ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 29 Απρίλη 2000 - Κυριακή 30 Απρίλη 2000
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Μεγάλο το «τίμημα» μείωσης των ελλειμμάτων και του χρέους

Από τις δημοσιονομικές εξελίξεις στην ΕΕ των «15», στην περίοδο 1993-1999,  προκύπτει ότι η Ελλάδα παρουσίασε αξιόλογες επιδόσεις στη λιτότητα, αφού κατάφερε και να μειώσει δραστικά τις κρατικές δαπάνες και να αυξήσει σημαντικά τα φορολογικά έσοδα

Τη μεγάλη «έφοδο» στα λαϊκά εισοδήματα των εργαζόμενων νοικοκυριών των 15 χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης - μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής - την τελευταία δεκαετία, καταγράφει με αναλυτικά στοιχεία και σχολιάζει με διπλωματικό τρόπο το τελευταίο Οικονομικό Δελτίο (τεύχος 33, Γενάρης - Φλεβάρης 2000) που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα. Το βασικό συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγουν οι συντάκτες του δελτίου, είναι πως «κατά τη δεκαετία του 1990, και ιδιαίτερα την περίοδο από το 1993 μέχρι το 2000, σημειώθηκαν και σημειώνονται σε επίπεδα Ευρωπαϊκής Ενωσης ενδιαφέρουσες δημοσιονομικές εξελίξεις», οι οποίες είναι «απόρροια των αντίστοιχων πολιτικών των επιμέρους κρατών - μελών στο πλαίσιο της προσπάθειας για την ονομαστική σύγκλιση στο περιβάλλον της ΟΝΕ».

Κυρίαρχο στοιχείο των δημοσιονομικών εξελίξεων στις 15 χώρες - μέλη της ΕΕ και κάθε μια χώρα χωριστά (άρα και στην Ελλάδα), ήταν η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων με την αύξηση των κρατικών (κυρίως φορολογικών) εσόδων και την περικοπή των κρατικών δαπανών. Από τα ίδια στοιχεία, η Ελλάδα φαίνεται να έχει σημειώσει αξιόλογες επιδόσεις τόσο στην αύξηση των φορολογικών εσόδων (με την εντατικοποίηση της φορολογικής ληστείας στα λαϊκά εισοδήματα) όσο και με το σφαγιασμό των κρατικών (κυρίως κοινωνικού χαρακτήρα) δαπανών και τις ιδιωτικοποιήσεις κερδοφόρων κρατικών επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία και επισημάνσεις των συντακτών του Οικονομικού Δελτίου της Εμπορικής, η προσπάθεια για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε όλη την ΕΕ ήταν «επιτυχής». Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «η δημοσιονομική βελτίωση επετεύχθη πρώτιστα στο πεδίο συρρίκνωσης των δαπανών, δεδομένου ότι τα έσοδα παρέμειναν στα ίδια επίπεδα».

Αν «οι καθαρές δανειακές ανάγκες διαμορφώθηκαν από 6,2% του ΑΕΠ το 1993 σε 1,5% το 1999», αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, κατά μέσο όρο, στις 15 χώρες - μέλη της ΕΕ:

  • Οι δαπάνες μειώθηκαν από 52,9% του ΑΕΠ το 1993 σε 47,8% το 1999, με προοπτική μείωσης στο 47,2% το 2000.
  • Τα έσοδα μειώθηκαν ανεπαίσθητα, από 46,7% του ΑΕΠ το 1993 σε 46,4% 1999 και η προοπτική είναι να διαμορφωθούν φέτος στο 46%.
  • Οι καθαρές δανειακές ανάγκες του δημοσίου, σαν ποσοστό του ΑΕΠ, μειώθηκαν πάνω από 5 ποσοστιαίες μονάδες (από 6,2% το 1993 σε 1,5% πέρσι και πρόπερσι και με προοπτική να περιοριστούν φέτος στο 1,3%).
  • Το δημόσιο χρέος περιορίστηκε από 66,2% του ΑΕΠ που ήταν 1993 σε 65,4% το 1999.

Η διαχρονική πορεία των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, στην ΕΕ των «15» και κάθε χώρα - μέλος χωριστά, φαίνεται στο σχετικό πίνακα που δημοσιεύουμε σήμερα. Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τα στοιχεία που παρατίθενται στο Οικονομικό Δελτίο της Εμπορικής Τράπεζας, καθώς και τα επιμέρους σχόλια - επισημάνσεις των συντακτών, θα διαπιστώσει ότι οι παραπάνω «ενδιαφέρουσες» δημοσιονομικές εξελίξεις στις 15 χώρες - μέλη της ΕΕ συντελέστηκαν κυρίως - αν όχι αποκλειστικά - με το ξήλωμα του λεγόμενου κράτους πρόνοιας, που επιβλήθηκε μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ενωση και τις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Στην ουσία δηλαδή η αξιόλογη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων στις 15 χώρες - μέλη της ΕΕ οφείλεται στη δραστική μείωση των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, την εκποίηση κρατικών και άλλων υπό δημόσιο έλεγχο επιχειρήσεων και γενικότερα των μέτρων και πολιτικών για «λιγότερο κράτος», που αποφάσισε η υπερκυβέρνηση των Βρυξελλών και εφάρμοσε η κάθε μια από τις κυβερνήσεις των 15 χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Η περίπτωση της Ελλάδας

