«Αν μου δένανε τα μάτια και με μετέφεραν μέρα μεσημέρι στη γενέτειρά μου τον Κορυδαλλό, δε θα πίστευα στα μάτια μου ότι αυτό που έβλεπα ολόγυρα είναι ο τόπος που πρωτοείδα το φως της ζωής κι όχι ...το Κολωνάκι, το οποίο σήμερα καμιά συνοικία δεν έχει λόγους να το ζηλέψει... ούτε για τα κτίριά του, ούτε για τη μεγάλη ζωή! Εκεί υπάρχει η πλατεία Κολωνακίου με ό,τι αυτό συνεπάγεται, εδώ η πλατεία Ελευθερίας, το ίδιο συμβαίνει κι αλλού, παρόλη τη φτώχεια και την ανέχεια που ομολογουμένως μαστίζει τη χώρα, ένα κομμάτι του πληθυσμού ευημερεί με πόρους που δεν έρχονται στο φως της δημοσιότητας.
Για να ακριβολογούμε, γεννήθηκα δεξιότερα της μεγάλης πλατείας προς τη Νίκαια στο δρόμο που κατεβαίνει από το βουνό και χωρίζει τις αδελφές συνοικίες Νίκαια και Κορυδαλλό, που τότε λέγονταν Κοκκινιά και Κουτσουκάρι, αντίστοιχα. Και η μια και η άλλη συνοικία είχαν το δικό τους Αϊ - Γιώργη κι υπήρξε πρόβλημα σε ποια από τις δύο ενορίες θα ανήκω! Τελικά, με βάπτισαν στο Κουτσουκάρι απέναντι από το κοινοτικό κατάστημα. Οι Αϊ - Γιώργηδες, βέβαια, και του ενός ναού και του άλλου δεν είχαν συμμετοχή στις διαφωνίες των θνητών. Με το δόρυ τους, οι Αγιοι τρυπούν κατακέφαλα το δαίμονα του κακού και της απληστίας υποθέτω, που κατακυριεύει τον κόσμο! Από τη μια μεριά, λοιπόν, του σπιτιού μας η προσφυγούπολη Κοκκινιά στριμωγμένη, στενάχωρα σπίτια και παράγκες, χωρίς ελεύθερους χώρους, σε κάποιες περιπτώσεις με μια τουαλέτα για ολόκληρο τετράγωνο! Ολα δύσκολα για τους πρόσφυγες στην πατρίδα Ελλάδα, που πολλοί δεν τους είδαν με καλό μάτι, γιατί φοβήθηκαν ότι ...θα τους φάνε το ψωμί!
Πράγματι, όλα έχουν αλλάξει στην παλιά μου γειτονιά, άνθρωποι και περιβάλλον, σε σημείο να νιώθεις στον τόπο σου ...μετανάστης. Εψαξα για να βρω το πατρικό σπίτι μετά από κάποια χρόνια που είχα να το επισκεφθώ, αφού δεν υπάρχει κανένας πια, ούτε συγγενείς, ούτε φίλος. Με τέτοιες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί πώς να μη σου έρχονται στο νου τα παλιά; Οι καλοί γείτονες που ήταν πάντα πρόθυμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον συνάνθρωπο κι έναν καλό λόγο.
Η πλατεία Ελευθερίας, που η φήμη της έχει ξεπεράσει τα όρια ακόμη και του Πειραιά, λες και πρόκειται για το Πασαλιμάνι, απέχει καμιά εκατοστή μέτρα από το σπίτι που μεγάλωσα κι ήταν μια απέραντη αλάνα μ' ένα χαντάκι στη μέση και εκεί κυνηγούσαμε ώρες ατέλειωτες το τόπι που στη διάρκεια της Κατοχής ήταν πάνινο.
Λίγο πιο πάνω και προς την Αγία Βαρβάρα, υπήρχαν σπαρτά, ελαιόδεντρα και το βράδυ αρκετές κουκουβάγιες! Υπήρχαν, ακόμα, βουστάσια, κατσικοπρόβατα και αμπέλια. Εκεί που βρίσκονται οι φυλακές κι έχουν κάνει πασίγνωστη τη συνοικία, ήταν όλο θυμάρια κι άλλη χαμηλή βλάστηση. Τα πρώτα κτίρια προπολεμικά ξεχώριζαν όχι μόνο στην περιοχή, αλλά σ' όλο το Λεκανοπέδιο κι είχαν χρησιμοποιηθεί ως "ΑΣΥΛΟΝ ΑΛΗΤΟΠΑΙΔΩΝ", ώσπου με τον καιρό πήραν τη σημερινή τους μορφή. Με το ένα πόδι στον Κορυδαλλό, με το άλλο στην Κοκκινιά, πέρασαν χρόνια και χρόνια. Το ένα μέρος μάς προσέφερε ευρυχωρία, ανοικτούς ορίζοντες, πράσινο και αλησμόνητους χώρους παιχνιδιού, το άλλο ανθρώπινη ζεστασιά, πολιτιστικά σωματεία και κοινωνικές οργανώσεις, καθώς και μουσικές βραδιές, με το μπουζούκι να πρωτοστατεί και να ενθουσιάζει τον εργατόκοσμο.
Στον τόπο του μακελειού, στην πλατεία της Οσίας Ξένης, επιστρέφουμε κάθε χρόνο τον Αύγουστο στην επέτειο της σφαγής, τιμής ένεκεν, σ' εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους τόσο νωρίς για την πατρίδα και για τη λευτεριά εκεί, επιτόπου, και τα καυτερά βόλια διαπερνούσαν και τη δική μας ψυχή, που υπήρξαμε αυτόπτες μάρτυρες αυτού του φοβερού εγκλήματος, την αποφράδα εκείνη ημέρα, 17 Αυγούστου 1944, που είναι αδύνατο να λησμονηθεί. Αχ, Γιώργο, Γιάννη, Μικέ, που καθόμασταν πλάι πλάι...
Πρέπει να πούμε ότι η παρέα μου κι εγώ πιαστήκαμε πριν ακόμα χαράξει έξω από το συνοικισμό στο σημείο που βρίσκονται σήμερα οι φυλακές, πηγαίνοντας, άλλοι για ξύλα στο κοντινό βουνό, άλλοι για μυστική αποστολή στα πλαίσια της Αντίστασης και οδηγηθήκαμε στο λόφο της Δεξαμενής, κατηγορούμενοι ότι κρύβουμε όπλα, για εκτέλεση! -- Πού κρύβετε τα όπλα, ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν οι Γερμανοί με τα φερέφωνά τους, τους εθνοπροδότες, ώσπου ακούστηκε από τον επικεφαλής γκεσταπίτη το παράγγελμα "Αλες καπούτ"!
Σε μεγαλοψυχία να οφείλετο η πράξη αυτή; θα αναρωτηθεί κανείς. Οχι βέβαια, το αποκάλυψε άλλωστε ο ίδιος, βλέποντας ότι οι Γερμανοί χάνουν τον πόλεμο, λέγοντας ότι "σήμερα βρίσκεσθε εσείς σ' αυτήν την κρίσιμη κατάσταση, ίσως κάποτε βρεθώ κι εγώ στη δική σας"... Για καλή τους τύχη, οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις έδειξαν τον πιο καλό τους εαυτό για τους δοσίλογους και, το χειρότερο, για τους αντιστασιακούς!
Αυτά, όπως τα έζησα εκείνη τη μαύρη μέρα».
Η σύγκρουση των εφήβων με το κατεστημένο βρίσκεται στο επίκεντρο του βιβλίου «Τα παιδιά του τελευταίου θρανίου» της Ιφιγένειας Μαστρογιάννη. Η έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στο μουμιοποιημένο εκπαιδευτικό σύστημα και την παλλόμενη ολόγυρα ζωή διατρέχουν το παρόν μυθιστόρημα, που απευθύνεται σε αναγνώστες από δεκατεσσάρων ετών. Κυκλοφορεί από τα «Ελληνικά Γράμματα».
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί αυτές τις μέρες στη διεθνή έκθεση Θεσσαλονίκης από τις εκδόσεις «Λαμπρόπουλος» (πληροφορίες στο τηλ. 210.8544904).