ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 24 Γενάρη 2009
Σελ. /32
Παρέμβαση σε τμήμα νεολαίας με διαφορετική γλώσσα - θρησκεία - καταγωγή

Στις θέσεις, σχετικά με την ΚΝΕ τονίζεται ότι:... Εμφανίζει μεγαλύτερη ικανότητα και ωριμότητα στην ανάπτυξη της δράσης της για τα οξυμένα προβλήματα της εργαζόμενης, μαθητικής και σπουδαστικής νεολαίας. Βελτίωσε σημαντικά τον προσανατολισμό δράσης της στους χώρους εργασίας της νεολαίας, στη νεολαία που βιώνει τα προβλήματα της εργασιακής περιπλάνησης και των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, τα προβλήματα των νέων ζευγαριών... διεύρυνε το περιεχόμενο δράσης στη νεολαία με το σύνολο των σύγχρονων αναγκών.

Ενα παράδειγμα που επιβεβαιώνει αυτό το απόσπασμα από τις Θέσεις αποτελεί η προσπάθεια να ανοίξουμε τη δουλειά μας σε νέους Ελληνες πολίτες, με διαφορετική καταγωγή, γλώσσα και θρησκεία. Στους νέους, της μουσουλμανικής μειονότητας στο Ν. Ροδόπης.

1. Οι συγκεκριμένοι νέοι βιώνουν πιο έντονα τα αποτελέσματα της ταξικής πολιτικής.

Απασχόληση: Απασχολούνται στην αγροτική οικονομία, στην οικοδομή, σε μικρές επιχειρήσεις (συνεργεία, επιπλάδικα κλπ) με το όνειρο να ανοίξουν δική τους δουλειά, στη βιομηχανία σαν ανειδίκευτοι εργάτες, σε σούπερ μάρκετ. Ηταν αποκλεισμένοι σε μεγάλο βαθμό, από χώρους δουλειάς, όπως ο δημόσιος τομέας, ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, η κοινή ωφέλεια, η ΤΑ. Σαν αιτία του αποκλεισμού προβαλλόταν η άγνοια της ελληνικής γλώσσας. Πρόβλημα που έχει βάση, που όμως καθοριστική ευθύνη έχουν οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις της χώρας. Ευθύνη που έμμεσα αναγνωρίστηκε, με τη νομοθετική καθιέρωση της ποσόστωσης στην εισαγωγή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ νέων από τη μειονότητα (1998) και στους διορισμούς μέσω ΑΣΕΠ (2008).

Εκπαίδευση: Οι περισσότεροι νέοι της μειονότητας φοιτούν σε ένα ιδιόμορφο - ιδιωτικό «εθνικό» σχολείο, το λεγόμενο μειονοτικό σχολείο, που δημιουργήθηκε στη βάση της Συνθήκης της Λωζάνης αλλά και άλλων μορφωτικών συμφωνιών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Αυτό το σχολείο έχει μεγαλύτερα λειτουργικά προβλήματα, είναι περισσότερο υποβαθμισμένο. Δε βοηθάει στην ενότητα της εργατικής τάξης και δε μαθαίνει σωστά στα παιδιά, ούτε την ελληνική ούτε την τουρκική γλώσσα. Βέβαια, η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη σε σχέση με εκείνη των γονιών τους. Πριν την εφαρμογή της ποσόστωσης στην εισαγωγή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας, όσοι νέοι τελείωναν το μειονοτικό Λύκειο και ήθελαν να σπουδάσουν, κατευθύνονταν στην Τουρκία. Μέχρι δε το 1995-96, που ίσχυε ο θεσμός της εισαγωγής στο μειονοτικό Γυμνάσιο με κλήρωση, πολλά παιδιά τελείωναν Γυμνάσιο - Λύκειο στην Τουρκία. Σήμερα όλα αυτά τα παιδιά, μαζί κι εκείνα που τελειώνουν με δυσκολία (κυρίως λόγω γλώσσας) τα ελληνικά πανεπιστήμια, είναι νέοι επιστήμονες, από τους οποίους άλλοι εργάζονται σαν ελεύθεροι επαγγελματίες, κι άλλοι είναι άνεργοι ή ετεροαπασχολούνται.

Ψυχαγωγία - Αθλητισμός: Τηλεόραση, που κυρίως μεταδίδει τα προγράμματα της τουρκικής τηλεόρασης, - καφενείο - καφετερία, θέατρο - κινηματογράφος αποκλείονται λόγω γλώσσας και γιατί δεν παίζονται τούρκικες ταινίες. Τα τελευταία 5 χρόνια δραστηριοποιείται ερασιτεχνική θεατρική ομάδα, με ερασιτέχνη σκηνοθέτη, που ανεβάζει θεατρικά έργα στην Τουρκική. Οι παραστάσεις δίνονται στην Κομοτηνή, στην Ξάνθη και σε μερικά κεφαλοχώρια. Συνολικά τις παραστάσεις παρακολουθούν 4.000-5.000 θεατές.

Το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο συγκεντρώνει τους περισσότερους νέους της μειονότητας, της πόλης και της υπαίθρου.

Η Τουρκική Νεολαία Κομοτηνής, που δικαστικά έχασε αυτό τον τίτλο πριν είκοσι χρόνια περίπου, όχι όμως και στη συνείδηση των νέων της μειονότητας (δεν έδωσαν δικαστική συνέχεια όπως συνέβη με την αντίστοιχη Ενωση της Ξάνθης) λειτουργεί σε δικό της χώρο - εντευκτήριο.

2. Οι προσπάθειες που κάνουμε να προσεγγίσουμε το κομμάτι αυτό της νεολαίας, έφερε περιστασιακά, στην ΚΝΕ, ορισμένους μαθητές, φοιτητές και ελάχιστους εργαζόμενους νέους. Ελειπε ο σταθερός προσανατολισμός, αν και έγιναν βήματα, με βάση τις ιδιαιτερότητες. Οι δυνάμεις που υπηρετούν τα ιμπεριαλιστικά σχέδια μέσα κι έξω από τη χώρα, στην προσπάθεια χειραγώγησης της νεολαίας, αναδεικνύουν τις εθνικοθρησκευτικές διαφορές σαν κυρίαρχες για να σκεπάσουν τις ταξικές, έτσι ώστε να ατονήσουν τα κοινά ταξικά συμφέροντα του λαού και της νεολαίας, να ανακόψουν την πάλη και τη διεκδίκηση.

Πέρα όμως από τις δυσκολίες και τις ιδιαιτερότητες αναδεικνύονται και πολλές δυνατότητες, που έχουν να κάνουν με την όξυνση των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι νέοι, την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα για το μέλλον. Δυνατότητες από το γεγονός ότι σε σχέση με το παρελθόν έχει αυξηθεί η συμμετοχή της νεολαίας της μειονότητας, στην κοινωνική ζωή της πόλης

Κόμμα και ΚΝΕ στο νομό χρειάζεται να εμπλουτίσουμε πολύπλευρο - πολύμορφο σχέδιο παρέμβασης, εντάσσοντας όλες τις μορφές που βοηθούν στην ανάπτυξη ουσιαστικών δεσμών με τους νεολαίους, να σηκώσουμε ζητήματα γύρω από τα δικαιώματα της νεολαίας, γενικά αλλά και ειδικά στον ελεύθερο χρόνο, στον πολιτισμό, στον αθλητισμό.

Να αναδείξουμε την ταξικότητα των προβλημάτων και να οργανώσουμε την πάλη της νεολαίας, δουλεύοντας με την στρατηγική του Κόμματος, αξιοποιώντας και τις επεξεργασίες του Κόμματος για τις μειονότητες, να ανεβάσουμε την ικανότητα οικοδόμησης σε αυτούς τους χώρους.

Να δώσουμε βάρος στους χώρους όπου ζει και μορφώνεται η νεολαία, στα στέκια και στα σχολεία (ΕΠΑΛ - ΕΠΑΣ), στους χώρους δουλειάς και στην ύπαιθρο. Να μπολιάζουμε όλο και περισσότερες συνειδήσεις στη λογική χειραφέτησης της νεολαίας από την επιρροή του ιμπεριαλισμού και της άρχουσας τάξης. Στη λογική τσακίσματος της κυριαρχίας του κεφαλαίου.

Να κυριαρχήσει ότι οι μειονότητες μπορούν και πρέπει να αποτελούν γέφυρες φιλίας, κι όχι εργαλείο υπέρ των ιμπεριαλιστικών σχεδίων.


Ανθούσης Δημήτρης
ΝΕ ΡΟΔΟΠΗΣ

Σοσιαλισμός και κομμουνισμός

Η γενική χρήση του όρου κομμουνιστικές και όχι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής προκειμένου να δηλωθεί η μορφή της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής στο σοσιαλισμό, θεωρώ ότι είναι λανθασμένη και οδηγεί στην παραγνώριση των διαφορών μεταξύ σοσιαλισμού και κομμουνισμού. Η πρώτη, μεταβατική φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας δεν ταυτίζεται με τον ανεπτυγμένο κομμουνισμό, η ίδια η παραγωγική βάση της κοινωνίας διατηρεί συγκεκριμένες αντιφάσεις και κατάλοιπα από τον καπιταλισμό και διακρίνεται για τις ιδιαίτερες νομοτέλειές της. Σοσιαλιστικές ονομάζονται οι ανολοκλήρωτες ακόμη κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής.

Οπως σημειώνει ο Μαρξ «η διανομή των μέσων κατανάλωσης είναι κάθε φορά μονάχα συνέπεια της διανομής των ίδιων των όρων παραγωγής», εκφράζοντας έτσι «το χαρακτήρα του τρόπου παραγωγής». Συνεπώς η διαφορά της αρχής διανομής του σοσιαλισμού («ανάλογα με την εργασία») από του κομμουνισμού («ανάλογα με τις ανάγκες») δηλώνει σαφώς διαφορές στην ίδια την παραγωγή εν γένει. Στις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής «σε ό,τι αφορά στη διανομή των μέσων κατανάλωσης στους μεμονωμένους παραγωγούς, κυριαρχεί η ίδια αρχή όπως και στην παραγωγή ισοδύναμων εμπορευμάτων, ανταλλάσσεται ίση εργασία σε μία μορφή με ίση εργασία σε άλλη μορφή» [...] «είναι ανταλλαγή ίσων αξιών». «Το περιεχόμενο και η μορφή» αλλάζουν όμως, η αξία παραμένει ακόμη αναγκαία προκειμένου να μετρηθεί ο παραγωγικός κύκλος, σε αντίθεση με τον κομμουνισμό όπου τα προϊόντα παύουν να ανταλλάσσονται ως «ισοδύναμα», παύουν να μετριούνται ως «αξίες». Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αποσυνδέει την αξία χρήσης από την αξία.

Η δυνατότητα ύπαρξης στο σοσιαλισμό μικρής εμπορευματικής παραγωγής και εξωτερικού εμπορίου καθιστά περισσότερο σύνθετη τη λειτουργία του νόμου της αξίας. Οπως υπογραμμίζει ο Στάλιν, ο νόμος της αξίας δε ρυθμίζει τη σοσιαλιστική παραγωγή, όμως η «ενέργειά» του «επεκτείνεται» και σε αυτήν, καθώς διατηρεί, εντός ορίων, το «ρόλο του ρυθμιστή» στην «ανταλλαγή κατά κύριο λόγο των εμπορευμάτων ατομικής κατανάλωσης».

Η εξομοιωτική χρήση του όρου κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής οδηγεί περαιτέρω αναγκαία στην εξάντληση της έννοιας των σχέσεων παραγωγής σε σχέσεις ιδιοκτησίας. Το περιεχόμενο των σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων (κοινωνική ιδιοκτησία) είναι κομμουνιστικό, όμως οι σχέσεις παραγωγής διατηρούν ακόμη μορφές όπως τον καταμερισμό και την εξειδίκευση, τη διάκριση σωματικής και πνευματικής εργασίας. Μόνο με το πέρασμα της κοινωνίας στον κομμουνισμό «θα εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μαζί της και η αντίθεση ανάμεσα στη σωματική και στην πνευματική δουλειά». Η εξειδίκευση οδηγεί ακολούθως στην ανάγκη αναγωγής της σύνθετης εργασίας σε απλή για τον καθορισμό των μισθών -θεμέλιο της πολιτικής μισθών στο σοσιαλισμό. Υποτιμώντας αυτή την αντίθεση, σημειώνεται στις Θέσεις 7 και 36 πως ο χρόνος αποτελεί το μοναδικό «μέτρο της ατομικής προσφοράς» εργασίας στο σοσιαλισμό, δίχως η εργασία να «διαχωρίζεται σε σύνθετη ή απλή, χειρωνακτική ή όχι». Η τοποθέτηση αυτή απλώς «λύνει» βολονταριστικά-διοικητικά το ζήτημα του καταμερισμού της εργασίας προτού λυθούν πραγματικά οι αντιθέσεις στο επίπεδο της παραγωγής, προτού ξεπεραστούν οι υλικοί όροι που τις επιβάλλουν. Το κείμενο της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του 1995, ασκεί σωστά κριτική στην «ισοπεδωτική αντίληψη για τις αμοιβές» και στις συνέπειές της.

Οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής διατηρούνε ως προς τη μορφή τους ένα ακόμη χαρακτηριστικό, ουσιαστικό παρεπόμενο του καταμερισμού της εργασίας: τη διάκριση μεταξύ διεύθυνσης της παραγωγής και παραγωγής καθεαυτής. Η «διεύθυνση» παύει ολοκληρωτικά να είναι πνευματικά και κοινωνικά αποσπασμένη από τους άμεσους παραγωγούς, μονάχα στον κομμουνισμό. Οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής αποβάλλουν οριστικά κάθε αντίθεση μεταξύ παραγωγής και οργάνωσής της. Ο σοσιαλισμός εκπληρώνει με προσήλωση το καθήκον διαπαιδαγώγησης των εργατών στη διεύθυνση της παραγωγής προκειμένου στη θέση της πολιτικής διακυβέρνησης των προσώπων να βάλουν τη διαχείριση των πραγμάτων.

Αυτή η παραγνώριση των διαφορών μεταξύ σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής οδηγεί αναγκαία σε σοβαρές συνέπειες.

Εφόσον οι σοσιαλιστικές σχέσεις ταυτίζονται με τις κομμουνιστικές και εφόσον η κολχόζνικη ιδιοκτησία δεν αποτελεί σχέση παραγωγής του κομμουνισμού, άρα αποτελεί εγγενώς εχθρική σχέση και για την ίδια τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ετσι οι Θέσεις 9, 23 και 35 αντιδιαστέλλουν πρωτοφανώς τη «σοσιαλιστική» και τη «συνεταιριστική» ιδιοκτησία, θεωρώντας τη δεύτερη ως μη-σοσιαλιστική, και όχι ως μεταβατική σοσιαλιστική σχέση, στην προοπτική πλήρους κοινωνικοποίησης της γης. Ο Στάλιν ρητά θα υπερασπιστεί την κολχόζνικη ιδιοκτησία ως μία από τις δύο «βασικές μορφές σοσιαλιστικής παραγωγής», τονίζοντας ότι από το γεγονός ότι τα κολχόζ «δεν είναι ιδιοκτησία κοινωνική, δε βγαίνει, σε καμιά περίπτωση, το συμπέρασμα ότι [...] δεν είναι σοσιαλιστική ιδιοκτησία». Ο διαχωρισμός των κολχόζ από τη «σοσιαλιστική ιδιοκτησία» αμφισβητεί άμεσα τον ίδιο το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της σοβιετικής κοινωνίας.

Για την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, ο νόμος της αξίας και οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις αποτελούν μοχλό ανάπτυξης, αξιοποιούνται «στα πλαίσια της σχεδιασμένης παραγωγής και της κοινωνικής ιδιοκτησίας, με στόχο το βάθεμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής». Ο Στάλιν υπογραμμίζει ότι «η εμπορευματική κυκλοφορία είναι ασυμβίβαστη με την προοπτική περάσματος απ' το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό», τονίζοντας ωστόσο πως οικονομικά φαινόμενα όπως τα κολχόζ και η εμπορευματική κυκλοφορία χρησιμοποιούνται «με επιτυχία για την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας και φέρνουν στην κοινωνία μας αναμφισβήτητο όφελος», πως «είναι αναμφισβήτητο ότι θα φέρνουν όφελος και στο κοντινό μέλλον». Οι απόπειρες της σοβιετικής ηγεσίας να αξιοποιήσει ευρύτερα το νόμο της αξίας, δεν ήταν μονάχα ένα γυμνό αποτέλεσμα οπορτουνιστικού συμβιβασμού, αλλά ταυτόχρονα μια προσπάθεια επίλυσης ζητημάτων οργάνωσης και ελέγχου του σοσιαλιστικού σχεδιασμού, τα οποία, στη θηριώδη σοβιετική οικονομία, ήταν ακόμη τεχνολογικά αδύνατη η ολοκληρωτική επίλυσή τους.

Η ταύτιση των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών σχέσεων οδηγεί αναγκαία στην παραγνώριση των αντικειμενικών νομοτελειών ανάπτυξης του σοσιαλισμού, μετατρέπει το πέρασμα στον κομμουνισμό σε βολονταριστικό-διοικητικό καθήκον. Στη βάση αυτή υποστηρίζεται στη Θέση 18 πως μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο θα έπρεπε «να επεκταθούν και να κυριαρχήσουν πλήρως οι κομμουνιστικές σχέσεις» στο σύνολο της παραγωγής, καθώς η κολχόζνικη ιδιοκτησία γινόταν «τροχοπέδη στην ισχυρή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων». Διαβάζοντας επιπλέον στη Θέση 2, εν είδει «ορισμού», πως κομμουνισμός σημαίνει την «πλήρη επικράτηση» των κομμουνιστικών σχέσεων, οδηγούμαστε αυτονόητα στο συμπέρασμα ότι στα μέσα της δεκαετίας του '50 ήταν δυνατή η μετάβαση στον ανεπτυγμένο κομμουνισμό. Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί σαφώς μία νεφελώδη θεωρητική εκτίμηση, βασισμένη στην εξομοίωση των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, δίχως να συνεκτιμάει τα οικονομικά και τεχνολογικά δεδομένα της σοβιετικής κοινωνίας της εποχής, το πραγματικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (κανένα οικονομικό στοιχείο δεν αναφέρεται στο κείμενο) ούτε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις του ΚΚΣΕ που, όπως μας δείχνουν τα Οικονομικά Προβλήματα, το ζήτημα της κοινωνικοποίησης της κολχόζνικης ιδιοκτησίας δεν είχε ακόμη τεθεί καν ως ένα άμεσο πολιτικό και τεχνικό καθήκον στη σοβιετική ηγεσία. Δε σταθμίζει τέλος τις διαθέσεις των μαζών, δηλαδή αν το άπλωμα της κοινωνικοποίησης θα μπορούσε τη δεδομένη στιγμή να διατηρήσει αραγή τη συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά.

Αυτός ο άξονας κριτικής των Θέσεων παράλληλα με τις εκτιμήσεις περί «στροφής», περί «απώλειας» των «επαναστατικών χαρακτηριστικών» του ΚΚΣΕ (ο «οπορτουνισμός» οικοδομούσε σοσιαλισμό;) ή τη σαφή υποτίμηση του πολύμορφου ρόλου του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, θα μπορούσαν να οδηγήσουν έως και στην αμφισβήτηση του ίδιου του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της ΣΕ. Τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να μελετηθούν προσεκτικότερα στα πλαίσια αυτής της συζήτησης που, με τιμή απέναντι στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ανοίγει σήμερα το Κόμμα μας.


Γιάννης Κοζάτσας
ΚΟΒ Λιψίας, Γερμανία

Στην υπεροχή των ιμπεριαλιστών η αιτία ανατροπής του σοσιαλισμού

Σύντροφοι

Οι Θέσεις συμφωνούν με το σοσιαλισμό που επιθυμώ και το ρόλο που θέλω να παίξει το ΚΚΕ.

Παρουσιάζονται οι εξελίξεις στη Σοβιετική Ενωση και η μετατροπή του ΚΚΣΕ σε όχημα αντεπανάστασης.

