ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Μάη 2000
Σελ. /36
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Οι απασχολούμενοι, οι απασχολήσιμοι και οι άνεργοι

Οδηγίες και υποδείξεις αστών οικονομολόγων και τραπεζιτών, για την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης με την αύξηση του αριθμού των ανέργων, που θα μπορούν να αξιοποιηθούν σαν μοχλός πίεσης για την επέκταση της μερικής απασχόλησης και το «μοίρασμα» της ανεργίας

Το πρόβλημα της ανεργίας, της μη απορρόφησης του συνόλου του δυναμικού που είναι ικανό για εργασία, ήταν και είναι ένα από τα βασικά σημεία κριτικής του καπιταλιστικού συστήματος διεθνώς. Παρά τις πολύμορφες πολιτικές απασχόλησης που κατά καιρούς εφαρμόστηκαν, παρά το γεγονός ότι, κάτω από την πίεση ενός ισχυρού εργατικού κινήματος που αναπτύχθηκε στη μεταπολεμική Ευρώπη, λήφθηκαν μέτρα ανακούφισης των ανέργων, το πρόβλημα συνεχίζει και είναι υπαρκτό. Και αν στο παρελθόν, λόγω του διαφορετικού συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, η κατάσταση ήταν σε κάποιο βαθμό υπό έλεγχο, σήμερα μετά από την 20ετή εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών, η κατάσταση στην αγορά εργασίας είναι εκρηκτική. Οι άνεργοι στην Ευρωπαϊκή Ενωση ξεπερνούν τα 20 εκατομμύρια, παλιές μορφές καπιταλιστικής εκμετάλλευσης εμφανίζονται στο προσκήνιο (μερική απασχόληση, εκμετάλλευση παιδικής εργασίας κλπ.). Ζούμε πλέον στην εποχή του «απασχολήσιμου», ενός δηλαδή τύπου ανθρώπου, χωρίς σταθερή εργασία, ασφάλεια και σύνταξη, τον οποίο, όσο τον χρειάζονται για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, τον κρατούν και όταν δεν τον χρειάζονται τον πετούν. Κάτι δηλαδή σαν τα ξυραφάκια BIC.

Αν είναι απάνθρωπο και εξοργιστικό δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι να καταδικάζονται στην αδράνεια της ανεργίας, επειδή οι οικονομικές δομές του κεφαλαιοκρατικού συστήματος τούς θεωρούν υπεράριθμους, άλλο τόσο εξοργιστικό είναι, οι άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση αυτή, οι εργοδότες δηλαδή και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι, να επικαλούνται το πρόβλημα της ανεργίας σαν πολιορκητικό κριό, για την κατεδάφιση των εργασιακών κατακτήσεων. Τα τελευταία χρόνια, δεν υπάρχει έκθεση διεθνούς οργανισμού (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, ΕΕ), που να μην αναφέρεται στο πρόβλημα της ανεργίας. Με επιτακτικό μάλιστα τρόπο ζητούν από τις εθνικές κυβερνήσεις λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπισή της. Τι μέτρα όμως ζητούν; Την κατάργηση των κατώτατων αποδοχών, με το επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτό θα ενθαρρυνθούν οι επιχειρηματίες να προσλαμβάνουν νέους εργαζόμενους. Με άθλια βέβαια μεροκάματα. Την επέκταση της μερικής απασχόλησης, την απαλλαγή των εργοδοτών από τις ασφαλιστικές εισφορές, την κατάργηση του ορίου των απολύσεων, τη διευθέτηση - προσαρμογή του χρόνου εργασίας στις ανάγκες της επιχείρησης. Ετσι θα πειστούν οι επιχειρηματίες - υποστηρίζουν - να προχωρήσουν σε επενδύσεις, ώστε να αυξηθούν τα εισοδήματα, να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, να λειτουργήσει η μηχανή του συστήματος.

Η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας

Αυθεντικός εκπρόσωπος των απόψεων αυτών παρουσιάζεται η Τράπεζα της Ελλάδας, ο θεματοφύλακας των νεοσυντηρητικών επιλογών στην ελληνική κοινωνία. Η τελευταία έκθεσή της, η οποία παραθέτει και ειδικό κεφάλαιο για την ανεργία, διαπνέεται πλήρως από την αντίληψη, πως για να αντιμετωπιστεί η ανεργία το γιατρικό είναι ένα και μόνο: Η ευελιξία της αγοράς εργασίας. Υπάρχουν όμως και ορισμένες αξιοπρόσεκτες επισημάνσεις και στοιχεία για την ανεργία στην Ελλάδα.

