ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 23 Νοέμβρη 2008
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΡΑΠΕΖΕΣ - ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Μία κρατική τράπεζα κάνει τη διαφορά;

Παράδειγμα καιροσκοπικών ελιγμών και αποπροσανατολισμού των εργαζομένων οι ισχυρισμοί ότι με μία ή με μερικές κρατικές τράπεζες μπορεί να εξασφαλιστεί η λειτουργία τους προς όφελος των εργαζομένων και του τόπου

Γρηγοριάδης Κώστας

Επειδή, με αφορμή την οικονομική κρίση, πολλά λέγονται για το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσουν οι τράπεζες κάτω από δημόσιο έλεγχο, καλό είναι να έχουμε ξεκάθαρο και το εξής: στο βαθμό που στην κοινωνία μας μιλάμε για τράπεζες και χρηματοπιστωτικές εταιρείες, λόγος γίνεται για επιχειρήσεις και όχι για ευαγή ιδρύματα.

Σε πολύ αδρές γραμμές, ο συλλογισμός που διατυπώνεται και ως πρόταση για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, υποστηρίζει ότι σε περίπτωση που μία ή περισσότερες τράπεζες περάσουν κάτω από τον έλεγχο του Δημοσίου, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί στη χώρα ένα διαφορετικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ενα χρηματοπιστωτικό σύστημα που να έχει ενεργό ρόλο και να συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη, η οποία, μάλιστα, θα παίρνει υπόψη τα συμφέροντα και τις ανάγκες των εργαζομένων. Φορείς αυτών των προβληματισμών, με τις αναγκαίες παραλλαγές και αποχρώσεις, είναι το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Τους εκπροσώπους, μάλιστα, του τελευταίου τους έχει συνεπάρει τόσο πολύ η πρότασή τους, που στην αρχική τους πρόταση για επανακρατικοποίηση της Εθνικής Τράπεζας, πρόσθεσαν μετά την Αγροτική και στη συνέχεια συμπεριέλαβαν και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.

Ηταν όλες κρατικές

Το θέμα «κρατικές τράπεζες» δεν είναι σημερινό. Στη χώρα μας, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '90, η μεγάλη πλειοψηφία των τραπεζών ήταν κρατικές. Το ξεχάσαμε; Το Δημόσιο κατείχε το απόλυτα πλειοψηφικό πακέτο σε τράπεζες όπως η Εθνική, η Εμπορική, η Ιονική, η Πειραιώς. Να θυμηθούμε κι άλλες; Στο Δημόσιο ανήκαν και τράπεζες όπως οι Κτηματική, Στεγαστική, ΕΤΒΑ, ΕΤΕΒΑ, Κεντρικής Ελλάδας, Κρήτης, Μακεδονίας - Θράκης, Αθηνών, Αττικής. Με δυο λόγια, το Δημόσιο είχε υπό το δικό του έλεγχο, με την έννοια της κατοχής των μετοχικών πακέτων, το 70% - ίσως και παραπάνω - του τραπεζικού συστήματος συνολικά. Ουσιαστικά, οι μόνες ιδιωτικές τράπεζες που λειτουργούσαν στην Ελλάδα ήταν η Πίστεως (Αλφα Μπανκ), η Εργασίας (ενσωματώθηκε στον όμιλο Λάτση) και κάποιες ξένες τράπεζες που δούλευαν με συγκεκριμένη πελατεία.

Η ύπαρξη μεγάλου δικτύου κρατικών τραπεζών φαινομενικά συνδέεται με τις σημαντικές ανακατατάξεις που είχαν γίνει στους κόλπους της οικονομικής ολιγαρχίας στα μέσα της δεκαετίας του '70. Η πραγματικότητα βρίσκεται πίσω από την ...κρίση εκείνης της εποχής και τις τότε ανάγκες της άρχουσας τάξης, να εξασφαλίσει τα απαραίτητα εργαλεία για να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος συσσώρευσης κεφαλαίου. Είχε προηγηθεί η μεγάλη πετρελαϊκή κρίση, ενώ ακολούθησε η διεθνής οικονομική κρίση του 1973-'74, που έπληξε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο.