Η προσέγγισή μας θωρακίζει ιδεολογικά από παρεκκλίσεις, είναι όμως ανεπαρκής γιατί ανατραπήκαμε σε συνθήκες αντιπαράθεσης με τον ισχυρότερο οικονομικά καπιταλισμό και πρέπει να εξετάσουμε την όλη εξέλιξη κάτω από το πρίσμα της κύριας αντίθεσης της εποχής, όπως εκφράστηκε τον προηγούμενο αιώνα.

Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα και η διαπίστωση ότι δεν έγινε εξωτερική επέμβαση δείχνει την υπεροχή του αντιπάλου που επικράτησε «ειρηνικά». Ωστόσο, αν δεχτούμε ότι η ανατροπή καθορίστηκε κυρίως από εσωτερικούς παράγοντες, πάλι η δουλειά μας έχει αξία, αφού οι εσωτερικοί παράγοντες δεν μπορεί παρά να είναι και αντανάκλαση της σύγκρουσης που ανέφερα παραπάνω και επομένως και εκεί μπορεί να αναζητηθεί μέρος της αλήθειας. Ομως σε βάθος επεξεργασία μάς επιτρέπει να δούμε πώς τα κατάφερε ο αντίπαλος, μας δίνει πρόσθετο εξοπλισμό.

Στην πολιτική δεν υπάρχουν λάθη αλλά βαθύτερα αίτια που βαφτίζουμε λάθη, λόγω αδυναμίας ανάλυσής τους, ώστε να διευκολυνθούμε κάθε φορά που προσπαθούμε να αναζητήσουμε την αλήθεια.

Ξεκινάω με την αγροτική οικονομία της ΣΕ, που παρακολουθούν διαχρονικά οι θέσεις. Συμφωνώ με τις διαπιστώσεις του Στάλιν, αναγνωρίζω την ουσία της εσωτερικής σύγκρουσης, βλέπω προσπάθεια κίνησης στη σωστή κατεύθυνση. Οι Αρχές Οικονομικής Θεωρίας της Τρίτης Λυκείου (φέτος δίνει ο γιος μου Πανελλήνιες, καλή του επιτυχία) αναφέρουν για την παραγωγή προϊόντων.

Αύξηση της παραγωγής πάνω από τις δυνατότητες της Οικονομίας αρχίζει να προκαλεί δυσανάλογη κατανάλωση πόρων και δυσανάλογο κόστος στην αξία ενός προϊόντος -Α, γράφω για τις στρατιωτικές δαπάνες που επέβαλαν οι καπιταλιστές. Επίσης, όσο πλησιάζουμε τα ποσοτικά όρια παραγωγής μας στο ένα προϊόν -Α, τόσο αυξάνεται το κόστος ευκαιρίας του σε σχέση με τα άλλα προϊόντα -Β, δηλαδή θυσιάζονται δυσανάλογα μεγάλες ποσότητες από τα άλλα προϊόντα -Β για μικρή αύξηση της παραγωγής του -Α, γράφω για τα αγροτικά προϊόντα.

Η Σοβ. Ενωση κατάφερε να μην ανατραπεί στρατιωτικά, άρα πρέπει να μελετήσουμε την επίδραση των Ιμπεριαλιστών στη Σοβ. Εξουσία και πώς διαμόρφωσαν τις θέσεις των διαφόρων τάσεων στο ΚΚΣΕ, μέσω της στρέβλωσης που επέβαλαν στη Σοβ. Οικονομία.

Μπορούσαν οι απόψεις της πιο συνεπούς τάσης, στις δεδομένες συνθήκες, να τύχουν παραπέρα επεξεργασίας, να επικρατήσουν σε βάθος χρόνου, να οδηγήσουν σε οριστική νίκη; Οχι.

Αναγκάστηκαν σε υποχωρήσεις στον αγροτικό (και άλλους τομείς) προκειμένου να κρατήσουν το μέτωπο της αντιπαράθεσης; Ναι.

Η προλεταριακή εξουσία λύνει τη βασική αντίθεση στην παραγωγή, όμως δε διαθέτει το κέρας της Αμάλθειας.

Βλέπουμε στη Σ.Ε. συζήτηση για το αν θα γίνουν επενδύσεις σε βαριά βιομηχανία ή καταναλωτικά προϊόντα. Η φτώχεια φέρνει γκρίνια;

Εχοντας βαριά βιομηχανία φτιάχνεις καταναλωτικά προϊόντα (τεχνολογική υστέρηση;) και έχοντας καταναλωτικά προϊόντα και εμπορικές σχέσεις φτιάχνεις και βαριά βιομηχανία (εμπορικός αποκλεισμός;).

Μετά τον Δεύτερο Πόλεμο, η αποικιοκρατία καταρρέει και ο ιμπεριαλισμός επιβάλλει τη νεοαποικιοκρατία, οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις δε φέρνουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, επενδύσεις σε σοσιαλιστικές και τρίτες χάνονται ή δεν αποδίδουν. Λογικός ο θαυμασμός του Χρουστσόφ για τις αμερικάνικες φάρμες, γιατί εμείς δεν είχαμε κατά τον ποιητή. Η δήλωση Μπρέζνιεφ ότι οικονομική βοήθεια στην Πολωνία είναι σαν να ρίχνεις υγρό σε τρύπιο βαρέλι αξίζει διερεύνησης από την άποψη του πλέγματος των ανισότιμων διεθνών σχέσεων που επέβαλαν οι ιμπεριαλιστές στη Σ.Ε. και των επιπτώσεων και μόνιμων στρεβλώσεων που προκάλεσαν στην οικονομία της.

Αξίζει μελέτης, για το ρόλο της Σοβ. Οικονομίας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας η κατασκευή αγωγών φυσικού αερίου προς τη Δύση.

Αξιοσημείωτη η κρίση των σιτηρών και το αμερικάνικο εμπάργκο, υπήρχε ήδη εμπάργκο τεχνολογίας, για τον έλεγχο της άποψης ότι ο καπιταλιστής θα πουλήσει το σχοινί που θα τον κρεμάσει και να δούμε τους όρους ανάπτυξης οικονομικών σχέσεων Ιμπεριαλιστικών και Σοσιαλιστικών Χωρών.

Παραβλέπω ιμπεριαλιστικά σχέδια και συνωμοσίες σαν μέρος του εποικοδομήματος πάνω στην οικονομική βάση της ανατροπής, τέτοια σχέδια μπορούμε να κάνουμε και εμείς.

Η περίοδος που ο Στάλιν ήταν Γραμματέας του ΚΚΣΕ δικαιώνεται στις Θέσεις, αν οι σύνεδροι συμφωνούν, να αναγνωρίσουμε επώνυμα τη στάση συντρόφων μας που αντιστάθηκαν στις εξελίξεις που έγιναν κάτω από την ταμπέλα της αποσταλινοποίησης.

Τρεις παρατηρήσεις εμπλουτισμού των θέσεων για το σοσιαλισμό.

Παίρνοντας την εξουσία, έχουμε δυνατότητα, μέσω Κρατικών Αγροκτημάτων (σοβχόζ) να καλύψουμε σύντομα με υπερπαραγωγή αγροτικών προϊόντων τις ανάγκες και εξαγωγών αν το επιτρέψουν οι διεθνείς συνθήκες.

Εμπλουτίζοντας τις θέσεις για το σοσιαλισμό προτείνουμε τον Παραγωγικό Συνεταιρισμό των αγροτών. Νομίζω, διαβάζοντας, ότι οι αγρότες θα περιμένουν από εμάς ολόπλευρη στήριξη της παραγωγής τους και εξασφάλιση και διεύρυνση του εισοδήματός τους δουλεύοντας τη γη τους, παρά μια «δημοσιοϋπαλληλική» σχέση σε Κρατικό Αγρόκτημα. Νομίζω ότι οι σύμμαχοι δε θα ικανοποιήσουν τέτοιες προσδοκίες και πρέπει να ετοιμαστούν για ένταξη σε νέο τρόπο παραγωγής. Μπορούμε, αξιοποιώντας την εμπειρία από ρυθμίσεις της Ε. Ενωσης (επιδοτήσεις προϊόντων των Κρατικών Αγροκτημάτων, ποσοστώσεις, στην προοπτική μείωσης των συνεταιρισμένων ή όχι μικροπαραγωγών), αλλά και απαλλοτρίωση εκτάσεων, εξασφάλιση εργασίας σε Κρατικά Αγροκτήματα ή αλλού.

Η διαμόρφωση θέσης για Κρατικά Αγροκτήματα να συνοδευτεί με ιδεολογική δουλειά στους αγρότες, ώστε να αισθανθούν ότι έτσι θα εξασφαλίσουν καλύτερους όρους ζωής και καλύτερη ένταξη στη διανομή του παραγόμενου προϊόντος. Μισθωτή εργασία στους αγρότες, σύμμαχο στρώμα που η επαναστατική εξουσία όμορφα και προγραμματισμένα εντάσσει στην εργατική τάξη. Να μην επαναλάβω την άποψή μου και για μικροεμπόρους.

Εχουμε στην Ελλάδα παραδόσεις καθολικής ψηφοφορίας. Η εξέλιξη του ΚΚΣΕ δείχνει ότι και από μέσα τρώγεται το μήλο και ότι ο αποκλεισμός του αντιπάλου και του άλλου δεν εξασφαλίζει. Χρειάζεται η θέση μας επεξεργασία ώστε να ψηφίζει όλος ο πληθυσμός για εκλογή οργάνων εξουσίας. Το σύστημα εκλεκτόρων που προτείνουμε για τα όργανα εξουσίας μπορεί με εκλογή μειοψηφίας εκλεκτόρων σε εδαφική βάση, να δώσει, χωρίς αποκλεισμούς, πλειοψηφία στην εργατική τάξη. Μοιάζει στα δικαιώματα του Κορανίου στις γυναίκες που προέβλεπε σε συμφωνίες η υπογραφή ενός άνδρα να αντικαθίσταται από δύο γυναικείες. Αδικο; Οχι αν συγκριθεί με το καθόλου.

Να μας απασχολήσει το θέμα της παραγωγικότητας στο σοσιαλισμό, δεν περιορίζεται στο Σταχανοβιτισμό. Παραθέτω ανέκδοτο που είπε ο Βάνια επιστρέφοντας το 1978 από τη Σ.Ε. Επί Στάλιν οι κομμουνιστές έστρωναν τις γραμμές για το τρένο, επί Χρούτσεφ αποφάσισαν να επιταχύνουν και ξήλωναν γραμμές για να στρώσουν μπροστά και επί Μπρέζνιεφ κουνούσαν το τρένο ώστε ο κόσμος να νομίζει ότι ταξιδεύει.

Στο σοσιαλισμό με το νόμο της αξίας, της προστιθεμένης αξίας και του κόστους ευκαιρίας, αν βάλουμε στη θέση της υπεραξίας τον κοινωνικό μισθό ή τη σοσιαλιστική συγκέντρωση, έχουμε ένα εργαλείο για να μετρήσουμε την παραγωγικότητα της εργασίας και να προχωρήσουμε στον κεντρικό σχεδιασμό και στην κατανομή οικονομικών πόρων. Ετσι συμφωνώ με το απόσπασμα της εισήγησης του Βοσζνεσένσκι (σελ. 18) όμως και με τις απόψεις του Στάλιν. Το θέμα είναι υπό την επίδραση των καπιταλιστικών πιέσεων τι πραγματικά κρινόταν κάθε φορά πίσω από την όποια αντιπαράθεση. Η υιοθέτηση κάποιων οικονομικών θεωριών δε σημαίνει ότι προτείνεις τη σωστή λύση και η παραίτηση από τη χρήση εργαλείων που κληροδότησε ο καπιταλισμός θυμίζει τη ρήση για πέταγμα του μωρού με τα απόνερα.

Δε βλέπω με βάση ποιο άλλο νόμο θα μπορούσε να εκτιμηθεί οικονομικά το «μπιπ» του Σπούτνικ αν όχι με την ανάλυση του κόστους του ώστε να μπορέσει να συγκριθεί με ισοδύναμη παραγωγή άλλων προϊόντων.


Παπατσώρης Α. Ιωάννης
Αγρίνιο

Για την εξάρτηση του ελληνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού

Σύντροφοι,

Αν και συμφωνώ ουσιαστικά με τα πολιτικά καθήκοντα που θέτουν οι Θέσεις, όπως και με τις περισσότερες επιμέρους διαπιστώσεις των Θέσεων, φρονώ ότι στο κείμενο υπάρχουν ορισμένα προβληματικά στοιχεία, τα οποία είναι πιθανό στο μέλλον να αποτελέσουν εφαλτήριο παρερμηνειών των αποφάσεων του προγραμματικού Συνεδρίου του Κόμματός μας, όπως αυτές διατυπώθηκαν στο 15ο Συνέδριο (1996).

Στη σελίδα 23, στη θέση 26 αναφέρεται ότι «στο διάστημα που μεσολάβησε από το 17ο Συνέδριο ενισχύθηκε η εξαγωγή κεφαλαίων από την Ελλάδα στην παγκόσμια αγορά και ιδιαίτερα στη ΝΑ Ευρώπη, καθώς και η ενεργός συμμετοχή της σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις για τον έλεγχο των αγορών». Αυτό που δεν ξεκαθαρίζεται στις θέσεις είναι αν η συμμετοχή αυτή από πλευράς ελληνικού κεφαλαίου αποτελεί στοιχείο αυτοδύναμης πρωτοβουλίας και πολιτικής ή αν αποτελεί στοιχείο πρόσδεσης της χώρας σε κάποιο ιμπεριαλιστικό κέντρο. Δηλαδή, η αστική τάξη της Ελλάδας επιδιώκει την οικονομική και πολιτική αναβάθμισή της από τη θέση μιας αυτόνομης ιμπεριαλιστικής δύναμης, η οποία ανταγωνίζεται στα ίσα τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ή αντιθέτως συμμετέχει ως ουραγός στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, προσδοκώντας οικονομικά οφέλη από τη θέση ενός περιφερειακού μοχλού διείσδυσης κάποιων ιμπεριαλιστικών κέντρων;

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα φαίνεται ότι δίνεται στην επόμενη παράγραφο των θέσεων: «Στο πλαίσιο της ανισόμετρης ανάπτυξης ο ελληνικός καπιταλισμός διατηρεί την αναβαθμισμένη θέση του στα Βαλκάνια που πραγματοποιήθηκε μετά την καπιταλιστικοποίησή τους, ενώ δε μεταβάλλεται η ενδιάμεση θέση του στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα».

Είναι εμφανές ότι από τις παρούσες Θέσεις έχει απαλειφθεί οποιαδήποτε αναφορά στον εξαρτημένο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, μολονότι το αντίθετο διαπιστώνεται από το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου.

Βέβαια, πουθενά στο κείμενο των Θέσεων δεν καταγράφεται ρητά η Ελλάδα ως «ιμπεριαλιστική δύναμη», αλλά ουσιαστικά ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο χαρακτήρας της διείσδυσης του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια συνιστά έναν τρόπο ερμηνείας που παραπέμπει στα χαρακτηριστικά μιας ιμπεριαλιστικής διείσδυσης.

