ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Μάη 2000
Σελ. /36
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΜΑΗΣ 1936
Πολύτιμη παρακαταθήκη για την εργατική τάξη

Μάης 1936. Η χώρα ζει ανεπανάληπτες συγκλονιστικές στιγμές αγωνιστικής ανάτασης. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις, που έχουν ξεκινήσει από τον Απρίλη, προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά λαϊκής εξέγερσης που πνίγεται στο αίμα από το Μεταξικό κράτος της βίας και της τρομοκρατίας. Ο αριθμός των νεκρών αδιευκρίνιστος ως σήμερα. Κάποιοι μιλούν για 12, άλλοι για 30, 40...

Ας δούμε την εξέλιξη των γεγονότων.

Από τις αρχές του 1936 ξεσπούν κινητοποιήσεις, αρχικά πιο έντονες είναι αυτές των φοιτητών, αργότερα τη σκυτάλη θα πάρει η εργατική τάξη της χώρας.

Το επίκεντρο είναι η Θεσσαλονίκη. Από το Μάρτη αρχίζουν να κηρύσσονται απεργίες σε διάφορους κλάδους εξαιτίας των άθλιων συνθηκών και όρων εργασίας. Στις 29 του Απρίλη οι καπνεργάτες αποφασίζουν να κατέβουν σε απεργία διαρκείας με αιτήματα καλύτερα μεροκάματα, εφαρμογή του νόμου περί Τόγκας, βελτίωση των παροχών του Ταμείου Ασφαλίσεως Καπνεργατών κ.ά.

Ως την Πρωτομαγιά η απεργία έχει ήδη επεκταθεί στις Σέρρες, το Λαγκαδά, το Βόλο, τη Δράμα, την Ξάνθη, την Καρδίτσα, αλλά και στην Αθήνα. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις στις 7 του Μάη έχουν πλέον αποκτήσει πανελλαδικό χαρακτήρα με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων εργατών.

Η εντολή του Μεταξά είναι σαφής: Να διαλυθούν οι απεργοί με κάθε μέσο και τρόπο. Ετσι, αρχίζουν να σημειώνονται επιθέσεις και σοβαροί τραυματισμοί απεργών.

Στις 8 Μάη χιλιάδες απεργοί πραγματοποιούν συγκέντρωση. Η προσπάθεια της Χωροφυλακής να εμποδίσει την πορεία τους πέφτει στο κενό. Τότε έφιπποι χωροφύλακες επιτίθενται και κάποιοι αρχίζουν να πυροβολούν. Ακολουθούν σφοδρές μάχες στο κέντρο της πόλης. Η παρουσία των δυνάμεων καταστολής όχι μόνο δεν πτοεί τους απεργούς, αλλά τους εξοργίζει και τους πεισμώνει.

Μετά απ' αυτό το χτύπημα η Ενωτική ΓΣΕΕ κηρύσσει για την επομένη, 9 Μάη, 24ωρη απεργία. Η κυβέρνηση Μεταξά επιστρατεύει τους σιδηροδρομικούς, τους τροχιοδρομικούς και τους ηλεκτρολόγους, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπει τη Θεσσαλονίκη σε στρατοκρατούμενη πόλη με χωροφύλακες και στρατιώτες ακροβολισμένους παντού, ακόμα και στα μπαλκόνια των σπιτιών. Οι απεργοί αγνοούν την επιστράτευση και πραγματοποιούν μια μαχητική και μαζικότατη συγκέντρωση. Παράλληλα επεμβαίνουν και απελευθερώνουν τα συλληφθέντα μέλη της απεργιακής επιτροπής των αυτοκινητιστών.

Η συγκέντρωση της 9ης Μάη δέχεται δολοφονική επίθεση από την έφιππη αστυνομία. Αρχίζουν οι συγκρούσεις και πέφτει η διαταγή: «Βαράτε στο ψαχνό». Πρώτος νεκρός ο κομμουνιστής εργάτης Τάσος Τούσης. Οι σύντροφοί του τον τοποθετούν πρόχειρα σε μια πόρτα που ξηλώνουν από κοντινό γιαπί, αποφασισμένοι να τον μεταφέρουν με πορεία ως τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας. Σ' αυτή την πόρτα τον βρίσκει η μάνα του. Η φωτογραφία της να σπαράζει πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της που δημοσιεύεται την επόμενη στο «Ριζοσπάστη» θα συγκλονίσει τον Γιάννη Ρίτσο και θα του εμπνεύσει τον πολυτραγουδισμένο «Επιτάφιο».

Η διαδήλωση παρά την επίθεση όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά πλήθος λαού καταφτάνει για συμπαράσταση και ενώνεται με τους απεργούς. Οσα εργοστάσια δούλευαν σταματούν. Οι καμπάνες χτυπάνε. Το πένθιμο καμπάνισμά τους, σμίγει στον αέρα με το σύνθημα των εργατών «κάτω ο φασισμός» και με τα ουρλιαχτά των χωροφυλάκων «χτυπάτε εν ψυχρώ». Πολλοί στρατιώτες αρνούνται να πυροβολήσουν και περνούν με το μέρος των διαδηλωτών, αγκαλιάζοντάς τους. Οι νεκροί εκείνης της μέρας ανέρχονται σε 9 (κατ' άλλους 12), οι 2 μεγαλύτεροι είναι μόλις 26 χρονών, ενώ εκατοντάδες είναι και οι τραυματίες.

Την ίδια μέρα ο αντιστράτηγος Ν. Ζέππος διατάσσει την απαγόρευση κάθε συγκέντρωσης ακόμα και λίγων προσώπων, ακόμα και σε κλειστό χώρο, καθώς και το κλείσιμο όλων των καταστημάτων. Η απόφαση δεν πτοεί κανένα. Σύσσωμη η εργατική τάξη της πόλης βρίσκεται ακόμα και τη νύχτα στους δρόμους και απαιτεί πλέον τη σύλληψη των αυτουργών των δολοφονιών, γράφοντας μια από τις ηρωικότερες σελίδες στην ιστορία του εργατικού κινήματος της χώρας.

Τους νεκρούς εργάτες θα «συνοδεύσουν» την επόμενη μέρα στο νεκροταφείο 200.000 Θεσσαλονικείς, τη στιγμή που ο πληθυσμός της πόλης δεν ξεπερνούσε τις 360.000. Ανάμεσα στους διαδηλωτές και ο ταγματάρχης Εμμανουήλ Μαρινάκης, που καταθέτει στεφάνι στο μνήμα των νεκρών. Ο ίδιος 40 χρόνια μετά θα υπερασπιστεί την ενέργειά του εκείνη, γράφοντας σε κάποια επιστολή του: «Κάθε στρατιώτης είναι ένας στρατευμένος πολίτης. Κάθε πολίτης ένας αδειούχος στρατιώτης. Οταν ο λαός μαζεύεται για να διαδηλώσει τη δίκαιη απαίτησή του να έχει ελευθερία, εργασία και μόρφωση για τα παιδιά του ο στρατός δεν τον χτυπά, γιατί ο στρατός είναι τα παιδιά του»!

Τη νύχτα καταπλέουν στο λιμάνι αντιτορπιλικά που αποβιβάζουν μεγάλες δυνάμεις στρατού για την «επιβολή της τάξης». Θα ακολουθήσει ένα όργιο διωγμών και συλλήψεων, αρκετοί που θεωρούνται «πρωταίτιοι της εξέγερσης» φυλακίζονται.

Στις 13 του Μάη πραγματοποιείται πανελλαδική πανεργατική απεργία και καταγγέλλονται οι δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση Μεταξά και κάτω από την πίεση και κομμάτων της αντιπολίτευσης και συνδικαλιστικών οργανώσεων δίνει ελπίδες ότι τα αιτήματα θα ικανοποιηθούν... Γρήγορα θα αποδειχθεί ότι άλλα είχε στο μυαλό του.

Στις 4 Αυγούστου ο Μεταξάς καταλύει το «δημοκρατικό» πολίτευμα, κηρύσσει δικτατορία. Οι φυλακές βρίθουν από αγωνιστές, κομμουνιστές και μη, που θα παραδοθούν αργότερα στους Γερμανούς και πολλοί θα εκτελεστούν.


