Ωστόσο, τα στοιχεία της Eurostat θεωρούνται εξαιρετικά αμφισβητήσιμα, αφού είναι βέβαιο ότι παρουσιάζουν ένα μικρό μόνο μέρος της πραγματικότητας. Οι κύριοι λόγοι αυτής της πλασματικότητας είναι: Ο διαφορετικός τρόπος μέτρησης της ανεργίας στα κράτη - μέλη. Η διαγραφή των μακροχρόνια ανέργων από τους πίνακες των κρατικών υπηρεσιών. Η απουσία των νέων που αναζητούν εργασία για πρώτη φορά. Η διαγραφή από τους καταλόγους των ανέργων που έχασαν το δικαίωμα της επιδότησης. Τέλος, ένας σημαντικός λόγος που οδηγεί σε πλασματικά αποτελέσματα είναι οι «σύγχρονες» εργασιακές σχέσεις, αφού κάποιος που εργάζεται για πέντε ή έξι ώρες την εβδομάδα θεωρείται απασχολούμενος.
Ομως και τα στοιχεία που δίνονται από τις ίδιες τις κυβερνήσεις των κρατών- μελών δείχνουν μια σημαντική αύξηση της ανεργίας, το ποσοστό της οποίας επηρεάζεται και από τις χιλιάδες απολύσεις που ανακοινώθηκαν το τελευταίο διάστημα.
Για τέταρτο κατά σειρά μήνα αυξήθηκε η ανεργία στη Γερμανία, το μήνα Απρίλη, με αποτέλεσμα ο αριθμός των ευρισκομένων εκτός αγοράς εργασίας να φθάσει εκ νέου τα 3,868 εκατομμύρια άτομα. Η άνοδος αποδίδεται στην επιβράδυνση του ρυθμού της διεθνούς οικονομικής αναπτύξεως.
Η ανοδική πορεία της ανεργίας έδωσε την ευκαιρία στον πρόεδρο της Μπούντεσμπανκ Ερνστ Βέλτεκε να απευθύνει έκκληση στη γερμανική κυβέρνηση για «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», κρίνοντας ότι οι πρόσφατες εξελίξεις σε διαφόρους τομείς της οικονομίας δεν είναι ελπιδοφόρες.
Σύμφωνα με στοιχεία, τα οποία έδωσε προχτές στη δημοσιότητα το Ομοσπονδιακό Γραφείο Εργασίας στη Νυρεμβέργη ο αριθμός των ανέργων ύστερα από εποχική προσαρμογή αυξήθηκε το μήνα Απρίλη κατά 6.000 άτομα σε σχέση με τον αμέσως προηγούμενο μήνα. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Μπούντεσμπανκ, χωρίς την εποχική προσαρμογή, το ποσοστό της ανεργίας σε παγγερμανικό επίπεδο, το μήνα Απρίλη διαμορφώνεται στο 9,5%, ενώ στα στοιχεία της Eurostat αναφέρεται για το Μάρτη 7,7%. Η δημοσίευση των στατιστικών στοιχείων αναφορικά με την πορεία της ανεργίας συμπίπτει με την προχτεσινή ανακοίνωση παρεμφερών στοιχείων, σύμφωνα με τα οποία οι παραγγελίες προς τη μεταποιητική βιομηχανία το μήνα Μάρτη σημείωσαν τη μεγαλύτερη πτώση κατά τα τελευταία 10 χρόνια.