Μια πιθανή ερμηνεία του όρου «εξάρτηση» είναι να εκλαμβάνεται ως οικονομική αλληλεπίδραση ανάμεσα στις καπιταλιστικές οικονομίες στα πλαίσια των διεθνών αγορών. Ως εκ τούτου ο όρος μπορεί να εξαλειφθεί γιατί δεν αποτελεί κάποιο σημαίνον ποιοτικά γνώρισμα της σύγχρονης ιμπεριαλιστικής βαθμίδας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ομως η παραπάνω ερμηνεία δεν αποτελεί λενινιστική θεώρηση της έννοιας «εξάρτηση», καθώς για τον Λένιν βασικό χαρακτηριστικό του παγκόσμιου καπιταλισμού στην κρατικομονοπωλιακή, ιμπεριαλιστική βαθμίδα ανάπτυξής του είναι η ανισόμετρη ανάπτυξη των εθνικών καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών. Σε τελευταία ανάλυση, ανισόμετρη ανάπτυξη σημαίνει ότι μέσα στα πλαίσια της διεθνούς ιμπεριαλιστικής αλυσίδας κάποια κράτη αποτελούν ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ενώ κάποια άλλα είναι χώρες και οικονομίες εξαρτημένες οικονομικά από τα πρώτα. Δηλαδή είναι σαφές ότι ο ιμπεριαλισμός, ως τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, αποτελεί παγκόσμιο σύστημα με ανισότιμες σχέσεις ανάμεσα στα κράτη - οικονομίες - αστικές τάξεις αυτής της αλυσίδας και όχι μία βαθμίδα οικονομικής - υλικής συσσώρευσης στην οποία φτάνει κάποια στιγμή ο κάθε εθνικός καπιταλισμός ξεχωριστά..

Επιπλέον, εάν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια χώρα ως ιμπεριαλιστική, δηλαδή μη εξαρτημένη, πρέπει οπωσδήποτε αυτή να πληροί και τις πέντε προϋποθέσεις - γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού, όπως έχουν αναλυθεί από τον Λένιν (συγκέντρωση κεφαλαίων και παραγωγής, ώστε να έχουμε μονοπώλια, κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου από τη συγχώνευση βιομηχανικού και τραπεζικού, προτεραιότητα στην εξαγωγή κεφαλαίων και δημιουργία διεθνών μονοπωλιακών ενώσεων που προχωρούν στο εδαφικό μοίρασμα της γης και της παγκόσμιας αγοράς). Ακόμα και αν παραβλέψουμε το ότι αυτά τα γνωρίσματα αναφέρονται για τον ιμπεριαλισμό ως παγκόσμια αλυσίδα και όχι ως βαθμίδα ανάπτυξης μιας εθνικής, μεμονωμένης καπιταλιστικής οικονομίας, και πάλι η ελληνική οικονομία δε χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία όλων των παραπάνω γνωρισμάτων ταυτόχρονα. Και αυτό επειδή, αν και υπάρχουν μονοπώλια και πραγματοποιείται ως ένα βαθμό και εξαγωγή κεφαλαίων, η ελληνική αστική τάξη αντικειμενικά δε διαθέτει τις οικονομικές, διπλωματικές και στρατιωτικές δυνάμεις για να διεκδικήσει αυτόνομα και από μόνη της την αναβάθμισή της στη διεθνή αγορά. Επιπλέον οι ελληνικές εταιρείες που εξάγουν κεφάλαια με τις επενδύσεις τους στο εξωτερικό, όπως ο ΟΤΕ και η Εθνική Τράπεζα, σε μεγάλο βαθμό ελέγχονται από ξένους μονοπωλιακούς ομίλους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της εξαγοράς του ΟΤΕ από τη γερμανική «Deutsce Telekom».

Ενα αμφιλεγόμενο στοιχείο των Θέσεων, σχετικό με τις προηγούμενες επισημάνσεις, βρίσκεται στη σελίδα 28, στο κεφάλαιο 34, όπου καταγράφεται ότι υπάρχει πολιτικοστρατιωτική εξάρτηση της χώρας μας από τις ΗΠΑ. Ομως σε αυτό το σημείο χρησιμοποιούμε τον όρο «εξάρτηση» όχι με την οικονομική του διάσταση, αλλά μόνο με την πολιτική, όπως ακριβώς κάνουν οι οπορτουνιστές του ΣΥΡΙΖΑ αναφερόμενοι στις σχέσεις ΗΠΑ και ΕΕ.

Τελειώνοντας, μολονότι είναι γνωστό πως στο παρελθόν η παραδοχή της οικονομικής εξάρτησης χρησιμοποιήθηκε με λανθασμένο τρόπο για τη δικαιολόγηση συμμαχιών, και απαράδεκτων, συμβιβασμών με τμήματα της αστικής τάξης από το κομμουνιστικό κίνημα, σήμερα θα ήταν εξίσου λανθασμένο το να αρνηθούμε την οικονομική εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού, επειδή αυτή συνιστά μια αντικειμενική υλική πραγματικότητα που μπορεί να εξαλειφθεί μόνο μαζί με την κατάργηση του ζυγού της μισθωτής εργασίας από την επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Ζήτω τα 90 χρόνια του ηρωικού ΚΚΕ!


Φίλιππος Αθανασόπουλος
ΚΟΒ Εκπαιδευτικών Αθήνας



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