Remember Elena από τον Τεό Σαλαπασίδη (1924 - 1983): «Περιμένω να μου φέρουν τις πεντακόσιες δραχμές / αυτός που χρωστά προσποιείται τον φυματικό / άλλοι λόγω θέσεως προσποιούνται τους δυνατούς / η λύση διαφαίνεται / η εκφώνηση ξεχάστηκε / ακούμε δίσκους προκλασικής μουσικής / ζητάμε δανεικά / αν όχι / ξεγελάμε τα κορίτσια στο Λιτόχωρο και παίρνουμε λίρες / εγώ επιμένω στην πρώτη επαφή / έστω και χωρίς χρήματα επιμένω. Εδώ / δεν μπορούν να σερβίρουν ούτ' ένα θάνατο σωστό / κάπου ο δίσκος θα κτυπήσει / και θα χυθούν κάτω στο παρκέ λίγα δάκρυα / Από μικρός ξεφώνιζα πως οι υπηρέτριες πρέπει να περνούν / από ειδικές σχολές αναρχικών / οι επαναστάτες από σχολές ορθοφωνίας / Κανείς δεν θυμάται σήμερα τους Δεκεμβριστές / την ομίχλη του Πετροπαβλόφσκ / τα χείλη της θείας Γκρέτα / Ανοίγω βιομηχανία αεριούχων αναψυκτικών / τίτλος: ο Λαϊκός Επίτροπος / Λαέ: πίνε λεμονάδες, οι Δικηγόροι εσίγησαν / Λαέ: στις δύσκολες στιγμές πίνε πορτοκαλάδες! / Η βίβλος διαβάστηκε - του καλού Σαμαρείτη δώσατε διαβατήριο προς Μόσχαν / οι πουτάνες ακούν Μπελαφόντε / όποιος δεν έχει σαράντα φράγκα δεν ακούει Μπελαφόντε / οι μετοχές του Μπελαφόντε ανεβαίνουν / ο Μπελαφόντε ανεκαλύφθη / στο Κρεμλίνο πανικός -η Ουάσιγκτον ολοφύρεται- / οι μετοχές του Μπελαφόντε στο απώγειο! / Εδώ είστε και δω είμαι / τον Μπελαφόντε θα τον χρησιμοποιήσουν ή θα τον κάψουν / - σε περίπτωση που τον χρησιμοποιήσουν θα τον κάψουν αργότερα - / τώρα ανοίξτε διάπλατα τις πόρτες στον γιο του γιατρού που σπουδάζει ιατρική / στον γιο του λεμβούχου που εξηνθρωπίσθη / ανοίξτε τις πόρτες στους τζόκεϊ στους σοσιαλιστές στους παλαιοημερολογίτες στους πυροβάτες / σ' εκείνον που δήθεν υπεσχέθη να γίνει διαρρήκτης και τώρα υπάλληλος / μετράει χρήματα σεμνός σε κάποια τράπεζα / ξοδεύοντας το μισθό του σε πράκτορες που παρακολουθούν τη γυναίκα του / κλείστε τις πόρτες - τα χέρια τους ιδρώνουν - ανάψτε τα εντομοκτόνα βεγγαλικά / η γιορτή πλησιάζει στο τέρμα της / χωρίς την Κατίνα. Χωρίς την Ελένη. / (Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει επειδή δεν την παίζουν οι λευκές φιλενάδες της) / Η μικρή Ελένη / τώρα κάθεται και κλαίει / που δεν την παίζουν / ούτε οι μαύρες στο Χάρλεμ».
Ηταν γυναίκα, ήταν όνειρο από τον Γιώργο Σαραντάρη (1908 - 1941): «Ηταν γυναίκα, ήταν όνειρο, ήτανε και τα δυο / ο ύπνος μ' εμπόδιζε να τη δω στα μάτια / αλλά της φιλούσα το στόμα την κράταγα / σα να ήταν άνεμος και να ήταν σάρκα / μου 'λέγε πως μ' αγαπούσε, αλλά δεν το άκουγα καθαρά / μου 'λέγε πως πονούσε να μη ζει μαζί μου / ήταν ωχρή και κάποτε έτρεμα για το χρώμα της / κάποτε απορούσα νιώθοντας την υγεία της σα δική μου υγεία / όταν χωρίζαμε ήτανε πάντοτε νύχτα / τ' αηδόνια σκέπαζαν το περπάτημά της / έφευγε και ξεχνούσα πάντοτε τον τρόπο της φυγής της / η καινούργια μέρα άναβε μέσα μου προτού ξημερώσει / ήταν ήλιος ήταν πρωί όταν τραγουδούσα / όταν μόνος μου έσκαβα ένα δικό μου χώμα / και δεν τη σκεφτόμουνα πια εκείνη».