Νικηφόρος Βρεττάκος και Πάνος Θασίτης: Δύο ματιές της αριστερής κριτικής πάνω στο έργο, όπως δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά «Επιθεώρηση Τέχνης» και «Κριτική»
Θετική προσέγγιση για το μείζον έργο του Οδυσσέα Ελύτη, «Το άξιον εστί» - να θυμίσουμε ότι ο ποιητής είχε επιλέξει να πρωτοδημοσιεύσει αποσπάσματα από το ακόμη αγίνωτο δημιούργημά του στην «Επιθεώρηση Τέχνης» - προήλθε από δύο ποιητές και κριτικούς λογοτεχνίας, οι οποίοι είχαν πιει καθαρό νερό από την πηγή των λαϊκών αγώνων.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991), από τους πρώτους γραφιάδες που έβαλαν σώμα και μυαλό στο παλλαϊκό αίτημα του ΕΑΜ. Ο μετέπειτα βίος του παραμένει σταθερά προσανατολισμένος στη λογοτεχνία που αφομοιώνει την κληρονομιά των κατακτημένων μορφών της λαϊκής παράδοσης και την μεταγγίζει στους νέους καιρούς, με όρους ανακαίνισης του νοήματος.
Περί τη μία δεκαετία και κάτι νεότερος, ο Πάνος Θασίτης (1923-2008) παίρνει μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως αρχισυντάκτης του έντυπου της ΕΠΟΝ Μακεδονίας - Θράκης «Λεύτερα Νιάτα» (1943-'44) και ως μέλος της εκδοτικής ομάδας και συντάκτης του προοδευτικού φοιτητικού περιοδικού Θεσσαλονίκης «Ξεκίνημα» (1944).
Από το 1947 έως το 1950 εξορίζεται στον Αη Στράτη και στη Μακρόνησο. Συστηματικά δημοσιεύει κριτικές, με το ψευδώνυμο Βασίλης Νησιώτης, στα περιοδικά της Θεσσαλονίκης «Νέα Πορεία» (1956-1962) και «Κριτική» (1959-1961).
Ο 49χρονος Νικηφόρος Βρεττάκος υποδέχεται το βραβευμένο έργο στη στήλη του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» (αρ. 73-74, Γενάρης-Φλεβάρης 1961), «Η ΚΡΙΤΙΚΗ». Κι από κάτω με πλάγια, χωρίς τίτλο που να προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη, οι δείκτες: «Το βιβλίο. Κρίνονται τα Α΄ Κρατικά Βραβεία».
«(...) Μερικοί στίχοι εδώ κι' εκεί, έχουν έναν εξομολογητικόν τόνο που είναι και προσωπικός. (...) Οι "νέοι Αλεξανδρείς" τον εχλεύασαν κατά πρόσωπο. Εμεινε "ο πικρός και ο μόνος" (...). "Τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα". Είπα πως ο τόνος αυτός είναι προσωπικός γιατί ο ποιητής δεν έχει την πρόθεση να εκφράσει τον εαυτό του με το "Αξιον Εστί". Ο ποιητής Ελύτης ενσαρκώνει τον χώρο του, και ο χώρος του τον ποιητή Ελύτη. Μέσα στην έκφρασή του ταυτίζονται ο χώρος, ο Ελληνικός χώρος, - "αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας" - ο ποιητής Ελύτης και ο άνθρωπος Ελύτης. (...) Ζει το δράμα, την ανάταση και την πολεμική του χώρου του. Είναι ο σπόρος από τα έγκατά του και ψυχή από την ψυχή του. Η μοίρα του τόπου είναι μοίρα του ποιητή κι' η μοίρα του ποιητή είναι και μοίρα του τόπου του.
