ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 29 Απρίλη 2000 - Κυριακή 30 Απρίλη 2000
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
Κυβερνητικές «διαπραγματεύσεις» για την υποταγή

Ανευ ουσιαστικού περιεχομένου για τους εργαζόμενους της χώρας η αναπτυσσόμενη φιλολογία περί «πιέσεων» από τις Βρυξέλλες. Δεδομένο το πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής των επόμενων χρόνων

Ολοκληρώνονται τις επόμενες μέρες οι διαδικασίες που έχουν συμφωνήσει οι κυβερνώντες με τα επιτελεία της ΕΕ για την εξέταση της αίτησης που έχει υποβληθεί για ένταξη στην ΟΝΕ. Τη Μ. Πέμπτη τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας εξετάστηκαν από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, το δε τελικό κείμενο της σχετικής έκθεσης θα δημοσιοποιηθεί την ερχόμενη Τετάρτη μαζί με την αντίστοιχη έκθεση της Κομισιόν. Τα χρονοδιαγράμματα αυτά ήταν γνωστά από καιρό. Το... καινούριο των τελευταίων ημερών, ειδικά του δεκαήμερου που προηγήθηκε, είναι ότι στον ελληνικό Τύπο - κύρια τον προσκείμενο στην κυβέρνηση - αυξήθηκαν τα δημοσιεύματα που σημειώνουν πως εντείνονται οι πιέσεις που ασκούνται από τις Βρυξέλλες για την προσαρμογή της οικονομικής πολιτικής της χώρας μας στα δεδομένα που επιθυμεί η ΕΕ. Σ' αυτά τα πλαίσια, μάλιστα, για ορισμένους φαίνεται πως προέκυψε και «ευκαιρία» να δημιουργηθεί μια εικόνα, που γενικό της πνεύμα θα είναι «οι κακοί εκπρόσωποι της ΕΕ πιέζουν και η καλή ελληνική κυβέρνηση αντιστέκεται»...

Πολύ θα το ήθελαν ορισμένοι να είναι τα πράγματα έτσι. Οχι πως από τα διάφορα όργανα της ΕΕ δεν ασκούνται πιέσεις, που μερικές φορές μάλιστα είναι και αφόρητες. Αλλά πάει πολύ, αυτοί που έχουν αναγάγει την «κολιγιά» με τα δυτικοευρωπαϊκά μονοπώλια και την οικονομική ολιγαρχία σε «εθνικό μονόδρομο», να επικαλούνται τις όποιες πιέσεις και κατευθυντήριες οδηγίες των εταίρων τους. Αποτελεί πρόκληση προς όλους εκείνους, τους οποίους μέχρι πριν λίγες μέρες οι κυβερνώντες και οι άλλοι απολογητές της ΕΕ γέμιζαν με τα φούμαρα της ΟΝΕ, να προσπαθούν τώρα να προωθήσουν τα αντιλαϊκά μέτρα που έχουν επεξεργαστεί, με το πρόσχημα ότι αυτό επιτάσσουν οι ισχυροί της Ευρώπης. Και η πρόκληση είναι ακόμα μεγαλύτερη, αν αναλογιστούμε ότι αυτοί οι ίδιοι είναι που προσπαθούν να επιβάλουν το σύγχρονο ραγιαδισμό μέσα από την ιδεολογία της αναγκαιότητας να πηγαίνουμε με... «τα νερά των ισχυρών».

Γνωστό «ψωμοτύρι»

