Πάντως από τις δηλώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης Μ. Σταθόπουλου και του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου διαφαίνεται διχογνωμία μεταξύ της Πολιτείας και της Εκκλησίας για τον όρκο, την ταφή των νεκρών και την υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες.
Εξάλλου, δεν μπορεί να είναι άσχετες οι προχτεσινές και χτεσινές δηλώσεις του Μ. Σταθόπουλου με την επίσκεψη που πραγματοποίησε την περασμένη βδομάδα στον πρωθυπουργό Κ. Σημίτη. Εκτιμάται ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει την κάλυψη της κυβέρνησης.
Πολύ περισσότερο που η ίδια η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια πιέζεται έντονα από την Ευρωπαϊκή Ενωση, προκειμένου να εκσυγχρονίσει τους θεσμούς σ' αυτά τα ζητήματα και να εναρμονίσει το θεσμικό της πλαίσιο, με αυτό των χωρών της Ευρώπης.
Χτες ο υπουργός Δικαιοσύνης Μ. Σταθόπουλος επανήλθε στο θέμα και απαντώντας σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων, αλλά εμμέσως και στις θέσεις του αρχιεπισκόπου κ. Χριστόδουλου, είπε ότι οι απόψεις που εξέφρασε δεν είναι προσωπικές, αλλά περιέχονται στο Σύνταγμα και στους νόμους του κράτους. «Δεν είπα τίποτα άλλο, διευκρίνισε ο υπουργός, παρά αυτό που απορρέει από το Σύνταγμά μας, το οποίο αναγνωρίζει και προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία και τη θρησκευτική συνείδηση του καθενός».
Προηγούμενα, ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος με έμμεσο, αλλά κομψό τρόπο είχε αποδοκιμάσει τις θέσεις του Μ. Σταθόπουλου. «Σ' αυτόν τον τόπο, είπε ο Χριστόδουλος, υπάρχει ένας παράγοντας, ο οποίος ούτε μπορεί και ούτε πρέπει να αγνοείται. Αυτός είναι ο λαός».
Η απάντηση στον κ. Χριστόδουλο ήταν άμεση από τον υπουργό Δικαιοσύνης. «Συμφωνώ πλήρως με τη δήλωση του αρχιεπισκόπου κ. Χριστόδουλου, είπε ο πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ότι όλοι πρέπει να σεβόμαστε το λαό. Οχι μόνο συμφωνώ, αλλά υπερθεματίζω. Ολοι λαϊκοί και κληρικοί, πολιτικοί και μη πολιτικοί, πρέπει να σεβόμαστε το λαό και να σεβόμαστε τα ανθρώπινα δικαιώματά του, που έχει και ο τελευταίος πολίτης. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τις απαντήσεις που έδωσα στην εφημερίδα το "Εθνο" θα διαπιστώσει ότι αποπνέουν πλήρη σεβασμό προς το λαό μας, αλλά και προς την Εκκλησία».
Ετσι, λοιπόν η «διαφωνία» που ενέσκηψε μεταξύ του υπουργείου Δικαιοσύνης και της Εκκλησίας δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Μάλιστα, ο υπουργός Δικαιοσύνης Μ. Σταθόπουλος φαίνεται διατεθειμένος να αντικρούσει με πειστικά επιχειρήματα τις απόψεις της Εκκλησίας, με στόχο να προχωρήσει η χώρα μας στην εξάλειψη αυτών των αναχρονιστικών θεσμών.
Μάλιστα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, τεκμηριώνοντας τις απόψεις του, είπε ότι αν κάποιος Ελληνας πολίτης για λόγους συνείδησης, δε θα ήθελε να δώσει θρησκευτικό όρκο, μπορεί να το πράξει και κάτι τέτοιο προβλέπεται από τους Κώδικες Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας. «Δεν μπορούμε να του επιβάλουμε τον θρησκευτικό όρκο, είπε, και δε νομίζω ότι σ' αυτό έχει διαφωνία είτε ο αρχιεπίσκοπος είτε η Ιερά Σύνοδος».
Πιο κατηγορηματικός ήταν ο υπουργός Δικαιοσύνης Μ. Σταθόπουλος στο θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, όπου ισχυρίστηκε ότι το ζήτημα αυτό λύθηκε με το νόμο περί προσωπικών δεδομένων.
Στην ουσία ο Μ. Σταθόπουλος έθεσε θέμα μη εφαρμογής νόμου που ψηφίστηκε από τη Βουλή. «Ενημέρωσα την κοινή γνώμη, είπε, σε κάτι που δεν είναι γνωστό ακόμη».
Τέλος, ο υπουργός Δικαιοσύνης δήλωσε ότι δεν άνοιξε κανένα θέμα για ανάληψη νέων νομοθετικών πρωτοβουλιών και έκανε έκκληση στην Εκκλησία για διάλογο. «Σημειώνω ότι όσα είπα ήταν απαντήσεις σε κάποιες ερωτήσεις, σημείωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης και πουθενά δεν ανέφερα τίποτα για ανάγκη νομοθετικών πρωτοβουλιών. Τέτοια θέματα, βεβαίως, δεν μπορεί να αναληφθούν χωρίς συζήτηση με την Εκκλησία - που θέλω πολύ εγώ τον διάλογο με την Εκκλησία - αλλά βεβαίως είναι θέματα και της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού».
Την κάλυψη της κυβέρνησης φαίνεται να έχει ο Μ. Σταθόπουλος, καθώς ο υπουργός Τύπου Δ. Ρέππας συμφώνησε για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. «Η αναγραφή του θρησκεύματος με το νόμο 2472/97, δήλωσε ο υπουργός Τύπου, θεωρείται ένα ευαίσθητο δεδομένο, το οποίο πρέπει να κοινολογείται, μετά από έγκριση, είτε του άμεσα ενδιαφερόμενου είτε της αρμόδιας ανεξάρτητης Αρχής για την προστασία των προσωπικών δεδομένων». Επίσης, και ο Δ. Ρέππας δήλωσε χτες ότι η κυβέρνηση δεν προτίθεται να αλλάξει κάτι σε σχέση με το ισχύον πλαίσιο.
«Ουρά» στο επικίνδυνο παιχνίδι των Αμερικανών στα Βαλκάνια οι Ευρωπαίοι εταίροι, για μια ακόμη φορά, απέτυχαν να αμφισβητήσουν την πρωτοβουλία της Ουάσιγκτον, με την υιοθέτηση «κοινής πολιτικής» για το Γιουγκοσλαβικό. Οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ που «αναζήτησαν» αυτή την κοινή πολιτική στις Αζόρες σε άτυπο συμβούλιό τους, είδαν για μια ακόμη φορά ότι για να αποφασίσουν για κάτι σημαντικό θα πρέπει, πρώτα, να έχει συμφωνήσει και η Ουάσιγκτον.
Ετσι λοιπόν, οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ άκουσαν με έκπληξη τον επίτροπο για την Αμυνα και της Εξωτερικές Υποθέσεις της Κοινότητας Χ. Σολάνα, ο οποίος μόλις είχε μεταβεί για... οδηγίες στην Ουάσιγκτον, να μεταφέρει στις Αζόρες την αμερικανική «γραμμή», σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για το μελλοντικό καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου άμεσα και πάντως, πριν τις εκλογές που έχουν προγραμματιστεί να γίνουν σε αυτή την, τυπικά ακόμη, σερβική επαρχία. Η αμερικανική επιθυμία, όπως τουλάχιστον ερμηνεύτηκε από τους Ευρωπαίους, σηματοδοτεί την έναρξη διαδικασιών για την αλλαγή του «στάτους» στην περιοχή, καθώς οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν μέσα στο κλίμα των συζητήσεων για το μελλοντικό καθεστώς, γεγονός που ασφαλώς θα οξύνει την αντιπαράθεση μεταξύ Αλβανών και Σέρβων και θα υπονομεύσει κάθε πολιτική «ειρηνευτικής συνύπαρξης».
Σύμφωνα με πηγές του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, οι Ευρωπαίοι είναι αναγκασμένοι να ακολουθήσουν τις αμερικανικές κινήσεις, καθώς δεν είναι σε θέση να αναλάβουν την παραμικρή πρωτοβουλία, αν δεν το επιτρέψει η Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι Βρετανοί και οι Ολλανδοί, όπως και πολλές άλλες φορές στο παρελθόν, εμπόδισαν για λογαριασμό των Αμερικανών, την ΕΕ να καταλήξει στην απαραίτητη ομόφωνη απόφαση για την υιοθέτηση μιας κοινής πολιτικής της Κοινότητας στο Γιουγκοσλαβικό.
Βέβαια, οι ευρωατλαντικές διαφωνίες δεν είναι επί της ουσίας, αλλά έχουν να κάνουν είτε με την τακτική που θα ακολουθήσει η διεθνής κοινότητα απέναντι στη Γιουγκοσλαβία, είτε με τους ανταγωνισμούς για επιρροή, ανάμεσα σε κάποιους από τους ισχυρούς Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς. Πέρα από αυτό το σημείο, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί έχουν καταλήξει και διακηρύξει τον κοινό τους στόχο, που δεν είναι άλλος από την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού του Βελιγραδίου με την ανατροπή της νόμιμα εκλεγμένης γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης. Μάλιστα, για την εκπλήρωση αυτού του στόχους - όπως άλλωστε έχει δείξει η παρουσία τους στην περιοχή - δε διστάζουν να μετέρχονται μεθόδων που κινούνται έξω από τα όρια της νομιμότητας.
***
***
***