Ο τρόπος, με τον οποίο διαβάζει τα Αναγνώσματα, είναι πρωτότυπος κι οξυδερκής:
«Κείμενα περιεχτικά, που τονίζουν καίρια σημεία ικανά να δημιουργήσουν τη χρειαζούμενη ατμόσφαιρα χωρίς να κλείνουν κανενός είδους φιλολογική υπερβολή, την υπερβολή που χρησιμοποιεί συνήθως ο υπερβάλλων πατριωτικός ζήλος, ο κατά βάση ψεύτικος και πολύ πραχτικά υπολογιστικός. Τα κείμενα του Ελύτη δεν ξεφεύγουν από την ορθολογιστική που επιβάλλουν τα ίδια τα πράγματα. Ο πόλεμος κατά βάση είναι κακός. Οι άνθρωποι, από την πλευρά του καλού, υποχρεωμένοι να πολεμήσουν, τον δέχονται σαν μια κακή μοίρα, που αν δεν την πολεμήσουν με τα ίδια τα όπλα, θα τους εξαφανίσει. Κ' η πλευρά αυτή του καλού που δοκιμάζεται, δεν αποτελεί ένα σύνολο από αγγέλους».
Η εισαγωγή απηχεί τη δυσαρέσκεια του συντάκτη για το γεγονός ότι δεν υπάρχει σοβαρή κριτική αντιμετώπιση του ποιήματος. Στη συνέχεια αναλύει τα στάδια, από τα οποία πέρασε ο ποιητής, ώστε να αποδώσει το μεγάλο υπολογισμένο συνθετικό αποτέλεσμα. Το πρώτο χαρακτηριστικό που του προσδίδει είναι ο εθνικός χαρακτήρας του. Ωστόσο, το μοτίβο που κυριαρχεί είναι αυτό της μεταμόρφωσης, το πώς δηλαδή τα εξωτερικά φυσικά στοιχεία συγκροτούν μία ποίηση ηθική.
Ας σταθούμε στον κανόνα του, με τον οποίο προσεγγίζει τις βασικές θεμελιακές σταθερές αυτού του δημιουργικού ανέμου, που παίρνει και σηκώνει όλο το παρελθόν, για να το γειώσει στο δύστηνο παρελθόν και να το ξαποστείλει ως σήμα φωτός προς το μέλλον:
«(...) Από την αρχαία ελληνική παράδοση, κρατεί μόνον έναν διάφανο και συγχρόνως σιβυλλικό διονυσιασμό, που περιρρέει απόκρυφα όλο το έργο και αποτελεί ένα θεμελιακό στοιχείο της ποιητικής του (...) Συγκεκριμένες αναφορές, προς την απώτερη τούτη παράδοσή μας, δεν υπάρχουν μέσα στο "Αξιον Εστί". (...) Η χριστιανική ορθόδοξη παράδοση έχει σημαντικό μερίδιο σ' ό,τι αφορά το γραφικό και ανάλαφρο στοιχείο της. Δεν υπάρχει εδώ κανένας θρησκευτικός μυστικισμός, εκτός από την ευφρόσυνη ενάλια μυστική χάρη μιάς Παναγιάς νησιώτισσας, αναπόσπαστα δεμένης με τον ελληνικό φυσικό περίγυρο. Μέσω μιάς υψηλής αφαιρετικής δύναμης, αποστάζεται όλη η λειτουργική θέρμη, η ευπροσήγορη και τερπνή θρησκευτικότητα ενός Παπαδιαμάντη, όπως την εννοεί η απλή πίστη του φτωχού νεοέλληνα, κι ακόμη η απλοϊκή δεισιδαιμονία του, γεμάτη μυστικούς θρύλους μιας οικείας φύσης».
«Η κατοχή συγκεντρώνει (...) άμεσα την προσοχή του ποιητή, που την καταξιώνει πνευματικά από την ίδια (...) σκοπιά, την σκοπιά των απλών αγωνιστών της αντίστασης, της θρυλικής μάζας των συνοικιών. Τους ακολουθεί στη μεγάλη και συμβολική διαδήλωση μιας κατοχικής 25ης Μαρτίου - η "Μεγάλη Εξοδος" - τους παραστέκει στα "μπλόκα", παραδίδει το μασκοφόρο κατοχικό Εφιάλτη στη λησμονιά της καταισχύνης - "Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες"».
ΥΓ. Καλή χρονιά, με μια σοβιετική ευχετήρια κάρτα του 1965, στην οποία διαβάζουμε - τι άλλο; - «Ευτυχισμένο το Νέο Ετος!».