Στο υποκεφάλαιο «Το πρόβλημα της ανεργίας» της έκθεσης αναφέρεται: «Το 1999, σύμφωνα με τις διαθέσιμες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε ελαφρά στο 10,4% - 10,5% (στην Ευρωπαϊκή Ενωση μειώθηκε στο 9,2%), ενώ συνεχίστηκε η άνοδος της απασχόλησης. Ωστόσο, αναλυτικά στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα». Είναι εμφανής εδώ η «μπηχτή» προς το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για έλλειψη παράθεσης στοιχείων. Αναφέρει στη συνέχεια η έκθεση: «Κατά την περίοδο 1994 - 1998, δηλαδή τα πρώτα πέντε έτη εφαρμογής του Προγράμματος Σύγκλισης 1994 -1999, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 8,9% (1994) σε 10,8% (1998), ενώ στην Ευρωπαϊκή Ενωση μειώθηκε από 11,1% σε 9,9%. Στην Ελλάδα, στο διάστημα αυτό η απασχόληση αυξήθηκε βραδύτερα από ό,τι το εργατικό δυναμικό. Πράγματι, μεταξύ 1993 και 1998 η αύξηση του εργατικού δυναμικού κατά 380 χιλιάδες άτομα απορροφήθηκε μόνο κατά τα δύο τρίτα από τη δημιουργία 250 χιλιάδων θέσεων εργασίας, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των ανέργων κατά 130 χιλιάδες άτομα». Αρα το συμπέρασμα που προκύπτει από την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδας είναι ότι η εφαρμογή του προγράμματος «σύγκλισης» είχε αποτέλεσμα την άνοδο της ανεργίας.

Σε άλλο σημείο η έκθεση μάς δίνει δείγμα γραφής της στατιστικής αλχημείας που χρησιμοποιείται στο δυτικό κόσμο για την καταγραφή εννοιών, όπως «απασχόληση», «ανεργία» κλπ. «Οι βασικοί δείκτες - αναφέρει η έκθεση - αναδεικνύουν τα κύρια προβλήματα της αγοράς εργασίας. Πρώτον, το ποσοστό απασχόλησης (δηλαδή το σύνολο των απασχολούμενων ως ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 15 - 64 ετών) αυξήθηκε από 55,9% το 1994 σε 57,2% το 1998, αλλά παραμένει χαμηλότερο ως ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ (61%), το οποίο με τη σειρά του είναι πολύ χαμηλότερο εκείνου των ΗΠΑ ή της Ιαπωνίας (75%). Ωστόσο αν ληφθεί υπόψη με πόσα πλήρως απασχολούμενα άτομα ισοδυναμεί ο συνολικός αριθμός των απασχολούμενων και στη συνέχεια υπολογιστεί εκ νέου το ποσοστό της απασχόλησης τότε - σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής - η απόκλιση της Ελλάδας με τον κοινοτικό μέσο όρο εξαλείφεται. Το γεγονός αυτό συνδέεται με το χαμηλό ποσοστό μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα (6%) και το αντίστοιχο σχετικά υψηλό ποσοστό στην ΕΕ (17,4%)». Με λίγα δηλαδή λόγια οι μερικώς απασχολούμενοι, έστω και αν δουλεύουν 10 - 12 ώρες τη βδομάδα, ή και λιγότερο, θεωρούνται πλέον κανονικοί εργαζόμενοι, έστω και αν δε δικαιούνται ασφάλισης, άδειας, 13ο και 14ο μισθό. Ορίστε το όραμα που το έκανε πράξη ο καπιταλιστικός κόσμος το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα.

Χαιρετίζουν τη «μαύρη» εργασία

Το ανατριχιαστικό όμως με τους ινστρούχτορες της Τράπεζας της Ελλάδας, οι οποίοι λειτουργούν σαν το αυτί και το μάτι της υπερσυντηρητικής Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην Ελλάδα, είναι ότι έφτασαν στο σημείο να πανηγυρίζουν επειδή οι εργοδότες, κατά παράβαση των νόμων, χρησιμοποίησαν στις επιχειρήσεις τους «μαύρη» εργασία καθώς και για το γεγονός ότι τα ωράρια καταπατούνται!

Αναφέρουν συγκεκριμένα: «Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση του βαθμού ευελιξίας της ελληνικής αγοράς εργασίας δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο στις θεσμικές ρυθμίσεις (ορισμένες από τις οποίες παραμένουν περιοριστικές) αλλά και στις πραγματικές συνθήκες. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, πρώτον, η ελληνική οικονομία κατόρθωσε, στην τελευταία δεκαετία, να απορροφήσει εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικούς μετανάστες (παρά την απουσία μέχρι πρόσφατα ικανοποιητικού νομικού πλαισίου), δεύτερον, τα ωράρια εργασίας διακρίνονται στην πράξη από μεγάλη ελαστικότητα (ιδιαίτερα στις πολυάριθμες μικρές επιχειρήσεις) και, τρίτον, οι μισθολογικές διαφορές (η ψαλίδα των αποδοχών) διευρύνονται αργά αλλά σταθερά μετά την κατάργηση της ΑΤΑ και τον εκσυγχρονισμό του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων το 1990». Οι άνθρωποι, με σαδιστική διάθεση, εμφανίζονται πλήρως ικανοποιημένοι για την καταπάτηση από τους εργοδότες κάθε έννοιας εργατικής νομοθεσίας και το θρίαμβο της κεφαλαιοκρατικής αυθαιρεσίας.

Καπιταλισμός και ανεργία

Αλλά, πραγματικά, είναι ειλικρινείς όσοι από τους εκπροσώπους των διεθνών οργανισμών εξαπολύουν πύρινα άρθρα κατά της μάστιγας της ανεργίας και ζητούν εδώ και τώρα λήψη μέτρων για την εξάλειψή της; Φυσικά και δεν είναι ειλικρινείς, τουλάχιστον στο θέμα της εξάλειψής της, γιατί τα μέτρα που προτείνουν απλώς επιδιώκουν την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Το θέμα όμως της ανεργίας είναι τόσο παλιό όσο και ο καπιταλισμός και έχει αναλυθεί εξαντλητικά από τον Μαρξ. Ο τελευταίος αναφέρει ότι η διατήρηση ενός αριθμού ανέργων σε μόνιμη βάση, όχι μόνο δυσάρεστη δεν είναι για τους επιχειρηματίες αλλά και αναγκαία για να αντιμετωπιστούν χωρίς προβλήματα οι συνεχείς διακυμάνσεις της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Στο «Κεφάλαιο» (Προοδευτική παραγωγή ενός σχετικού υπερπληθυσμού ή βιομηχανικού εφεδρικού στρατού) αναφέρει συγκεκριμένα: «Η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση παράγει διαρκώς, και μάλιστα σε σχέση με την έκταση και την έντασή της, ένα σχετικό, δηλαδή για τις μέσες ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου, περίσσιο, επομένως περιττό ή πρόσθετο εργατικό πληθυσμό». Και αλλού: «Σε όλες τις σφαίρες η αύξηση του μεταβλητού μέρους του κεφαλαίου, άρα και του αριθμού των απασχολούμενων εργατών, συνδέεται πάντα με σφοδρές διακυμάνσεις και με τη δημιουργία παροδικού υπερπληθυσμού, αδιάφορο αν η δημιουργία του παίρνει την πιο χτυπητή μορφή της απώθησης των ήδη απασχολούμενων εργατών, ή την περισσότερο αφανή, όχι όμως λιγότερο αποτελεσματική μορφή της δυσχεραιμένης απορρόφησης του πρόσθετου εργατικού πληθυσμού από τα συνηθισμένα αποχετευτικά κανάλια του».

«Ο εργατικός αυτός υπερπληθυσμός - κατά τον Μαρξ - αποτελεί ένα διαθέσιμο βιομηχανικό εφεδρικό στρατό, που ανήκει στο κεφάλαιο τόσο απόλυτα, σαν να τον είχε φτιάξει με δικά του έξοδα». Αναλύοντας τη σχέση διακυμάνσεων του βιομηχανικού κύκλου - βιομηχανικού εφεδρικού στρατού, επισημαίνει ότι «η μάζα του κοινωνικού πλούτου, που με την πρόοδο της συσσώρευσης ξεχειλίζει και μπορεί να μετατραπεί σε πρόσθετο κεφάλαιο, τείνει ξέφρενα προς τους παλιούς κλάδους παραγωγής που η αγορά τους ευρύνεται μονομιάς ή προς νέους κλάδους. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, πρέπει στ' αποφασιστικά σημεία να μπορούν να ρίξουν, ξαφνικά και χωρίς περιορισμό της παραγωγής, σε άλλες σφαίρες, μεγάλες μάζες ανθρώπων. Ο υπερπληθυσμός προσφέρει αυτές τις μάζες. Η χαρακτηριστική πορεία ζωής της σύγχρονης βιομηχανίας, που έχει τη μορφή ενός διακοπτόμενου από μικρότερες διακυμάνσεις δεκάχρονου κύκλου περιόδων μέσης ζωογόνησης, παραγωγής με μεγάλη ένταση, κρίσης και στασιμότητας, στηρίζεται στο διαρκή σχηματισμό του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού, ή του υπερπληθυσμού, στη μικρότερη ή μεγαλύτερη απορρόφησή του και το μεγαλύτερο ή μικρότερο ξανασχηματισμό του».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