Στην αρχή του κύκλου

Στο ξεκίνημα του νέου οικονομικού κύκλου, αποκαλύφθηκαν τα τεράστια οικονομικά ανοίγματα που είχαν μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες (Εμπορική, Ιονική κλπ.) και μερικοί από τους πλέον σημαντικούς βιομηχανικούς ομίλους. Οι λύσεις που υπήρχαν μπροστά στην άρχουσα τάξη ήταν δύο: 'Η να αφεθούν να οδηγηθούν στην πτώχευση όσοι δεν μπορούσαν να επιβιώσουν στο νέο περιβάλλον ή να περάσουν (μονάδες και τράπεζες) στο Δημόσιο, με σκοπό να στηρίξουν τους ανοδικούς ρυθμούς ανάπτυξης της παραγωγής. Ακολουθήθηκε ο δεύτερος δρόμος, αφού το συλλογικό συμφέρον των εκπροσώπων του κεφαλαίου εξυπηρετούνταν έτσι με τον καλύτερο τρόπο. Αλλωστε, όπως αποδείχτηκε και στην πράξη, οι κυρίαρχες ομάδες εκείνης της περιόδου (εμποροβιομηχανικό κεφάλαιο) διευκολύνονταν τα μέγιστα στη διαδικασία συγκέντρωσης του κεφαλαίου τους, μέσα από μεγάλες και άνετες χρηματοδοτήσεις. Χρηματοδοτήσεις που πολύ πιο εύκολα μπορούσαν να εξασφαλίσουν από το ...δυσκίνητο (όπως το χαρακτήρισαν αργότερα) κράτος, αντί από τον υπολογιστή ιδιώτη - τραπεζίτη.

Ολη εκείνη η περίοδος της κυριαρχίας του κρατικού τραπεζικού συστήματος, πολύ πριν ξεκινήσει δηλαδή η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων, είναι απόλυτα ενδεικτική και αποκαλυπτική για το ποιος τελικά μπορεί να κερδίζει, ακόμα και από ένα κρατικό χρηματοπιστωτικό σύστημα όταν στην κοινωνία κυριαρχεί το κεφάλαιο και οι εκπρόσωποί του. Εχει σημασία να σημειώσουμε ότι μιλάμε για μια περίοδο που δεν υπήρχε η λεγόμενη «απελευθέρωση» του τραπεζικού συστήματος και ο τρόπος λειτουργίας των τραπεζών καθοριζόταν με συγκεκριμένες αποφάσεις της κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδας. Η κυβέρνηση καθόριζε τα περισσότερα επιτόκια, η κυβέρνηση αποφάσιζε για τον τρόπο κατανομής των χρηματοδοτήσεων, η κυβέρνηση εξέδιδε αποφάσεις για τους ετήσιους ρυθμούς της πιστωτικής επέκτασης κλπ.

Κριτήριο το κέρδος

Οι τράπεζες, λοιπόν, και εκείνης της εποχής (της σκληρής λιτότητας για τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα), δηλαδή οι κρατικές και ελεγχόμενες από το Δημόσιο τράπεζες που οι διοικήσεις τους διορίζονταν από την κυβέρνηση:

  • Είχαν εξασφαλίσει μια περίοδο απίθανων ρυθμών αύξησης της κερδοφορίας τους. Ιδού μερικά στοιχεία για τα τραπεζικά κέρδη: 1990: καθαρά κέρδη 170 εκατ. ευρώ. 1995: καθαρά κέρδη 530 εκατ. ευρώ. 1998: καθαρά κέρδη 1.028 εκατ. ευρώ.
  • Καθόριζαν και τότε ληστρικούς όρους δανεισμού του Δημοσίου εκβιάζοντας για όλο και υψηλότερα επιτόκια. Το 1992, χρονιά που ο πληθωρισμός «έτρεχε» με 15,9%, οι τραπεζίτες για τα δάνεια που έδιναν στο αφεντικό - Δημόσιο έπαιρναν επιτόκιο 22,5%!
  • Κατάκλεβαν τις αποταμιεύσεις του λαού με επιτόκια που κάποτε ήταν χαμηλότερα και από τον επίσημο πληθωρισμό και άλλοτε τον κάλυπταν τσίμα τσίμα. Ενδεικτικά, το 1990 τα επιτόκια ταμιευτηρίου υπολείπονταν κατά 1,7 μονάδες από τον επίσημο πληθωρισμό, το 1991 κατά 2,2 μονάδες, ενώ την επόμενη χρονιά ήταν μόλις 2 μονάδες πάνω.
  • Αρνούνταν και τότε τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, με το απλό επιχείρημα ότι δε συμφέρουν. Το αποτέλεσμα ήταν η κατακόρυφη μείωση των προγραμμάτων αυτών και τελικά η ουσιαστική κατάργηση των ευνοϊκών όρων με τους οποίους δίνονταν μέχρι τότε τα δάνεια εργατικής κατοικίας.
  • «Προσέφεραν» δικά τους στεγαστικά δάνεια, με επιτόκια που ξεπερνούσαν το 25% και το 26%, ενώ μόλις το 1997 που ο πληθωρισμός ήταν της τάξης του 5,5% τα στεγαστικά δάνεια κυμαίνονταν στο 14% και 15%.
  • Αρνούνταν και τότε τη χορήγηση δανείων σε μικρές επιχειρήσεις και ΕΒΕ, αφού πάγια πολιτική τους ήταν η διατήρηση πελατολογίου υψηλών προσδοκιών, επιδιώκοντας και τότε τη διεύρυνση των σχέσεων με τις μεγάλες, ντόπιες και ξένες, βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις.
  • Αρνούνταν να εφαρμόσουν και προκειμένου να καταγράφουν περισσότερα κέρδη στους ισολογισμούς τους παραβίαζαν συνεχώς τους ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης, που προβλέπονταν από αντίστοιχες κυβερνητικές αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική.
  • Αποτέλεσαν το βασικό εργαλείο για τη δημιουργία των «νέων τζακιών» της επιχειρηματικότητας και ήταν το θερμοκήπιο για την εμφάνιση της νέας χρηματιστικής ολιγαρχίας.

Οι παλαιότεροι είναι βέβαιο ότι θυμούνται, τη δεκαετία του '80, μια σειρά από γραφικές ιστορίες για το «κλέφτες κι αστυνόμους» που παίζονταν ανάμεσα στους αρμόδιους υπουργούς και τους υφιστάμενούς τους διοικητές τραπεζών. Οι τελευταίοι, υποτίθεται πως ξέφευγαν (ως golden boys του καιρού τους) από τις οδηγίες που είχαν δοθεί και έπαιρναν αποφάσεις κόντρα στις αποφάσεις των υπουργών.

Ληστρική πολιτική

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι ακόμα και οι αμιγώς κρατικές τράπεζες, του ενιαίου και από το κράτος ελεγχόμενου χρηματοπιστωτικού συστήματος, από τη στιγμή που λειτουργούν ως τράπεζες με την κλασική έννοια του ρόλου που διαδραματίζει στην οικονομία το τραπεζικό κεφάλαιο, μοναδικός τους στόχος είναι πάντα το κέρδος. Και αφού στόχος τους είναι το κέρδος, στην άλλη όψη του ίδιου νομίσματος βρίσκεται η εκμετάλλευση. Αυτό που οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου ονομάζουν ...αξιοποίηση των δυνατοτήτων και της θέσης που προσφέρεται στην αγορά. Μια αξιοποίηση που ξεκινά και τελειώνει στην καταλήστευση του πλούτου που παράγουν οι εργαζόμενοι στην κοινωνία, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται αυτή η ληστεία. Ληστεία του πλούτου της κοινωνίας είναι τα τοκογλυφικά επιτόκια, είτε αφορούν τον κρατικό δανεισμό είτε τα στεγαστικά και άλλα δάνεια των νοικοκυριών. Ληστεία είναι τα εξευτελιστικά επιτόκια των λαϊκών αποταμιεύσεων. Ληστεία είναι το τζογάρισμα των λαϊκών καταθέσεων στα χρηματιστήρια και στις χρηματαγορές.

Αυτά έκαναν οι τράπεζες στη χώρα μας όταν ήταν κρατικές και υπό κρατικό έλεγχο. Και μη μας διαφεύγει ότι μιλάμε για μια περίοδο που ούτε η «απελευθέρωση» των τραπεζών θεωρούνταν δεδομένη για το κεφάλαιο, αλλά και το εργατικό κίνημα δε βρισκόταν στη σημερινή φάση υποχώρησής του.

Τα παραπάνω μπορεί να φαντάζουν ιστορία, όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι φαινομενικά αδιάφορες λεπτομέρειες είναι ευθεία απάντηση σε όσους προσπαθούν να καλλιεργήσουν αυταπάτες ότι τάχα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι εργαζόμενοι μπορούν να αντιμετωπιστούν με «μία, δύο ή τρεις κρατικές τράπεζες». Γιατί, εν πάση περιπτώσει, αν το τραπεζικό σύστημα δεν μπόρεσε να παίξει φιλολαϊκό ρόλο τότε, με το σύνολο των τραπεζών υπό κρατικό έλεγχο και τον καπιταλισμό να διανύει διαφορετική φάση στην εξέλιξή του, ο καθένας μπορεί να φανταστεί ότι η πρόταση που γίνεται σήμερα, μάλλον αποβλέπει κάπου αλλού.

Διαφορετικά δεδομένα

Τα δεδομένα σήμερα έχουν αλλάξει τόσο που δεν μπορούμε να τα παραβλέπουμε και να τα ξεπερνάμε. Πολύ περισσότερο είναι απαράδεκτο και δημιουργεί εύλογα ερωτήματα να τα αποσιωπούμε. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο - ούτε κύρια - ότι δεν υπάρχουν πλέον κρατικές τράπεζες. Υπάρχει όμως η Συνθήκη του Μάαστριχτ που ομόθυμα ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ προπαγάνδισαν και επέβαλαν στη χώρα και στους εργαζόμενους. Υπάρχει η «απελευθέρωση» του τραπεζικού συστήματος, η «απελευθέρωση» των αγορών, υπάρχουν οι ιδιωτικοποιήσεις. Και μαζί με όλα αυτά έχουν την ΕΕ και την ΟΝΕ, τα Προγράμματα Σταθερότητας και πάει λέγοντας.

Ας θεωρήσουμε ότι με βάση την προβαλλόμενη - και μάλιστα ως αριστερή - πρόταση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ «μία, δύο ή τρεις» τράπεζες, περιέρχονται στην κατοχή του Δημοσίου και μάλιστα σε ποσοστό 100%. Τα ερωτήματα γεννιούνται αυτόματα:

  • Τι πολιτική θα ακολουθήσουν οι τράπεζες αυτές;
  • Τι θα γίνει με τις υπόλοιπες;
  • Ποιος θα καθορίζει τα επιτόκια καταθέσεων;
  • Ποιος θα αποφασίζει για τα επιτόκια χορηγήσεων;
  • Ποιος θα ελέγχει τις αναλογίες της χρηματοδότησης της οικονομίας;

Με βάση τους σημερινούς συσχετισμούς, όλα τα παραπάνω, θα τα καθορίζει η αγορά. Με την ΕΕ, με την ΟΝΕ και το ευρώ, καμιά κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα - από μόνη της - να παίρνει παρόμοιες αποφάσεις και λήψη μέτρων. Παρά ταύτα, ας θεωρήσουμε - μόνον χάριν συνεννόησης - ότι οι τράπεζες αυτές θα λειτουργούν πράγματι παράλληλα με τις υπόλοιπες ιδιωτικές τράπεζες και ότι πράγματι θα «προσφέρουν» όρους συναλλαγής που θα παίρνουν υπόψη τους κάποιες ανάγκες των εργαζομένων. Βέβαια, το πρόβλημα των λαϊκών στρωμάτων, δεν μπορεί να είναι η ύπαρξη κάποιων τραπεζών μέσω των οποίων θα δίνονται φτηνότερα και με λιγότερο ληστρικούς όρους δάνεια, αλλά να μπορούν να ικανοποιούν τις σύγχρονες ανάγκες τους χωρίς να καταφεύγουν στον τραπεζικό δανεισμό, αλλά είπαμε ...χάριν συνεννόησης.

Εμφανίζεται λοιπόν αυτή η τράπεζα και δίνει δάνεια με μία, δύο ή και τρεις, τέσσερις μονάδες κάτω από τις υπόλοιπες. Πού θα βρει, όμως, αυτή η τράπεζα κεφάλαια για να χρηματοδοτεί τα φτηνότερα δάνεια; Από τις καταθέσεις των πελατών της και από τα δάνεια που θα παίρνει από τις άλλες τράπεζες, θα απαντήσουν οι φωστήρες. Αρα, σε κάθε περίπτωση και αυτές οι τράπεζες θα πρέπει να προσελκύσουν καταθέσεις και σε κάθε περίπτωση και αυτές οι τράπεζες θα πρέπει να καταφεύγουν στο διατραπεζικό δανεισμό. Πώς θα αντλούν καταθέσεις; Δίνοντας υψηλότερα επιτόκια. Μία μονάδα; Δύο; Αντε να πούμε και τρεις. Και θα παίρνουν δάνεια απευθυνόμενες σε άλλες τράπεζες και πληρώνοντας σε αυτές κάποιο επιτόκιο.

Θα τις στραγγαλίσουν

Το τι θα συμβεί αν οι «μία, δύο ή τρεις κρατικές» τράπεζες με τη λειτουργία τους θίγουν τα συμφέροντα, την κερδοφορία και την κυριαρχία των ιδιωτικών, είναι προδιαγεγραμμένο με μαθηματική ακρίβεια. Οι ιδιωτικές τράπεζες, εν ριπή οφθαλμού, και ενδεχόμενα σε συνεργασία με άλλες ισχυρότερες τράπεζες της ΕΕ, θα συσπειρωθούν και αξιοποιώντας το καθεστώς της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων και της απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος, θα οδηγήσουν τις κρατικές σε φαλιμέντο μέσα σε λίγους μήνες. Οι τρόποι είναι γνωστοί και πασιφανείς. Πρώτον, δε θα τους δίνουν δάνεια ή θα τους δίνουν με απαγορευτικά επιτόκια και, δεύτερον, θα ρίξουν προσωρινά οι ίδιες στην αγορά ελκυστικά επιτόκια και για καταθέσεις και δάνεια. Το πόσο θα μπορέσουν να αντέξουν σε έναν τέτοιο οικονομικό αποκλεισμό - στραγγαλισμό, το καταλαβαίνει ο καθένας.

Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να αποτραπεί μόνο αν οι όποιες κρατικές τράπεζες είχαν πίσω τους το στήριγμα μιας κυβέρνησης, η οποία με τις πλάτες του λαού - τα συμφέροντα του οποίου θα υπηρετούσε με συνέπεια - θα είχε χαράξει μια αντιιμπεριαλιστική - αντιμονοπωλιακή πολιτική ρήξης με την άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό. Θα μπορούσε να αποτραπεί μόνο αν οι λαϊκές δυνάμεις, οργανωμένες στο δικό τους Μέτωπο είχαν καταφέρει μέσα από την πολιτική αναμέτρηση με την οικονομική ολιγαρχία να αλλάξουν τους ισχύοντες συσχετισμούς. Τα άλλα, περί κρατικών τραπεζών που, στο σημερινό περιβάλλον κυριαρχίας των μονοπωλίων και των πολυεθνικών, θα παίξουν ένα διαφορετικό ρόλο από αυτόν που παίζουν οι τράπεζες, δεν ανήκει καν στη σφαίρα της φαντασίας. Προέρχεται από επιτελεία που θέλουν να αποπροσανατολίσουν και να δημιουργήσουν εντυπώσεις ότι όχι απλά αφουγκράζονται τα προβλήματα των εργαζομένων, αλλά διατυπώνουν και προτάσεις στην κατεύθυνση της διεξόδου.

Οροι και προϋποθέσεις

Το αίτημα όχι για μια κρατική τράπεζα, αλλά για κρατικοποίηση του συνόλου των τραπεζών και για τη δημιουργία ενός συστήματος πιστωτικών ιδρυμάτων που πράγματι να λειτουργεί με βάση τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων, είναι ένα αίτημα που μπορεί να υπάρξει και να διατυπωθεί. Οχι όμως από μόνο του, έτσι σκέτο, αλλά παρέα με μια σειρά άλλα αιτήματα - στόχους και προϋποθέσεις. Προϋποθέσεις που συνδέονται με την ΕΕ και τη θέση της Ελλάδας σε αυτή, με τις πολιτικές «απελευθέρωσης» των αγορών και τις «ελευθερίες» κίνησης κεφαλαίων, εργασίας και υπηρεσιών, με τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη και τελικά με την ίδια την κυριαρχία του κεφαλαίου και των εκπροσώπων του στην κοινωνία. Κοντολογίς, λόγος γίνεται για όρους και προϋποθέσεις ρήξης και ανατροπής των σημερινών δεδομένων. Σε κάθε άλλη περίπτωση, παρόμοιες «προτάσεις» αποβλέπουν στη δημιουργία της αίσθησης ότι πρόκειται για προτάσεις σε θετική κατεύθυνση, οι οποίες, όμως πέραν του εύηχου του πράγματος, δεν είναι μόνο κενές ουσίας και προοπτικής, αλλά αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα καιροσκοπικών ελιγμών, που κατά κανόνα οδηγούν στον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων και στο ξελάσπωμα της άρχουσας τάξης.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