικός, μεταφράστρια, φωτιστής, σας βεβαιώνω, είναι παλαβοί! Με μια παλαβομάρα που σπάει κόκαλα! Το έργο, άλλωστε, λέγεται «Ο πυρετός». Είναι φανερό, είναι άρρωστοι! Κουνημένοι!
Φίσκα να είναι κάθε βράδυ η αίθουσα, ο ένας πάνω στον άλλον οι θεατές, οι τσέπες των συντελεστών δεν πρόκειται να γεμίσουν! Για την ακρίβεια, ό,τι και να γίνει, κανένας τους δεν πρόκειται να ακούσει τον ήχο των χρημάτων! Είναι, λοιπόν, παλαβοί ή δεν είναι;
Και οι επτά, λοιπόν, σοβαροί, μετρημένοι και σίγουροι στις κινήσεις τους, αφιονισμένοι με το «ναρκωτικό» της τέχνης τους, ίδιοι ντερβίσηδες, που όταν αρχίσουν να χορεύουν ήδη έχουν σηκωθεί ένα μπόι από τη γη, μας αναγκάζουν, με την ομορφιά της υποκριτικής, να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι! Επτά αυτοί και δεκαπέντε εμείς από κάτω πήραμε σβάρνα την αθλιότητα και τη φθήνια. Ολον αυτό τον αλαλαγμό της «αγοράς».