Το κεφάλαιο... «πιέσεις», που φαίνεται να αναθερμένονται τις τελευταίες μέρες, δεν είναι άγνωστο στον ελληνικό λαό. Το είχαν «ψωμοτύρι» οι κυβερνήσεις Παπανδρέου τη δεκαετία του '80. Τότε, που τα αντιΕΟΚικά συνθήματα αντικαταστάθηκαν με τους αστερίσκους και οι εμπνευστές των αντιλαϊκών μέτρων στη χώρα τα προωθούσαν με το περιτύλιγμα των επιταγών του «Διευθυντηρίου των Βρυξελλών». Ενα Διευθυντήριο, η ύπαρξη του οποίου μπορεί να ήταν - και να είναι - γεγονός, η συμμόρφωση όμως και η υποταγή στα κελεύσματά του είναι αποκλειστική απόφαση και επιλογή εκείνων που διαλέγουν να πορευτούν σύμφωνα με αυτά. Μια επιλογή που, σε τελευταία ανάλυση, αδρανοποιεί τελείως και παροπλίζει κάθε αναφορά που θέλει να δικαιολογεί την εδώ εφαρμοζόμενη πολιτική με τις εκ Βρυξελλών προερχόμενες οδηγίες και εντολές.

Η ουσία, βέβαια, δε βρίσκεται στην όποια φιλολογία για «πιέσεις». Η πορεία που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα χρόνια και η επικείμενη ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ «φωτίζουν» με αρκετή επάρκεια τους κατευθυντήριους άξονες της πολιτικής που απαιτείται στα πλαίσια της καπιταλιστικής ενοποίησης στη Δυτική Ευρώπη. Ειδικά στην περίπτωσή μας είναι γνωστά και τα βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής που προτίθενται να επιβάλουν οι κυβερνώντες, ενώ προσδιορισμένα είναι και τα «μέτωπα» που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν. Αλλωστε, δεν πρόκειται για πονήματα της τελευταίας στιγμής ή για «κατασκευάσματα» που προέκυψαν μετά από τις πρόσφατες εκλογές. Είναι σχέδια που έχουν εκπονηθεί από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας (Συνθήκη του Μάαστριχτ, «Λευκή Βίβλος» απόφαση Αμστερνταμ κλπ.) και στα οποία προσαρμόζεται κάθε φορά η ασκούμενη πολιτική.

«Διαπραγμάτευση» και «συμφωνία»

Ενα από τα κυβερνητικά επιχειρήματα για την προκήρυξη των πρόωρων εκλογών τον περασμένο Φλεβάρη ήταν ότι η εκκρεμότητα της κάλπης πρέπει να εκλείψει ενόψει της ένταξης στην ΟΝΕ και μπροστά στο γεγονός ότι « ...η τελική διαπραγμάτευση αρχίζει αρχές Μαΐου», όπως έλεγε ο Κ. Σημίτης. Στο ενδεχόμενο ερώτημα ποια διαπραγμάτευση, την απάντηση την έδινε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, λέγοντας ότι «κεντρικό θέμα της τελικής διαπραγμάτευσης είναι η πολιτική που θα ακολουθήσουμε τα επόμενα χρόνια»! Συμπλήρωνε μάλιστα με έμφαση ότι ο λαός πρέπει να σκεφτεί «ποια πολιτική παράταξη μπορεί να μεγιστοποιήσει τα οφέλη για τη χώρα κατά τη διαπραγμάτευση».

Οι παραπάνω ομολογίες από μόνες τους φανερώνουν πως η κυβέρνηση δε διστάζει μπροστά σε τίποτα. Κάθεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και συνδιαλέγεται με τους «εταίρους» την οικονομική πολιτική που πρόκειται να εφαρμοστεί στη χώρα. Ακόμα και στα λεξικά να ανατρέξει κανείς στο λήμμα «διαπραγμάτευση», θα διαπιστώσει ότι παρουσιάζεται ως «συνεννόηση ανάμεσα σε ενδιαφερόμενους για ορισμένο ζήτημα, με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας», ή «(...) η σύναψη συμφωνίας μετά από συζητήσεις». Εκεί επίσης θα βρει τις συνώνυμες λέξεις που δεν είναι άλλες από το «παζάρεμα» και το «πραγματεύομαι». Βέβαια, ελάχιστη προϋπόθεση για να ξεκινήσει μια διαπραγμάτευση είναι η ύπαρξη διαπραγματεύσιμου αντικειμένου, που, όπως σημειώνουν τα λεξικά, είναι «κάτι που επιδέχεται διαπραγμάτευση, που μπορεί να συζητηθεί».

