Οπως λέει η συγγραφέας: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα χωριό του νομού Εβρου, τα Λουτρά, μέσα σε ένα σπίτι που το είχε σημαδέψει ο πόλεμος, με πέντε νεκρούς στην οικογένεια, δύο αδελφούς και τρεις πρωτοξάδελφους του πατέρα μου, αντάρτες στον ΕΛΑΣ και κατόπιν μαχητές στον ΔΣΕ. Ούτε ένα κενοτάφιο μαρτυρούσε ότι κάποτε είχαν ζήσει και οι ελάχιστες φωτογραφίες, που ήρθαν στο φως κατόπιν, ήταν καταχωνιασμένες από το φόβο "καλοθελητών" και του χωροφύλακα μέχρι και τη Μεταπολίτευση και, προφανώς, για την αποφυγή ερωτημάτων από εμάς τα παιδιά.
Πολλά χρόνια μετά, η δημοσιογραφική μου ιδιότητα διευκόλυνε την έρευνα και τη γνωριμία με πιθανούς συμπολεμιστές των συγγενών μου στην προσπάθεια να μάθω, να κατανοήσω, να ντύσω με λόγο εκείνες τις εκκωφαντικές σιωπές των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων. Οι συζητήσεις - συνεντεύξεις με τους αείμνηστους πλέον μαχητές του ΔΣΕ Ζήση Ζώκα, Γιώργο Γκαγκούλια, Μαρία Δερμεντζοπούλου και Βαγγέλη Τουφεκτσή υπήρξαν πολύτιμες. Το ίδιο ισχύει και για όσα μου αφηγήθηκαν: Ο μαχητής ΔΣΕ Αριστείδης Κοασίδης, η Δέσποινα Παρασχάκη, παιδί μαχητών, και η Τζούλια Καραμανλή - Σακελλαρίδη, κόρη πολιτικού εξόριστου στη Γυάρο. Συνάμα, όμως, με συγκλόνισαν, γιατί όλοι τους έζησαν και αγωνίσθηκαν σε μια εποχή όπου είχε διαφανεί ότι μπορεί να αμφισβητηθεί το δεδομένο και με θέρμη αποπειράθηκαν να καταργήσουν τις σχέσεις που τους όριζαν και να ορίσουν οι ίδιοι τον κόσμο τους».
Την περίοδο της Κατοχής η κοινωνική χειραφέτηση συνέβη ταχύτατα μέσα από τη συμμετοχή του λαού στον απελευθερωτικό αγώνα του ΕΑΜ, της πολυπληθέστερης αντιστασιακής οργάνωσης, ο οποίος αγώνας είχε (και) ταξικά χαρακτηριστικά, όπως δίνεται και στο βιβλίο. Οι Βρετανοί και η «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» του Γεωργίου Παπανδρέου διεμήνυαν τότε ότι «η Νέμεσις θα είναι αδυσώπητος» και ότι οι συνεργάτες των δυνάμεων Κατοχής θα δικαστούν για τα εγκλήματά τους σε βάρος του αγωνιζόμενου λαού, πράγμα που ουδέποτε έγινε, όπως εμπεριστατωμένα περιγράφεται μέσω των ηρώων του βιβλίου. Στη δε αγρίως καταδιωκόμενη μετά τη Βάρκιζα ΕΑΜοκομμουνιστική Αριστερά, λέγανε ότι «το αντάρτικο δεν είναι λύση, το αντάρτικο θα φέρει τη λύση», επιμένοντας σε μέτρα ειρήνευσης και συμφιλίωσης και χρησιμοποιώντας ως μοχλό πίεσης την ένοπλη πάλη επί ενάμιση χρόνο. Η βρετανική και κατόπιν η αμερικανική βοήθεια στον κυβερνητικό στρατό υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την έκβαση του πολέμου. Αν δεν δινόταν πιθανόν η κυβέρνηση να επιδίωκε έναν συμβιβασμό με την Αριστερά.
«Στη χώρα μας - επισημαίνει η Μαραγκοζάκη - συνέβησαν αδιανόητα πράγματα εν συγκρίσει με την υπόλοιπη Ευρώπη μεταπολεμικά. Από τους χιλιάδες δοσίλογους και συνεργάτες των κατακτητών στη συντριπτική τους πλειοψηφία αθωώθηκαν ή έπεσαν στα "μαλακά". Μόνον είκοσι πέντε εκτελέσθηκαν, ενώ την ίδια περίοδο τα έκτακτα στρατοδικεία είχαν καταδικάσει σε θάνατο τρεις χιλιάδες ΕΑΜίτες - κομμουνιστές! Και φυσικά με το γνωστό "πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων" αποκλείσθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό οι δημοκρατικοί πολίτες ως "συμμορίτες", "συνοδοιπόροι" ή "συμπαθούντες"».
Στον «Κλήρο του αίματος», ένα μυθιστόρημα με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, το οντολογικό, το ανθρωπολογικό βάθος είναι δεδομένα στο πλαίσιο προσέγγισης διαχρονικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε ακραίες συνθήκες. Αλλά ως μυθιστόρημα πάνω απ' όλα στοχεύει στη συγκίνηση και στην αναγνωστική απόλαυση μέσω της γλώσσας, της τέχνης του λόγου. Εν τέλει το αίμα που έγινε νερό γίνεται και μελάνι, όπως σημειώνεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.