Βάσω ΝΙΕΡΗ


«Ψηλά το λάβαρο το ερυθρό»

Τις λαμπρές σελίδες αγώνα που έγραψε η εργατική τάξη της Καβάλας το Μάη του '36, μας αφηγείται όπως τις έζησε ο Φ. Σισμανίδης

Ο Φώτης Σισμανίδης με το λάβαρο της Εθνικής Αντίστασης
Ο Φώτης Σισμανίδης με το λάβαρο της Εθνικής Αντίστασης
Εκείνο το πρωινό ήταν αλλιώτικο από τα άλλα, πιο φωτεινό, πιο γελαστό. Οι εργάτες και οι εργάτριες ξύπνησαν νωρίς, φόρεσαν τα καλά τους, πήραν τα παιδιά τους από το χέρι και προχώρησαν με σταθερό βήμα προς την πλατεία της Καβάλας, που σήμερα ονομάζεται πλατεία Ελευθερίας. Τα κόκκινα λάβαρα ανεμίζουν ψηλά και ένα τραγούδι περνά από χείλη σε χείλη: «Ολοι με χαρά με γέλια σηκωθείτε, την άγια μέρα μας παιδιά να την καλοδεχτείτε. Σφυρί δρεπάνι το σύνθημά μας και ας αληθεύουνε τα όνειρά μας».

Η πλατεία πολύ γρήγορα ασφυκτιά και ο κόσμος πλημμυρίζει και τους γύρω δρόμους. Ηταν μέρα γιορτής για την εργατική τάξη της πόλης η απεργία την 1η Μάη του 1936. Ομως το δολοφονικό χέρι του κεφαλαίου, η έφιππη αστυνομία χτυπά τη διαδήλωση και η γιορτή βάφεται με αίμα. Δυο νεκροί, ο καπνεργάτης Β. Ψαρόπουλος και ο υποδηματεργάτης Π. Μελαχρινός.

Μόλις 15 χρονών ήταν τότε ο Φώτης Σισμανίδης, όμως δούλευε υποδηματεργάτης και ήταν μέλος του σωματείου και υπεύθυνος να ενημερώνει τους παραγιούς. Ο Φώτης μας αφηγείται τη συγκλονιστική εμπειρία του από τη συμμετοχή στην απεργία της Πρωτομαγιάς του '36 και τις κινητοποιήσεις που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες.

«Ηταν - μας είπε - μια μεγάλη μέρα. Την απεργία κήρυξε το σωματείο των καπνεργατών που αριθμούσε τότε 12.000 εγγεγραμμένα μέλη και ακολούθησαν το σωματείο των υποδηματεργατών και τα υπόλοιπα σωματεία της πόλης. Χιλιάδες εργάτες "συν γυναιξί και τέκνοις" συμμετείχαν στη συγκέντρωση. Η πλατεία δε μας χώραγε και οι συγκεντρωμένοι γέμισαν και τους γύρω δρόμους. Περισσότεροι από 30.000 ήμασταν. Ενα από τα βασικά αιτήματα της απεργίας ήταν "ούτε ένα κιλό ανεπεξέργαστο καπνό να μη φύγει". Οι καπνέμποροι ήθελαν να εξάγουν τον καπνό χωρίς να γίνει επεξεργασία, κάτι που σήμαινε ότι θα έχαναν τη δουλιά τους καπνεργάτες. Δεν το κατάφεραν».

Ο όγκος της συγκέντρωσης ενόχλησε ιδιαίτερα. «Η έφιππη αστυνομία - αφηγείται - μας ορμά για να διαλύσει τη συγκέντρωση. Οι αστυνομικοί χτυπούν τους εργάτες, πυροβολούν. Με τα μπουκάλια από τις γκαζόζες, με πέτρες, με ό,τι αντικείμενο βρίσκουμε μπροστά μας, προσπαθούμε να τους αντιμετωπίσουμε. Ο καπνεργάτης Β. Ψαρόπουλος και ο υποδηματεργάτης Π. Μελαχρινός τραυματίζονται. Μια ομάδα βάζει τους τραυματίες πάνω σε σανίδες που βρήκε σε οικοδομή και τους μεταφέρει στο νοσοκομείο, όμως ήταν ήδη νεκροί».

