Μόνιμοι και διαχρονικοί παραμένουν οι στόχοι της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) στον τομέα της Αλιείας. Απ' τη μια, η ενίσχυση του κεφαλαίου - μεταποιητικές βιομηχανίες και εντατικής μορφής θαλασσοκαλλιέργειες - απ' την άλλη, η συρρίκνωση του αλιευτικού στόλου με την εκτόπιση απ' την αλιεία σημαντικού αριθμού ψαράδων.
Η Κοινή Αλιευτική Πολιτική (Κ.Αλ.Π.) πλήττει βάναυσα τον κλάδο της συλλεκτικής αλιείας, αφού:
Τα ορατά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι:
Περιττό να υπογραμμίσουμε ότι οι θαλάσσιες παραχωρήσεις είτε για θαλασσοκαλλιέργειες είτε για θαλάσσια πάρκα που θα λειτουργούν στα πλαίσια του αλιευτικού τουρισμού, απαγορεύουν γενικά τις επαγγελματικές αλιευτικές δραστηριότητες, πράγμα που σημαίνει στέρηση αλιευτικών πεδίων για τους επαγγελματίες ψαράδες. Η συνέχιση της Κ.Αλ.Π. θ' αποδεκατίσει τον κλάδο της συλλεκτικής αλιείας με τεράστιες αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες στις παράκτιες και ιδιαίτερα στις νησιωτικές περιοχές, που εξ αντικειμένου ανήκουν στις μειονεκτικές περιοχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πρόκειται για πολιτική που μεταξύ των άλλων στοχεύει στην αποξένωση των τοπικών κοινωνιών απ' τους αλιευτικούς πόρους και αναπόφευκτα οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση της εκμετάλλευσης αυτών από μεγάλες αλιευτικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν στενή σύνδεση με διεθνή εμπορικά κυκλώματα στα αλιεύματα.
Η Κ.Αλ.Π., απ' τη δεκαετία του '80 λειτούργησε σαν «ιχθυοπαγίδα» για τους ψαράδες. Προωθώντας προγράμματα - δολώματα κατάφερε να εγκλωβίσει μια μερίδα ψαράδων και να τη στρέψει εναντίον άλλων συναδέλφων τους. Οι ευθύνες των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είναι δοσμένες γιατί έχουν συναποφασίσει στην Κ.Αλ.Π. και έχουν δεσμευτεί να την εφαρμόσουν και την εφαρμόζουν.
Ο μόνος παράγοντας αποτροπής της Κ.Αλ.Π. θα μπορούσε να ήταν το συνδικαλιστικό κίνημα των ψαράδων, το οποίο έχει να παρουσιάσει κάτι το αξιόλογο σ' επίπεδο αγώνων. Εάν η Κ.Αλ.Π. έχει προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό, αυτό οφείλεται στο ότι δεν υπήρξε σοβαρή κοινωνική αντίσταση. Ξεσπάσματα ψαράδων, κατά καιρούς, υπήρξαν ενάντια σε προβλήματα που έχουν ως βάση τους αυτήν την πολιτική. Εμοιαζαν όμως με τα μπουρίνια. Οι αγώνες των ψαράδων δεν είχαν ούτε πλάτος, ούτε βάθος.
Περιορίζονται στην περιγραφή του προβλήματος και όχι στα αίτια που το γεννούν. Σήμερα, ενώ σχεδόν το σύνολο των ψαράδων ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης πιστεύει ότι η ΕΕ έχει στόχο την εκδίωξη των περισσότερων ψαράδων, προσβλέπει στην ελπίδα, πλην εκείνων που έχουν πάρει αποφάσεις να εγκαταλείψουν την αλιεία, ότι οι άλλοι θα φύγουν κι αυτός θα μείνει και θα αναπτυχθεί.
Αυτές οι αντιλήψεις οφείλονται στο γεγονός ότι επί χρόνια έχει καλλιεργηθεί η ατομικότητα στον κάθε ψαρά και βλέπει τον συνάδελφό του ως ανταγωνιστή. Επί δεκαετίες, τα αιτήματα των ψαράδων ανάγονται στην κατάργηση και περιθωριοποίηση αλιευτικών δραστηριοτήτων «των άλλων ψαράδων», κατ' αυτούς ανταγωνιστών, που θα συντελέσει εμμέσως στην ικανοποίηση των επαγγελματικών τους προθέσεων.
Σ' ένα συνδικαλιστικό κίνημα εγκλωβισμένο σε συντεχνιακές, τοπικιστικές και προσωπικές φιλοδοξίες ηγετίσκων, είναι αδύνατη η στόχευση των αιτών που αναδεικνύουν τα προβλήματα. Ολοι βλέπουν το δέντρο και κανένας το δάσος. Διαιωνίζεται ο κατακερματισμός και δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία μαζικού αλιευτικού κινήματος.
Η πολιτική εκδίωξης των ψαράδων που είναι εκ των βασικών στόχων της Κ.Αλ.Π., δεν είναι μονόδρομος. Ορθολογική διαχείριση μπορεί να υπάρξει, στο πλαίσιο μιας πολιτικής επίκεντρο της οποίας έχει τους ψαράδες οργανωμένους στους συλλογικούς φορείς και τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς τους. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, προϋποθέτει κίνημα ανατροπής της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής.
Αμεσα καθήκοντα διεκδικήσεων που θα μπορούσαν να συσπειρώσουν τους ψαράδες και να δώσουν προοπτική στους αγώνες τους για ένα καλύτερο μέλλον είναι: