Κοινή είναι η διαπίστωση του κινηματογραφικού χώρου περί «γιγαντισμού» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου και εις βάρος της ελληνικής ταινίας. Η διαφορά έγκειται στις λύσεις...
Motion Team |
Από το 1960 που εγκαινιάστηκε ως «Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου» και από την εποχή που «τα βραβεία που απονέμονται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αποτελούν ηθικές διακρίσεις χωρίς χρηματικά έπαθλα» (νόμος 1597/1986) μέχρι σήμερα, η διοργάνωση ακολούθησε τις «μεταλλάξεις» που επέβαλε σε επίπεδο ΕΕ το κεφάλαιο του οπτικοακουστικού. Ετσι, από Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, όπως όριζε ο νόμος του 1986 (νόμος που συντάχθηκε κάτω από την πίεση του κινήματος των κινηματογραφιστών και όχι μόνο), πήγαμε στο 1992 οπότε έγινε διεθνές, χάνοντας το βασικό χαρακτήρα του ως καταρχήν βήμα προβολής του ελληνικού κινηματογράφου και φτάσαμε το 1997. Τότε, με το νόμο 2557, το Φεστιβάλ καθίσταται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που «λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος»... «κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας».
Σε αυτό το σημείο, πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι δεν πρόκειται περί «εμμονής» η διαπίστωση ότι το Φεστιβάλ δεν έχει στο επίκεντρό του το ελληνικό σινεμά. Η Τέχνη σαφώς συνδιαλέγεται, συναντιέται, ακόμη και συνδιαμορφώνεται. Αυτή όμως η διολίσθηση εντάσσεται σε μια γενικότερη πολιτική που μετατρέπει το σύνολο του κινηματογράφου σε πεδίο αγοραίας κερδοσκοπίας. Θυμίζουμε, χαρακτηριστικά, την υπαγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου στο νόμο περί «ΔΕΚΟ» και το ρίξιμο του κέντρου βάρους της κρατικής πολιτικής για τον κινηματογράφο στην ικανοποίηση των αναγκών της ιδιωτικής παραγωγής, χωρίς να προβλέπεται τίποτα για δημιουργία υποδομών από το κράτος.
Ετσι, η επιτροπή θεωρεί ότι η λειτουργία του Φεστιβάλ πρέπει να γίνει «ελαστικότερη, πιο ορθολογιστική και πιο διαφανής». Πώς; «Η νομική μορφή της ανωνύμου εταιρείας διευκολύνει σε πολλούς τομείς (από τον απλά διοικητικό έως τον καθαρά καλλιτεχνικό) το έργο της διοίκησης, τη βοηθά να αντεπεξέλθει στις ανταγωνιστικές σύγχρονες απαιτήσεις, ενώ απλοποιεί και τις διαδικασίες διαχειριστικού ελέγχου»! Γι' αυτό «προτείνεται για λόγους διαφάνειας και οικονομικού ελέγχου, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης να αλλάξει νομική μορφή και από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, να μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρεία (που θα υπάγεται στις διατάξεις περί ΔΕΚΟ)»!
Θυμίζουμε, ότι, όπως και στην περίπτωση του ΕΚΚ, η υπαγωγή σε αυτές τις διατάξεις θα είναι η «ταφόπλακα» της καλλιτεχνικής διάστασης του κινηματογράφου, αφού πλέον τα κριτήρια θα είναι αποκλειστικά αγοραία.
Προτείνεται, επίσης, να μειωθεί ο αριθμός των μελών της Γενικής Συνέλευσης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και γίνει 11μελής από 18 μέλη. Στο νέο σχήμα δε θα «χωράνε», μεταξύ άλλων, το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, ο Πανελλήνιος Μουσικός Σύλλογος και η Ομοσπονδία Κινηματογραφικών Λεσχών. Από σωματεία παραμένουν οι σκηνοθέτες, οι σεναριογράφοι, οι παραγωγοί, οι τεχνικοί, οι διανομείς και οι κριτικοί.
Τον περασμένο Μάη, μερικά σωματεία του χώρου, προεξάρχουσας της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, δημοσιοποίησαν μια «πρόταση αρχών» για το θεσμικό πλαίσιο για τον κινηματογράφο, στην οποία γίνονται ορισμένες διαπιστώσεις και προτάσεις για το Φεστιβάλ. Καταρχήν, διαπιστώνεται ότι αυτό «αναπτύχθηκε σε βάρος του Ελληνικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου, το οποίο ουσιαστικά καταργήθηκε» και «παρά την επιτυχή πορεία του δεν ξεπέρασε τα προβλήματα ενός ανεξέλεγκτου γιγαντισμού». Ετσι, προτείνει ουσιαστικά μια «παράλληλη» διοργάνωση: «Είναι επιτακτική η ανάγκη προβολής της ετήσιας ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής από ένα Ελληνικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου». Η πρόταση, ουσιαστικά, «ενεργοποιεί» την πρόβλεψη του νόμου 3057 του 2002 για «Τη διοργάνωση ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ στη Θεσσαλονίκη με ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους». Προτείνεται, αυτό το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου να «είναι διακριτό από το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου με δική του διεύθυνση». Το νομικό καθεστώς που προτείνεται είναι αδιευκρίνιστο: «Το Φεστιβάλ να έχει συγκεκριμένη νομική μορφή», αναφέρεται απλώς. Ενώ προτείνεται, το υπουργείο Πολιτισμού να καλύπτει μέχρι και το 60% τον ετήσιο προϋπολογισμό κάθε Φεστιβάλ.
Ωστόσο, να σημειωθεί ότι η νομική μορφή, δηλαδή αν θα είναι δημόσιο ή όχι ένα φεστιβάλ, είναι κομβικής σημασίας. 'Η αλλιώς, έχει πολύ μεγάλη σημασία για το αν το 60% του δημόσιου χρήματος θα πηγαίνει ή όχι σε φεστιβάλ - ανώνυμες εταιρείες, που θα λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα δεν είναι ο αριθμός των φεστιβάλ, αλλά το περιεχόμενο και ο προσανατολισμός τους. Διότι, αυτή τη στιγμή, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που όντως έχει γιγαντωθεί και όντως αναπτύχθηκε σε βάρος των ελληνικών ταινιών, λαμβάνει γενναία - συγκριτικά - χρηματοδότηση από το κράτος. Φέτος, για παράδειγμα, το κόστος του για 9 μέρες διοργάνωσης είναι 3,1 εκ. ευρώ, εκ των οποίων, το 1,8, δηλαδή κάτι παραπάνω από τα μισά, τα δίνει το κράτος. Να σημειωθεί ότι όσα θα στοιχίσει συνολικά η φετινή διοργάνωση, είναι όσα εισέπραξε φέτος το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου από τον κρατικό προϋπολογισμό... για όλο το 2008. Το κράτος, επίσης, δίνει ετησίως στο Φεστιβάλ περίπου 5 - 6 εκατομμύρια ευρώ για την ετήσια δραστηριότητά του.
Το ΚΚΕ έχει καταθέσει από το 2006 τις θέσεις του για τον προσανατολισμό που πρέπει να έχει η κρατική πολιτική για τον κινηματογράφο. Μεταξύ άλλων (σ.σ. οι υπογραμμίσεις δικές μας): «Θεσμοθέτηση φορέων που θα ενισχύουν και θα στηρίζουν την ελληνική κινηματογραφία, όπως το ΕΚΚ, η Ταινιοθήκη της Ελλάδας, η Ελλάς Φιλμ, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, με τη μορφή δημοσίων κοινωνικοποιημένων φορέων με συλλογικές μορφές διοίκησης και χάραξης πολιτικής, στις οποίες θα εκπροσωπούνται με αποφασιστικό ρόλο οι συλλογικοί φορείς των δημιουργών, ερμηνευτών τεχνικών και όλων των άλλων συντελεστών της παραγωγής και διανομής της κινηματογραφικής ταινίας, αλλά και λαϊκοί φορείς. Χρηματοδότησή τους με πλήρη κάλυψη των εξόδων τους για το σύνολο της δραστηριότητάς τους από τον κρατικό προϋπολογισμό, με κωδικό που θα αφορά τον κάθε φορέα».
Πιο συγκεκριμένα, ως δημόσιος κοινωνικοποιημένος πια φορέας, «το Φεστιβάλ του Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα πρέπει κυρίως να αφορά στην εγχώρια παραγωγή, με διαγωνιστικό χαρακτήρα, και να αποτελεί βήμα προβολής της ελληνικής ταινίας στην ντόπια και την ξένη αγορά. Στο πλαίσιό του είναι δυνατόν να υπάρχει και ένα διεθνές (Βαλκανικό ή Μεσογειακό) φεστιβάλ. Ανάλογο χαρακτήρα θα πρέπει να αποκτήσει και το Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας».