Πάσχα που όρια δε γνωρίζει, αφού έγινε για να τα καταργήσει, ώσπου να χαθούν και κανείς να μη θυμάται ότι υπήρξαν
2. Πάθος που δε βολεύεται, δε μελετά την παράδοση του φωτός στο σκότος, δεν εκπίπτει.
3. Πάθος που καταστρέφει καθετί προκειμένου να υπηρετήσει την τέχνη. Αυτό το πάθος περιγράφει η αυτόπτης μάρτυς Αννα Γρηγορίεβνα Ντοστογέφσκι: «Μια μέρα, μόλις έφτασα στο σπίτι του, πρόσεξα πως το ένα από τα κινέζικα βάζα που του είχαν χαρίσει οι φίλοι του της Σιβηρίας είχε εξαφανιστεί. Ρώτησα: "Δεν πιστεύω να το σπάσατε;" "Οχι μου αποκρίθηκε, το έβαλα ενέχυρο. Είχα απόλυτη ανάγκη από είκοσι πέντε ρούβλια και αναγκάστηκα να το ενεχυριάσω". Τρεις μέρες αργότερα ήρθε η σειρά του δεύτερου βάζου. Μια άλλη φορά, ύστερα από τη δουλιά μου, όπως περνούσα από την τραπεζαρία, είδα στο τραπέζι ένα ξύλινο κουτάλι και είπα γελώντας στον Φιόντορ Μιχαήλοβιτς [Ντοστογιέφσκι], που με συνόδευε: "Τώρα ξέρω πως σήμερα θα φάτε πλιγούρι από μαυρόσταρο". "Τι σας κάνει να το υποθέσετε;" ρώτησε. "Είδα το κουτάλι. Ξέρετε, βέβαια, πως το μαυρόσταρο, όπως λένε, είναι το καλύτερο όταν το τρώνε με ξύλινο κουτάλι". "Ε, λοιπόν, κάνετε λάθος! Χρειαζόμουν λεφτά κι έβαλα τ' ασημικά μου ενέχυρο. Ομως για μια παράταιρη ντουζίνα δίνουν πολύ λίγα κι έτσι αναγκάστηκα να στερηθώ και το δικό μου κουτάλι".
Πρέπει να πω πως αυτές τις οικονομικές δυσχέρειες ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς τις δεχόταν με μεγάλη αδιαφορία».
4. Πάθος σαν του Βασίλη Τσιτσάνη για τη γυναίκα: «Δε ρώτησες τόσο καιρό για μένα/ πώς πέρασα, τρελή, στην ξενητιά./ Σ' αγάπησα, δυστύχησα για σένα/ και σέρνομαι, κακούργα, μακριά./ Τα βάσανά μου μ' έριξαν στα ξένα/ και μ' έχουν στη ζωή κατάδικο./ Αχάριστη, δεν πόνεσες για μένα/ κι αυτό το βρίσκω να 'ναι άδικο./ Μου είπανε πως ζεις ευτυχισμένη,/ θεότρελη, στα πλούτη κολυμπάς./ Μα μια κατάρα πάντα θα σε δέρνει/ του προδομένου ο πόνος της καρδιάς».
5. Η αποτύπωση ενός παθιασμένου ανθρώπου στα χαρακτηριστικά του Γεωργίου Καραϊσκάκη: «Σώμα ισχνόν, χρώμα υπομέλαν, μέτωπον πλατύ, ευρεία εστία σκέψεως, οφρείς πυκνοί και πλήρεις μεριμνών, ελαιόμαυροι και μικροί οφθαλμοί αλλ' αστράπτοντες, αιθέριόν τι πνεύμα υποφουσκώνουν τους μυκτήρας του και διακεχυμένον εις όλον το πρόσωπον αυτού ως η διεσπαρμένη λαμπηδών εις τα μάρμαρα της Πάρου και της Πεντέλης, κόμη ως χαίτη λέοντος...».
6. Το θανατηφόρο πάθος του Χριστού: «Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι περιάγετε την θάλασσαν και την ξηράν, ποιήσαι ένα προσήλυτον και, όταν γένηται, ποιείτε αυτόν υιόν γεέννης διπλότερον υμών. Ουαί υμίν, οδηγοί τυφλοί, οι λέγοντες. ος αν ομόση εν τω ναώ, ουδέν έστιν, ος αν ομόση εν τω χρυσώ του ναού, οφείλει. Μωροί και τυφλοί! Τις γαρ μείζων εστίν, ο χρυσός ή ο ναός ο αγιάζων τον χρυσόν; [...] Οδηγοί τυφλοί, οι διυλίζοντες τον κώνωπα, την δε κάμηλον καταπίνοντες. [...] Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οίτινες έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι, έσωθεν δε γέμουσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας. Ούτω και υμίν, έξωθεν φαίνεσθε τοις ανθρώποις δίκαιοι, έσωθεν δε μεστοί έστε υποκρίσεως και ανομίας».