Κατευθυντήριες αξιώσεις

Το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης, παρά τις προσπάθειες αποπροσανατολισμού των κυβερνώντων, προκύπτει ξεκάθαρα από τα επίσημα κείμενα της ΕΕ και πιο συγκεκριμένα από την πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν για την πορεία της ελληνικής οικονομίας με τις σχετικές παραινέσεις και παρατηρήσεις που υπάρχουν σ' αυτή. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι τα ζητήματα αυτά οι κομμουνιστές τα είχαν αποκαλύψει και πριν από τις εκλογές, μια και πρόκειται για σημαντικά θέματα που αφορούν το σύνολο των εργαζομένων της χώρας. Οπως προκύπτει από τα κείμενα της Κομισιόν, οι αξιώσεις που προβάλλονται και επί των οποίων θα γίνει διαπραγμάτευση και θα επέλθει συμφωνία κυβέρνησης-ΕΕ (είτε με «πιέσεις» είτε χωρίς αυτές) είναι:

  • Μονιμοποίηση της πολιτικής λιτότητας στα εισοδήματα των μισθωτών και συνταξιούχων, με πρόσχημα τη διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα. Σ' αυτή τη λογική θα πρέπει να κινούνται και οι επικείμενες συλλογικές διαπραγματεύσεις για τους βασικούς μισθούς.
  • «Ετοιμότητα για την άσκηση αυστηρότερης δημοσιονομικής πολιτικής», δηλαδή επιβολή μέτρων για την είσπραξη ακόμα περισσότερων φόρων. Με δεδομένο ότι ήδη έχει ανακοινωθεί η απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε μείωση του συντελεστή φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων, γίνεται κατανοητό ότι την αυστηρότερη πολιτική θα την επωμιστούν και πάλι τα μόνιμα υποζύγια του φορολογικού συστήματος.
  • Εξασφάλιση της βιωσιμότητας - όπως το λένε - του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Εδώ η κυβέρνηση δεν έχει ανοίξει ακόμα τα χαρτιά της, αλλά όλες οι μέχρι σήμερα επεξεργασίες και οι δηλώσεις που κατά καιρούς έχουν γίνει «δείχνουν» ότι οι κυβερνώντες ήδη προσανατολίζονται στο λεγόμενο τριφασικό σύστημα, τύπου Χιλής. Το πλέον αντιδραστικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που εκπονήθηκε βάσει των κατευθύνσεων του ΔΝΤ και που αποτελεί μπούσουλα για όλες τις...«αναπτυγμένες χώρες». Ενα τέτοιο σύστημα, πέρα από την επιμήκυνση των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση, την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών και την κατάργηση των ειδικών ρυθμίσεων που υπάρχουν για κάποιους κλάδους, καθιερώνει το θεσμό της ελάχιστης κοινωνικοασφαλιστικής κάλυψης και σύνταξης για τους εργαζόμενους. Αυτό το ελάχιστο, που βεβαίως δεν είναι σε θέση να καλύψει τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης, μπορεί να βελτιώνεται στη βάση της «ανταποδοτικότητας» των εισφορών που έχουν γίνει κατά την περίοδο της εργασίας. Το ποσό αυτό θα μπορεί να αυξάνεται περισσότερο αν ο ενδιαφερόμενος έχει και ιδιωτική ασφάλιση σε κάποια εταιρία. Ετσι, μ' ένα σμπάρο πέφτουν πολλά τρυγόνια. Οι εργαζόμενοι θα κληθούν να εργάζονται περισσότερα χρόνια και άρα να εισπράττουν σύνταξη λιγότερα, οι εργοδότες θα συνεχίζουν να απολαμβάνουν τις συνεχιζόμενες μειώσεις στις ασφαλιστικές τους εισφορές, ενώ ταυτόχρονα θα ξεκινήσει νέα περίοδος κερδοφορίας και άνθησης του κλάδου των ασφαλειών. Αν μάλιστα πάρουμε υπόψη μας τη δομή του συγκεκριμένου κλάδου και τη γρήγορη ανάπτυξη του κλάδου των τραπεζασφαλίσεων, θα διαπιστώσουμε πως ο βασικός κερδισμένος από τέτοιου είδους αλλαγές θα είναι το τραπεζικό κεφάλαιο.
  • Επιτάχυνση των λεγόμενων «μεταρρυθμίσεων», δηλαδή των διαρθρωτικών αλλαγών που θα οδηγήσουν στην πλήρη απελευθέρωση, ...«στην ορθή λειτουργία», όπως το λένε στη γλώσσα των επίσημων κειμένων, «των αγορών εργασίας, αγαθών και κεφαλαίων».