Ιδιαίτερα «επιμελείς» στην εφαρμογή των μέτρων και πολιτικών για την επιβολή του «λιγότερου κράτους», που αποφάσισε το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, αποδείχτηκαν οι ελληνικές κυβερνήσεις και για να ακριβολογούμε η ΝΔ και και το ΠΑΣΟΚ, που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία από το 1990 μέχρι σήμερα. Τα επίσημα στοιχεία μας πληροφορούν ότι η Ελλάδα ανήκει στον κατάλογο των λίγων χωρών - μελών της ΕΕ που περιόρισε τα δημοσιονομικά της ελλείμματα όχι μόνο με το σφαγιασμό των κρατικών δαπανών (κοινωνικού χαρακτήρα), αλλά και με τη γενναία αύξηση των εσόδων. Για την ακρίβεια, η εκπλήρωση του κριτηρίου της Συνθήκης του Μάαστριχτ για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων στην Ελλάδα, «αποδίδεται κατά τα 2/3 στην περικοπή των δαπανών και κατά 1/3 στην αύξηση των εσόδων», αναφέρεται στο δελτίο της Εμπορικής.

Σύμφωνα με τα στοιχεία προκύπτει ότι στην Ελλάδα:

  • Τα έσοδα, σαν ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν από 35,9% το 1993 σε 39,3% το 1999.
  • Οι δαπάνες, σαν ποσοστό του ΑΕΠ, μειώθηκαν πέρσι στο 40,8% από 49,6% του ΑΕΠ που ήταν το 1993.
  • Οι καθαρές δανειακές ανάγκες του δημοσίου περιορίστηκαν κατά 12 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Από 13,8% του ΑΕΠ που ήταν το 1993 μειώθηκαν πέρσι στο 1,5%.
  • Το δημόσιο χρέος μειώθηκε - σαν ποσοστό του ΑΕΠ - από 111,8% το 1993 σε 104,9% πέρσι. Παρά τη μείωσή του, σαν ποσοστό του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει πολύ πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ των «15» (περίπου 40 μονάδες), με συνέπεια η χώρα μας να διατηρεί σταθερά την 3η θέση (μετά την Ιταλία και το Βέλγιο) μεταξύ των 15 χωρών - μελών της ΕΕ.

Οι συντάκτες του Οικονομικού Δελτίου της Εμπορικής, εκτιμούν ότι «η χρήση του ΕΥΡΩ θα συντελέσει στη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους». Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι κατά ένα μέρος η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων της Ελλάδας, που επιτεύχθηκε στα τελευταία χρόνια, είναι τεχνητή και οφείλεται στην «αναδιάρθρωση του συνολικού χρέους». Συστατικό στοιχείο της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους είναι η καθοριστική αύξηση της σημασίας των ομολόγων σε βάρος των εντόκων γραμματίων. Με δεδομένο ότι τα έντοκα γραμμάτια είναι διάρκειας μέχρι 12 μήνες, ενώ τα ομόλογα είναι διάρκειας από 2 μέχρι 10 ή 15 χρόνια, αυτό σημαίνει ότι με την επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης του χρέους κατά μερικά χρόνια περιορίζονται σημαντικά οι δαπάνες που πλήρωνε κάθε χρόνο το ελληνικό δημόσιο για τόκους του δημόσιου χρέους. Αυτό το επισημαίνουν και οι συντάκτες του Δελτίου της Εμπορικής, υπογραμμίζοντας πως «η αναδιάρθρωση του χρέους μέσω της υποκατάστασης των βραχυπρόθεσμων εντόκων γραμματίων με μεσο-μακροπρόθεσμα ομόλογα έπαιξε κατά τα τρία τελευταία χρόνια (σ.σ. 1996-1999) έναν αξιόλογο ρόλο στη μείωση των δαπανών για τόκους σε σχέση με το ΑΕΠ».

Με απλά λόγια, δηλαδή, η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, για την οποία τόσο πολύ περηφανεύεται η κυβέρνηση Σημίτη, δεν είναι και τόσο σημαντική, αν παρθεί υπόψη το γεγονός ότι το τίμημα από την παράταση του χρόνου εξόφλησης του δημόσιου χρέους σημαίνει ότι υποθηκεύεται το μέλλον των παιδιών μας. Επίσης, ευκαιριακή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η μείωση του δημόσιου χρέους, αν παρθεί υπόψη ότι σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στη μερική ή ολική εκποίηση μιας σειράς κερδοφόρων δημόσιων επιχειρήσεων (ΟΤΕ, ΕΛ-ΔΑ, ΕΥΔΑΠ κλπ.), που έδιναν τη δυνατότητα στις εκάστοτε κυβερνήσεις να ασκούν κοινωνική πολιτική (μειωμένα τιμολόγια σε μεγάλες κοινωνικές ομάδες), αλλά και τιμολογιακή ή αναπτυξιακή πολιτική.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