Με τρόπο απλό - προσέξτε το αυτό - σαν να έλεγε μια ιστορία, ο σύντροφος Χαρίλαος μας χάρισε ένα βίωμά του. Το θέμα: μια νεαρή αντάρτισσα είναι βαριά τραυματισμένη σε μια μάχη. Από πάνω της είναι σκυμμένοι ένας γιατρός και ο σ. Χαρίλαος. Τους λέει τα εξής: «Θέλω να ζήσω γιατί αγαπάω!». Στην απάντηση του σ. Χαρίλαου ότι θα ζήσει, εκείνη επαναλαμβάνει: «Ακούς, θέλω να ζήσω γιατί αγαπάω!».
Εμμονη ιδέα κοντεύει να μου γίνει η φράση της αντάρτισσας. «Θέλω να ζήσω γιατί αγαπάω» σημαίνει ότι αγαπάω και μπορώ να πεθάνω για τον κόσμο, όπως και ότι θέλω να ζήσω για ένα πρόσωπο, δηλαδή πάλι για τον κόσμο. Αν ο κόσμος δεν αξίζει, πεθαίνω. Αν ζήσω, θα συνεχίσω να προσπαθώ να τον αλλάξω. Η στιγμή της εξομολόγησης γίνεται ιερή, γιατί αυτός που την ακούει μεταμορφώνεται και παίρνει την ευθύνη για την εξομολόγηση. Αφού ποτέ δε θα μάθουμε ποιος είναι ο αγαπημένος, πρέπει αυτός που έχει ακούσει την εξομολόγηση να συμπεριφέρεται στον καθένα (αυτόν που οι χριστιανοί βαριεστημένα αποκαλούν «πλησίον») σαν να ήταν ο αγαπημένος. Αυτή η συμπεριφορά με το πέρασμα του χρόνου μπορεί να κάνει τον πλησίον αγαπημένο.
Οχι πως είναι κακό κάποιος να κολλήσει για πάντα πάνω σ' έναν νεκρό αγαπημένο. Αυτό συνέβη στον μεγάλο σούφι δάσκαλο Τζαλαλουντίν Ρούμι, που, κλαίγοντας για το χαμό του αγαπημένου του, καρφωμένος για πάντα πάνω στον τάφο του, έγραψε τους θαυμάσιους στίχους του και χόρεψε και γέννησε, χωρίς να το καταλάβει, το τάγμα των περιστρεφόμενων δερβίσηδων. Είναι και αυτό ένας δρόμος.