Η αστυνομία δεν κατάφερε να διαλύσει τη συγκέντρωση. «Οι διαδηλωτές - συνεχίζει - παραμένουν στην πλατεία. Τότε λέγαμε:: "Ψηλά σηκώστε, σύντροφοι, το λάβαρο το ερυθρό, σαν πέσω θύμα φασιστών, με αυτό σκεπάστε με νεκρό". Ο νομάρχης της Καβάλας κάλεσε τότε ένα λόχο στρατό από την Ελευθερούπολη. Οι στρατιώτες ήρθαν και ο λοχαγός έδωσε το σύνθημα να μας επιτεθούν. Ενας λοχίας φωνάζει "δε χτυπάμε τους πατεράδες και τα αδέλφια μας". Και άλλοι στρατιώτες φώναξαν το ίδιο. Σε λίγο εργάτες και στρατιώτες βρεθήκαμε αγκαλιασμένοι. Ηταν μια μεγάλη επιτυχία. Ο λοχαγός πήρε τους στρατιώτες και έφυγε».

Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες μέρες. «Την άλλη μέρα, στις 2 Μάη, με μια μεγάλη συγκέντρωση και πορεία κηδεύσαμε τους δυο συναδέλφους μας που έπεσαν νεκροί. Στη Θεσσαλονίκη συνεχίζονταν οι κινητοποιήσεις. Είχαμε τους "συνδέσμους", άνθρωποι που μετέφεραν τις αποφάσεις των σωματείων της Καβάλας στη Θεσσαλονίκη και μας ενημέρωναν για τις αποφάσεις των εκεί σωματείων. Καθημερινά γνωρίζαμε τι συνέβαινε στη Θεσσαλονίκη και μάθαμε για τους νεκρούς της 9ης Μάη εκεί. Αμέσως πήραμε την απόφαση να προχωρήσουμε σε πάνδημο συλλαλητήριο στην Καβάλα σε ένδειξη διαμαρτυρίας».

Στις 10 Μάη πραγματοποιήθηκε νέα συγκέντρωση στην πλατεία Ελευθερίας. Οπως μας είπε ο Φ. Σισμανίδης «ήταν μια μεγαλειώδης κινητοποίηση, συγκεντρωθήκαμε 30.000 με 40.000 διαδηλωτές. Από την πλατεία Ελευθερίας πορευτήκαμε στον Αγ. Αθανάσιο στην άκρη της πόλης. Είχε μια μεγάλη αλάνα και εκεί έγιναν οι ομιλίες και στη συνέχεια με πορεία κατευθυνθήκαμε προς τα νεκροταφεία, που ήταν 3 χιλιόμετρα μακριά. Ο νομάρχης προκλητικά διέταξε να στηθούν οπλοπολυβόλα ψηλά στο Σούγελο. Οταν η πορεία πέρασε από κει, τα οπλοπολυβόλα πυροβόλησαν στον αέρα για να μας εκφοβίσουν και να διαλυθεί η πορεία. Ομως εμείς συνταχθήκαμε γρήγορα και η πορεία οργανωμένα έφτασε στα νεκροταφεία, όπου καταθέσαμε στεφάνια στη μνήμη των νεκρών εργατών. Είχαμε πάρει απόφαση να δώσουμε ένα κόκκινο μεροκάματο στις οικογένειες των θυμάτων. Εκείνη την εποχή το υψηλότερο μεροκάματο ήταν των καπνεργατών, 106 δραχμές. Μαζέψαμε από κόκκινα μεροκάματα εκατομμύρια και δώσαμε στις οικογένειες».

Ο Φ. Σισμανίδης, 80 χρονών πλέον, πέρασε από εξορίες και φυλακές, όμως είναι ακόμη στις αγωνιστικές επάλξεις και παλεύει μέσα από το σωματείο συνταξιούχων της πόλης. «Τα πράγματα φαίνονται δύσκολα σήμερα, τα σωματεία δεν έχουν τη μαζικότητα που θα έπρεπε. Ομως είμαι αισιόδοξος πως η εργατική τάξη θα συνειδητοποιήσει γρήγορα τη δύναμή της και θα σαλπίσει αντεπίθεση».


Ντ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