Κι αυτές οι...«μεταρρυθμίσεις» είναι, για τους εργαζόμενους και την οικονομία της χώρας, μια έφοδος προς το παρελθόν. Στα απλά ελληνικά «ορθή λειτουργία» της αγοράς εργασίας σημαίνει κατ' αρχήν θεσμοθέτηση της κατάργησης του 8ωρου, που έτσι κι αλλιώς καταστρατηγείται, κατάργηση της απαγόρευσης των μαζικών απολύσεων, μαζική εισαγωγή και καθιέρωση σε όλους τους κλάδους της οικονομίας των ελαστικών - και σχεδόν πάντα χωρίς ασφάλιση - μορφών απασχόλησης. Αυτό ακριβώς είχε υπόψη του και ο Κ. Σημίτης όταν προεκλογικά έταζε από τα μπαλκόνια «300.000 νέες θέσεις εργασίας», εξηγούσε πως έχει υπόψη του «300.000 νέες ευκαιρίες απασχόλησης», οι οποίες στο κυβερνητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ εμφανίζονται ως «300.000 νέες ευκαιρίες πρόσβασης στην αγορά εργασίας»...

Οι εξελίξεις στις άλλες αγορές είναι περισσότερο γνωστές, αλλά εξίσου επιζήμιες και βλαβερές. Λόγος γίνεται για την εδώ και πολύ καιρό απαίτηση του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου για πλήρη ιδιωτικοποίηση και ξεπούλημα των μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών που εξακολουθούν και ανήκουν στη δημόσια περιουσία και πλήρη «απελευθέρωση» των αγορών στις τηλεπικοινωνίες και την ενέργεια. Στους κλάδους δηλαδή που στις σύγχρονες συνθήκες αναζητούν διέξοδο τοποθέτησης και κερδοφορίας τα συσσωρευμένα κεφάλαια της ολιγαρχίας, στους κλάδους που οικοδομούνταν επί δεκαετίες με τις αποταμιεύσεις και τους πόρους ολόκληρου του λαού.

Μέσα στο επόμενο διάστημα και με καταληκτική ημερομηνία την 19η Ιούνη, η κυβέρνηση θα κάνει τις όποιες διαπραγματεύσεις απαιτούνται για την οριστικοποίηση της ένταξης στην ΟΝΕ. Θα πρόκειται για μια μέρα που ορισμένοι θα πανηγυρίζουν. Αυτοί, μια χούφτα εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου και οι κουστωδίες τους, που εκ των προτέρων γνωρίζουν πως η ίδια η ΟΝΕ και η ένταξη της δικής μας χώρας σ' αυτή είναι μια υπόθεση που τους αφορά προσωπικά. Και για τους υπόλοιπους, τους πολλούς, το σύνολο του ελληνικού λαού, η μέρα αυτή θα αποτελεί έναν σταθμό. Εναν σταθμό όλο αρνητικές συνέπειες και επιπτώσεις, που σε καμιά περίπτωση όμως δεν είναι το τέλος της διαδρομής. Τα σχέδια της οικονομικής ολιγαρχίας, αργά ή γρήγορα, αλλά πάντως μέσα από την οργάνωση και πάλη και με την οικοδόμηση του Λαϊκού Μετώπου, θα ανατραπούν.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