ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 6 Φλεβάρη 2009
Σελ. /40
Για μια σοσιαλιστική - κομμουνιστική δημοκρατία χειραφετημένων παραγωγών - πολιτών

Ο,τι είναι επιστημονικό πρέπει να προσεγγίζει την αλήθεια (κοινωνική πραγματικότητα, φυσική κατάσταση) και μέσα από την γνώση να βελτιώνεται η ζωή κάθε ανθρώπου ατομικά και συλλογικά της κοινωνίας.

Ο μαρξισμός είναι επιστημονική μέθοδος διερεύνησης της αλήθειας.

Δυστυχώς, για πολλά χρόνια είχαμε επιτρέψει να υπάρχει μια ψευδής «αλήθεια».

Ενα καθεστώς οπορτουνιστικό αναθεωρητικό, μεταρρυθμιστικό υπέκλεψε την λαϊκή εντολή, την λαϊκή κυριαρχία και έβαλε τους παραγωγούς - πολίτες στην άκρη, ενώ οι κλεπτοκράτες που αναδείχτηκαν ιδιοποιήθηκαν την κοινωνική ιδιοκτησία επαναφέροντας τον καπιταλισμό με την αντεπανάσταση.

Αισθάνομαι πολύ ευτυχής που το ΚΚΕ σήμερα πρωτοπορεί στην παγκόσμια μαρξιστική - επιστημονική διερεύνηση της ΑΛΗΘΕΙΑΣ. Βάζει το μαχαίρι βαθιά, για να καθαρίσει την πληγή, που βασάνιζε το κομμουνιστικό όραμα, που είχε διαστρεβλώσει την μαρξιστική - επιστημονική μεθοδολογία, που μείωσε την επιστημονικά διερευνημένη πίστη - ελπίδα των ανθρώπων ότι μπορούν να χειραφετηθούν οικονομικά - πολιτικά και να χτίσουν μια υγιή δημοκρατική κοινωνία όπου κάθε μέλος της θα φροντίζει για το κοινό καλό και η κοινωνία θα φροντίζει για τον κάθε άνθρωπο.

Στο πεδίο των παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων που αποτελεί και τη βάση όλης της μαρξιστικής θεμελίωσης του σοσιαλισμού -κομμουνισμού, η Θέση 12 «για το Σοσιαλισμό» βάζει τα πράγματα στη θέση τους.

ΟΤΙ ΔΗΛΑΔΗ

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ Ο ΝΟΜΟΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ (ΚΤΠ)

ΑΛΛΑ

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΒΑΘΜΙΔΑ ΤΟΥ ΚΤΠ

Ο Λένιν όταν θέλησε με μια μόνο πρόταση να δείξει ποια είναι τα άμεσα καθήκοντα της εργατικής εξουσίας είπε το περίφημο «κομμουνισμός είναι εξηλεκτρισμός και καθημερινό τράβηγμα όλο και περισσότερων εργατών - παραγωγών στη διοίκηση των παραγωγικών και λοιπών θεμάτων της κοινωνίας».

Ηθελε να δείξει την τεράστια σημασία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των κομμουνιστικών παραγωγικών σχέσεων, που απλώνονται από το εσωτερικό κάθε χωριστής παραγωγικής μονάδας ως την πολιτική διεύθυνση σε επίπεδο «κράτους», ένωσης «κρατών» και τέλος διεθνούς κοινότητας χειραφετημένων παραγωγών - πολιτών.

Η προϋπόθεση βέβαια για όλα αυτά είναι η προλεταριακή επανάσταση αγανακτισμένων από τον καπιταλισμό που επιζητούν μια κοινωνία που δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση και που θα συνεργάζονται όλοι αρμονικά. Και για να υλοποιηθεί αυτή η συνεργασία και να καταστρωθούν τα σχέδια παραγωγής, είναι απαραίτητο η κοινωνία να γίνει κάτοχος των μέσων παραγωγής και να αρχίσει να τα χρησιμοποιεί για την παραγωγή κοινωνικοποιώντας τα άμεσα (Ενγκελς, Αντιντύρινγκ).

Η Θέση 18 «Μια νέα δυναμική ...σε κοινωνική ιδιοκτησία» βάζει άμεσα σε σωστή βάση τα ζητήματα των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.

ΟΛΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ.

Ο ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΛΑΟΣ (ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ - ΠΟΛΙΤΗΣ) ΠΡΕΠΕΙ ΝΛ ΓΝΩΡΙΖΕΙ, ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΚΑΘΕ ΗΜΕΡΑ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΣΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ.

Η πιο πλατιά και πραγματική δημοκρατία ισότιμων ανθρώπων - παραγωγών - πολιτών που θα κατοχυρώνει με κάθε τρόπο και σε κάθε θέμα (παραγωγικές μονάδες, τοπικός περιφερειακός κρατικός κοινωνικός οικονομικός σχεδιασμός καθώς και πολιτικά όργανα λαϊκής εξουσίας) την καθημερινή ουσιαστική συμμετοχή, είναι ο μόνος τρόπος για να μην υπάρξουν ξανά καταχραστές πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.

Πιστεύω ότι συνολικά οι θέσεις δίνουν κατά κύριο λόγο τις επιστημονικές - μαρξιστικές απαντήσεις που περιμένει κάθε έντιμος και ηθικός άνθρωπος για το πώς δε θα παραδοθεί η νικηφόρα λαϊκή προλεταριακή επανάσταση σε καταχραστές.

Δυστυχώς όμως όπως αναφέρεται στη Θέση 26 «Θέμα ιδιαίτερης μελλοντικής ...μέσα παραγωγής», ένα κεντρικό ζήτημα της λαϊκής - εργατικής εξουσίας δεν έγινε αντικείμενο πλήρους μελέτης στα πλαίσια αυτού του συνεδρίου.

Θα προσπαθήσω να θέσω ορισμένα ζητήματα πάνω στην ανάπτυξη μιας σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής δημοκρατίας χειραφετημένων ή κατώτερα χειραφετούμενων παραγωγών - πολιτών, φυσικά μέσα στα πλαίσια της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Τίθενται τα παρακάτω ζητήματα:

1) Οι σχέσεις ενός κομμουνιστικού κόμματος και της εργατικής εξουσίας.

Στη Σ.Ε. λόγω ιστορικών συνθηκών υπήρξε ένα πανίσχυρο και μοναδικό κόμμα, που όμως δεν μπόρεσε να αποτρέψει την αντεπανάσταση. Αντίθετα μάλιστα, έγινε ΦΟΡΕΑΣ της.

Η ταύτιση τελικά του κομμουνιστικού κόμματος με την εργατική εξουσία και ακόμη περισσότερο η ταύτιση της ηγεσίας του με αυτή μπορεί να επιτραπεί μόνο για πολύ μικρά διαστήματα λόγω ειδικών συνθηκών.

Αντίθετα, θα πρέπει το ίδιο το κόμμα να επιδιώκει συνειδητά και αναπτύσσοντας μάλιστα και δείκτες ελέγχου της αποδέσμευσης του από την άμεση άσκηση εξουσίας, την οποία παραδίδει στους παραγωγούς - πολίτες. Το κόμμα θα πρέπει να επανέρχεται στο ρόλο της ηγεσίας (πολιτικής, ιδεολογικής, φιλοσοφικής, επιστημονικής, ηθικής) της εργατικής τάξης.

Δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται ένα κομμουνιστικό κόμμα να υποκαθιστά την κοινωνία.

Αυτά που αναφέρονται στη Θέση 38 ότι γίνονται «υπό την καθοδήγηση του κόμματος», σε συνδυασμό μάλιστα με το ότι εισάγεται κάτι που δεν αναφέρεται ούτε στον Μαρξ ούτε στον Λένιν, ότι δηλαδή το σοσιαλιστικό κράτος έχει θεμελιακή του αρχή το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, δημιουργούν σοβαρά ερωτήματα και χρειάζονται επεξεργασία. Σε συνδυασμό μάλιστα με την Θέση 39 ότι «Επομένως το ΚΚ έχει άμεση οργανωτική καθοδηγητική σχέση με όλες τις δομές της δικτατορίας του προλεταριάτου» δημιουργείται μια κατάσταση που δοκιμάστηκε από την ιστορία και απέτυχε.

Το ΚΚ ή τα ΚΚ μπορούν και πρέπει να ζητούν άμεσα από το λαό - εργατική τάξη την εμπιστοσύνη του για ανάληψη ανακλητών θέσεων εργατικής εξουσίας.

Επίσης ένα ΚΚ θα πρέπει να είναι ένα κόμμα επιτελείο της εργατικής τάξης, η οποία έχει την εξουσία, όχι όμως και το κόμμα που έχει την εξουσία.

Πιστεύω ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν και άλλοι σχηματισμοί κομμάτων από κομμουνιστές που να έχουν επίσης στόχο τους και όραμα το σοσιαλισμό - κομμουνισμό αλλά να διαφοροποιούνται σε επιμέρους απόψεις οικοδόμησής του.

Επίσης, δεν έχουμε τίποτε να φοβηθούμε από την ύπαρξη πολιτικών σχηματισμών που θα εκφράζουν απόψεις επαναφοράς του καπιταλισμού εφόσον στην πλειοψηφία της κοινωνίας κυριαρχούν οι χειραφετημένοι παραγωγοί - πολίτες και είναι δεδομένη η ιδεολογική ηγεμονία του ΚΚ.

2) Αντιπροσωπευτικότητα - ανακλητότητα - έλεγχος ατόμων και οργάνων της λαϊκής - εργατικής εξουσίας

Σήμερα προσπαθώντας να ανατρέψουμε συνδικαλιστικές ηγεσίες (μεταρρυθμιστικές ή ξεπουλημένες) αντιμετωπίζουμε τα παρακάτω σοβαρά προβλήματα. Οι εργαζόμενοι μπορούν να ελέγξουν άμεσα τα Δ.Σ. των πρωτοβάθμιων σωματείων, δυσκολότερα όμως τα Δ.Σ. σε δευτεροβάθμιες ομοσπονδίες, τριτοβάθμια όργανα κλπ, διότι οι εκλεγόμενοι προέρχονται από σώματα εκλεκτόρων και δεν δίνουν «λογαριασμό» σε κανένα φυσικό μέλος πρωτοβάθμιου σωματείου.

Με το προτεινόμενο σύστημα στην Θέση 38 «Η σύνθεση των...(...διευθύνσεις, επιτροπές κλπ.)» δημιουργούμε ένα μηχανισμό απροσπέλαστων αντιπροσώπων, οι οποίοι εκλέγονται όχι άμεσα από τους πολίτες - παραγωγούς αλλά από αντιπροσώπους. Οταν ο πολίτης δεν γνωρίζει άμεσα ποιον εψήφισε και τι ενέργειες κάνει αυτός, αδυνατεί και να ασκήσει άμεσο έλεγχο. Φυσικά έτσι μειώνεται και η αντιπροσωπευτικότητα και η ανακλητότητα.

Η εκλογή σε οποιοδήποτε όργανο εξουσίας πρέπει να γίνεται άμεσα από φυσικούς ψηφοφόρους και για κάθε όργανο ξεχωριστά. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τις δικαστικές αρχές.

3) Χειραφετημένοι ή χειραφετούμενοι παραγωγοί - πολίτες

Η εποχή του αλλοτριωμένου ανθρώπου θα είναι πλέον παρελθόν. Ο επαναστατημένος άνθρωπος κάνει τις πολιτικές του ενέργειες ώστε να εγκαθιδρύσει σε όλα τα πεδία της ζωής (οικονομικό, κοινωνικό, επιστημονικό, καλλιτεχνικό, προσωπικών σχέσεων κλπ.) συνθήκες τέτοιες που να δημιουργούνται νέες προσωπικότητες πολιτών που η συλλογική τους σκέψη και δράση οδηγείται από την αρχή «ένας για όλους και όλοι για έναν», επίσης η άμεση συμμετοχή σε όλα τα κοινωνικά ζητήματα καθώς και η χαρά της ζωής και η απόλαυση της δημιουργικής εργασίας θα είναι η μεγαλύτερη ανάγκη του. Αυτός ο άνθρωπος δε θα μπορεί να υποδουλωθεί από κανένα.

Το ΚΚΕ είναι μια πρωτοπόρα μαρξιστική δύναμη παγκοσμίως, και πρέπει να δραστηριοποιηθεί περισσότερο για ένα ενιαίο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα με καθαρό πρόγραμμα, που θα αποκλείει από τις γραμμές του αντιμαρξιστικά κόμματα που μολύνουν την κομμουνιστική ιδεολογία και πράξη (π.χ. ΚΚ Κίνας).


Β.Π.Α.
ΧΟΛΑΡΓΟΣ

Για το θέμα του σοσιαλισμού

Η όξυνση της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, αντικειμενικά, φέρνει τη σοσιαλιστική προοπτική στο κέντρο των αναζητήσεων εργατικών και λαϊκών μαζών και κινημάτων. Καθιστά ακόμα πιο σημαντικό το ξεκαθάρισμα πλευρών, το φώτισμα των νομοτελειών, που διέπουν τη μετάβαση στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό.

Μικροαστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις λανσάρουν την έννοια του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα», σε αντιπαράθεση με την ιστορική διαδρομή του υπαρκτού σοσιαλισμού, με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. Προβάλλεται η ιδέα ενός «σοσιαλισμού» με καπιταλιστική αγορά και μονοπώλια, με αστικό κράτος. Στη Λατινική Αμερική, η έννοια αυτή χρησιμοποιείται και από αστικές δυνάμεις ως όχημα για την εξασφάλιση της στήριξης τμημάτων του ντόπιου κεφαλαίου από τα λαϊκά στρώματα στον ανταγωνισμό τους με τα βορειοαμερικανικά μονοπώλια.

Ειδική δυσκολία δημιουργεί το γεγονός ότι στο κομμουνιστικό κίνημα η «ανάμνηση» του σοσιαλισμού ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την τελευταία πριν τις ανατροπές περίοδο. Ετσι, η αυθόρμητη τάση υπεράσπισης του σοσιαλισμού, σε αρκετές περιπτώσεις, οδηγεί στην αναπαραγωγή λαθεμένων αντιλήψεων, προϊόντων της ίδιας της κρίσης του σοσιαλισμού. Ορισμένες σκέψεις για τη συζήτησή μας:

1. Στη σκέψη των Μαρξ και Ενγκελς, ο σοσιαλισμός θα κυριαρχούσε αρχικά στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Από εκεί θα ξεκίναγε το μεγάλο εγχείρημα της απελευθέρωσης του ανθρώπου από το ζυγό της εκμετάλλευσης και θα συμπαράσερνε τον υπόλοιπο κόσμο, τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες και τις αποικίες. Η δυνατότητα υπέρβασης της εμπορευματικής παραγωγής συνδεόταν και με ένα πολύ υψηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Τι γίνεται, όμως, όταν το πέρασμα στο σοσιαλισμό συντελείται σε μια χώρα, όπου η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, υστερεί σημαντικά; Λόγω μιας ορισμένης ανωριμότητας των παραγωγικών δυνάμεων, η άμεση κοινωνική εργασία δεν είναι εντελώς κοινωνική, επιβιώνει η αντίφαση ανάμεσα στη συγκεκριμένη και την αφηρημένη εργασία, τελικά ο νόμος της αξίας, που δεν καθορίζει μεν, αλλά όμως ασκεί διάφορους βαθμούς επίδρασης στην ανταλλαγή πόλης - χωριού, το εξωτερικό εμπόριο, την κατανομή της εργατικής δύναμης, αλλά και τη διανομή του κοινωνικού προϊόντος.

Η μέθοδος διανομής εξαρτάται και από το πόσα υπάρχουν προς διανομή, είναι και ζήτημα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Γι' αυτό ο Στάλιν στο 17ο Συνέδριο του ΚΚΡ(μπ) (1934) μιλά για ανάπτυξη του «σοβιετικού εμπορίου», κατακεραυνώνει ως «αριστερή φλυαρία» την άποψη ότι «τα χρήματα, σύντομα, θα καταργηθούν γιατί έχουν μετατραπεί δήθεν σε απλά σύμβολα υπολογισμού» και υποστηρίζει ότι «τα χρήματα θα παραμείνουν στη χώρα μας ακόμα για πολύ καιρό, ως την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου του κομμουνισμού, δηλαδή του σοσιαλιστικού σταδίου ανάπτυξης».

Το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου είναι ότι η ορθή επισήμανση του ασύμβατου του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής με την εμπορευματική παραγωγή, η απόρριψη της αντίληψης του «σοσιαλισμού της αγοράς», η διαπίστωση του κινδύνου που εμπεριέχει η μικρή εμπορευματική παραγωγή δε συνοδεύτηκαν από την ανάλυση των πραγματικών εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στην πρώτη φάση του κομμουνισμού.

Το ζήτημα σχετίζεται και με την αλληλεπίδραση των δύο συστημάτων. Οι Μαρξ - Ενγκελς στη Γερμανική Ιδεολογία διατύπωσαν την ιδέα ότι για τη λύση της αντίθεσης μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, δεν είναι προϋπόθεση να έχει αυτή οξυνθεί στον έπακρο βαθμό στη συγκεκριμένη χώρα. Το εμπόριο, οι σχέσεις, η επικοινωνία με άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες αναπαράγουν και αντανακλούν την αντίθεση αυτή. Αποτελεί σημαντικό παράγοντα. Η επίδραση του εμπορίου, του συναγωνισμού με τα καπιταλιστικά κράτη είναι παράγοντας που δεν έχει φωτιστεί επαρκώς.

Εξίσου σημαντική είναι η μελέτη των σχέσεων που αναπτύχθηκαν στο ΣΟΑ ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες, ανάγκη που επισημάνθηκε ήδη από το πανελλαδικό σώμα για την ΕΟΚ το 1993. Η σχεδόν ταυτόχρονη ανατροπή των σοσιαλιστικών χωρών στην Ευρώπη και τη Μογγολία απαιτεί μία ερμηνεία και ορισμένοι παράγοντες ίσως πρέπει να αναζητηθούν εδώ.

2. Κατά τη γνώμη μου, η μελέτη της πείρας της ΕΣΣΔ δεν επαρκεί για ασφαλείς γενικεύσεις για το σοσιαλισμό. Ο Λένιν υποδείκνυε πως έπειτα από τη νίκη της επανάστασης έστω και σε μία προηγμένη χώρα, η Ρωσία θα ήταν όχι πια υποδειγματική αλλά «καθυστερημένη» από σοσιαλιστική άποψη χώρα. Αυτό πραγματοποιήθηκε με το πέρασμα στο σοσιαλισμό της Γερμανίας, χώρας με ανεπτυγμένο ΚΜΚ, και της Τσεχοσλοβακίας.

Από την άλλη, οι επαναστάσεις στην Ευρώπη και την Ασία επιβεβαίωσαν τις στρατηγικές υποδείξεις της ΚΔ και του Λένιν για τη μετεξέλιξη των δημοκρατικών - αντιιμπεριαλιστικών επαναστάσεων σε σοσιαλιστικές.

Παράλληλα, έντονη συζήτηση αναπτύσσεται για το περιεχόμενο της «Λαϊκής Δημοκρατίας». Οι περισσότεροι συμφωνούν πως πρόκειται για μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο Δημητρόφ συμφωνεί συμπληρώνοντας πως είναι ένα κράτος σε μεταβατική περίοδο, οι Κινέζοι προσδίδουν άλλο περιεχόμενο, ο Σομπόλεφ τη θεωρεί νέα κρατική μορφή επαναστατικής εξουσίας που σε ορισμένες χώρες εκπληρώνει τα καθήκοντα της δικτατορίας του προλεταριάτου και σε άλλες όχι, ο Μινκ λέει ότι πραγματοποιεί τη δικτατορία του προλεταριάτου μέσω της ηγεμονίας του προλεταριάτου, ο Ρακόσι τη θεωρεί ατελή μορφή της προλεταριακής δικτατορίας, ο Πολίιτ τη βλέπει σα μορφή προσέγγισης του σοσιαλισμού.

Ομως η συζήτηση, συστηματοποίηση και γενίκευση της νέα πείρας ανακόπτεται. Εδώ πιστεύω πως βρίσκεται το κύριο πρόβλημα από την έλλειψη διεθνούς οργάνωσης των κομμουνιστών. Κατά τα άλλα, η απουσία της ΚΔ σε τίποτα δεν εμπόδισε τη νίκη της επανάστασης σε Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Γερμανία, Βιετνάμ, Κορέα, Λάος, Υεμένη, Κούβα, ενώ αξιοπρόσεκτη είναι η άποψη των Κινέζων ότι «εάν υπήρχε η ΚΔ η κινεζική επανάσταση θα είχε αποτύχει. Η νίκη ήταν δυνατή επειδή η Τρίτη Διεθνής είχε διαλυθεί» (Record of JCP-CPC talks, σελ. 74).

3. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί ο ρόλος του μαοϊκού ρεύματος. Η κινέζικη ηγεσία έφτασε να χαρακτηρίζει την ΕΣΣΔ «φασιστικό κράτος», να την αναγορεύει σε κύριο εχθρό, να συμπλέει και να στηρίζει τον ιμπεριαλισμό σε κρίσιμες καμπές στις δεκαετίες '60-'70 που θα μπορούσαν να έχουν αξιοποιηθεί από το επαναστατικό κίνημα. Αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος του αντισοβιετισμού, προώθησαν την κάθετη διάσπαση στο κομμουνιστικό κίνημα, συμμάχησαν ακόμα και με τροτσκιστικές ομάδες ενάντιά του. Στο όνομα της «πάλης ενάντια στο σύγχρονο ρεβιζιονισμό», οι μαοϊκοί πολέμησαν ενάντια στην ΕΣΣΔ, τις σοσιαλιστικές χώρες, το κομμουνιστικό κίνημα, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα όχι μόνο με προκηρύξεις αλλά και με το όπλο στο χέρι.

Η πορεία των οπορτουνιστικών ρευμάτων, της ολοκλήρωσής τους σε ανοιχτή αντεπαναστατική δύναμη είναι χαρακτηριστικό τόσο για τα «δεξιά» όσο και τα «αριστερά», με κοινό παρονομαστή τους την αντιδιεθνιστική τους στάση, τον αντισοβιετισμό.

4. Δε συμφωνώ με μια άποψη που εκφράστηκε στο διάλογο, που θεωρεί ότι η δεξιά παρέκκλιση του 20ούΣυνεδρίου σηματοδοτεί μια αντιστροφή στην πορεία του σοσιαλισμού. Οτι, δηλαδή, με ορόσημο το 1956 παύει να οικοδομείται σοσιαλισμός, και ότι έκτοτε λίγο - πολύ κάθε πρόοδος σημαίνει και σχετική οπισθοδρόμηση. Παρά τα λάθη και τις παρεκκλίσεις, ο σοσιαλισμός συνέχισε να κερδίζει έδαφος και τη δεκαετία του '60, ακόμα και του '70, αποσπάστηκαν νέες χώρες από τον ιμπεριαλισμό, κατέρρευσε το αποικιακό σύστημα. Συνολικότερα, στο Κομμουνιστικό Κίνημα υπάρχουν αντιστάσεις στη δεξιά παρέκκλιση που πυροδοτεί το 20ό Συνέδριο. Ορισμένα Κόμματα τη διορθώνουν σχετικά γρήγορα (λ.χ. οι Πορτογάλοι το 1959), άλλα πέφτουν σε «αριστερά» λάθη (λ.χ. ανώριμοι ένοπλοι αγώνες στη Λατινική Αμερική). Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν νομοτελειακή ούτε προδιαγεγραμμένη η ήττα που υπέστη το κομμουνιστικό κίνημα στα τέλη του 20ού αιώνα.

Η αποτελεσματική υπεράσπιση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και της σοσιαλιστικής προοπτικής σήμερα προϋποθέτουν την υπεράσπιση των παραδόσεων του κομμουνιστικού κινήματος και της ιστορικής του συνέχειας.


Νίκος Σερετάκης

Για την πορεία της σοβιετικής εξουσίας

Οι Θέσεις της ΚΕ για το Σοσιαλισμό αποτελούν σημαντικότατο εργαλείο για τη δράση του Κόμματος που στόχο έχει το σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Το κείμενο αυτό, μαζί με την απόφαση που θα ψηφιστεί στο 18ο Συνέδριο, θα αποτελέσει οδηγό τα επόμενα χρόνια για τη δράση του κομματικού δυναμικού κι απ' αυτή την άποψη θεωρώ και τα δύο κείμενα, και τις Θέσεις για το 18ο Συνέδριο και τις Θέσεις για το Σοσιαλισμό, κείμενα οργανικά δεμένα, στοιχεία ενός ενιαίου ντοκουμέντου που καθοδηγεί τη δράση των κομμουνιστών μαζί με το Πρόγραμμα και το Καταστατικό του Κόμματος. Στέκομαι στο κρίσιμο κεφάλαιο για την «Πορεία της σοβιετικής εξουσίας». Το λέω κρίσιμο γιατί αφορά την εξουσία της εργατικής τάξης, τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Το κείμενο πολύ σωστά αναφέρει ότι η εργατική τάξη, ως ο φορέας των κομμουνιστικών σχέσεων, ως ο συλλογικός ιδιοκτήτης των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής, είναι η μόνη τάξη που μπορεί να ηγηθεί της πάλης για την ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων και ότι η δικτατορία του προλεταριάτου είναι αποτέλεσμα της διατήρησης της ταξικής πάλης διεθνώς και διατηρείται μέχρι να γίνει κομμουνιστικό το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων δηλ. όσο υπάρχει η αναγκαιότητα του κράτους ως μηχανισμού πολιτικής κυριαρχίας.

Το κείμενο, στις αλλαγές του Συντάγματος του 1936 όπου καθιερώθηκε η άμεση αντιπροσώπευση, στη βάση της εδαφικής αρχής, όπου εκλογική μονάδα έγινε η περιφέρεια και η εκπροσώπηση με βάση τον αριθμό κατοίκων, το κείμενο λοιπόν νομίζω, πρέπει να επιμείνει περισσότερο στις διαστάσεις αυτής της ανατροπής της λενινιστικής υποθήκης, δηλ. της κατάργησης της παραγωγικής μονάδας ως πυρήνα οργάνωσης της εργατικής εξουσίας. Δεν πρέπει να προσπερνιέται σε δύο γραμμές ένα κορυφαίο ζήτημα όπως είναι το ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου που μορφή της ήταν τα Σοβιέτ. Η αναφορά που γίνεται ότι αυτές οι αλλαγές αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση ορισμένων προβλημάτων, όπως η έλλειψη άμεσης επικοινωνίας κομματικών και σοβιετικών στελεχών με την εργασιακή βάση και λειτουργία των Σοβιέτ, δεν μπορεί να υπερκαλύψει το μέγεθος της οπισθοχώρησης μπροστά σε υπαρκτές δυσκολίες.

Οι αναφορές στις σημειώσεις πάνω στην εισήγηση του Α. Ζντάνοφ στην Ολομέλεια της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ.) για να υπερασπίσει την ανατροπή στο εκλογικό σύστημα των Σοβιέτ δε βοηθούν ώστε να αναδειχτεί η σοβαρότητα του προβλήματος και φαίνεται να λειτουργεί σαν «ελαφρυντικό» στοιχείο των ευθυνών της κομματικής ηγεσίας στην αποδυνάμωση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Θα έπρεπε το κείμενο μαζί με τις σημειώσεις από την εισήγηση του Ζντάνοφ να κάνει και ιδιαίτερη αναφορά στο πρόγραμμα του Κόμματος των Μπολσεβίκων που επεξεργάστηκε ο ίδιος ο Λένιν και υιοθετήθηκε από το 8ο Συνέδριό του, όπου αναφέρεται ρητά ότι: «Εκλογική μονάδα και βασικό κύτταρο του κράτους αποτελεί όχι η εδαφική περιοχή, αλλά η μονάδα παραγωγής (η επιχείρηση, το εργοστάσιο)». Δεν είναι τυχαίο ότι αναφέρεται το «κύτταρο» του κράτους της εργατικής εξουσίας αυτό σε αντιδιαστολή αυτού που ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ, δηλαδή η εδαφική περιοχή. Η δικτατορία λοιπόν της εργατικής τάξης ως αντίστοιχη μορφή της είχε την εξουσία των Σοβιέτ που εκλέγονται από τις εργατικές κολεκτίβες και όσο η δικτατορία του προλεταριάτου ισχύει και αντιστοιχεί σε ολόκληρη την περίοδο του σοσιαλισμού έως την πλήρη εξάλειψη των τάξεων και την απονέκρωση του κράτους, το ίδιο ισχύει και για τη μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου που πυρήνας της είναι «οι παραγωγικές μονάδες, οι τόποι εργασίας, στους οποίους θα ασκείται ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος της διεύθυνσης και ότι μέσα από τις παραγωγικές κοινότητες θα εκλέγονται και θα ανακαλούνται όταν χρειάζεται οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα όργανα εξουσίας». Πολύ σωστά είναι στο κεφάλαιο για τον εμπλουτισμό της προγραμματικής μας αντίληψης για το σοσιαλισμό τα όσα αναφέρονται για τις παραγωγικές μονάδες και για τους εκπροσώπους των εργαζομένων που θα μετέχουν στα όργανα της εξουσίας (αιρετοί και ανακλητοί χωρίς κανένα οικονομικό προνόμιο).

Σύντροφοι, ο φυσικός χώρος της εργατικής τάξης είναι το εργοστάσιο, η οικοδομή, το εργοτάξιο, το ναυπηγείο, το συνεργείο, το γραφείο, το εργαστήριο, τα πνευματικά ιδρύματα, οι υπηρεσίες, τα νοσοκομεία όπου σήμερα σ' αυτό το εκμεταλλευτικό σύστημα καταναλώνει την εργατική της δύναμη προς όφελος του συλλογικού καπιταλιστή (αστικού κράτους) ή του ατομικού καπιταλιστή - επιχειρηματία. Τα φύτρα της εξουσίας της εργατικής τάξης θα βρίσκονται στους χώρους δουλειάς όπου οι εργάτες κι οι άλλοι εργαζόμενοι θα εκλέγουν απ' εκεί τους αντιπροσώπους τους στα όργανα της εξουσίας και θα τους ελέγχουν κι όταν χρειάζεται θα τους ανακαλούν.

Η δικτατορία της εργατικής τάξης είναι επομένως το αντίθετο της δικτατορίας της αστικής τάξης, όχι μόνο στην ουσία, αλλά και στη μορφή οργάνωσής της. Η αστική τάξη οργανώνει την εξουσία της με τη μορφή του κοινοβουλίου στη βάση του καθολικού εκλογικού δικαιώματος σε εδαφική βάση, όπου κυριαρχεί η εξουσία του χρήματος.

Η δικτατορία της εργατικής τάξης οργανώνει την εξουσία της με τη μορφή των Σοβιέτ σε παραγωγική βάση, όπου κυριαρχεί η εξουσία της, το κύτταρό της. Επομένως, η αναγνώριση της αναγκαιότητας της δικτατορίας του προλεταριάτου από μόνη της δε φτάνει. Είναι απαραίτητο να αναγνωριστεί κι εκείνη η μορφή, η οποία της αντιστοιχεί και θα ενισχύει την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, θα εξασφαλίζει την κομμουνιστική προοπτική της κοινωνίας.

Τέλος, σύντροφοι, θεωρώ χρήσιμο να τονιστεί ιδιαίτερα η σημασία της εξοικονόμησης, της διεύρυνσης του ελεύθερου χρόνου των εργατών στο σοσιαλισμό, της αξιοποίησής του από τα όργανα εξουσίας της εργατικής τάξης για τη διασφάλιση της ίδιας της εξουσίας της, όπου οι εργάτες θα μαθαίνουν να διοικούν οι ίδιοι το κράτος τους. Ας έχουμε πάντα μπροστά μας την προτροπή του Λένιν: «Σύντροφοι εργαζόμενοι. Να θυμάστε ότι τώρα εσείς οι ίδιοι διοικείτε το κράτος. Κανείς δε θα σας βοηθήσει, αν δεν ενωθείτε οι ίδιοι και δεν πάρετε όλες τις υποθέσεις του κράτους στα χέρια σας. Τα Σοβιέτ σας είναι από σήμερα όργανα κρατικής εξουσίας, πληρεξούσια που αποφασίζουν».


Θεοδωρος Κυριακιδης
Αχτίδα Εργοστασίων-Κλάδων Θεσσαλονίκη

Για το 2ο θέμα

Αγαπητοί σύντροφοι,

Μελέτησα με προσοχή τις Θέσεις για το σοσιαλισμό. Δείχνουν σοβαρή προσπάθεια για κατανόηση των νομοτελειών οικοδόμησης και των αιτιών ανατροπής του.

Δίπλα στο παραπάνω θετικό στοιχείο, υπάρχουν και ελλείψεις (...).

1. Η θέση 4 αντιμετωπίζει το ζήτημα των «μεταβατικών» κοινωνιών, αλλά δεν παίρνει σαφή στάση για την Κίνα και το Βιετνάμ. Είναι σοσιαλιστικές ή όχι; (...) Αν αποκατασταθεί πλήρως ο καπιταλισμός, θα «χαρούμε» γιατί «έπεσαν οι μάσκες» (...);

2. Α) «Ο όρος "κατάρρευση" είναι λαθεμένος γιατί υποβαθμίζει την αντεπαναστατική δράση που κυριάρχησε εξαιτίας υποκειμενικών αδυναμιών...» (Θέση 9). Η άποψη αυτή αποτελεί διόρθωση προηγούμενης που έλεγε ότι «η "κατάρρευση" είναι λαθεμένος όρος γιατί υποβαθμίζει την αντεπαναστατική δράση των ΚΚ εξουσίας» (Ντοκουμέντα Συνδιάσκεψης 1995) (...).

Οι υποκειμενικές αδυναμίες των ΚΚ εξουσίας δεν ανατρέπουν μόνες τους το σοσιαλισμό. Το παν είναι η πίεση του ιμπεριαλισμού που εκμεταλλεύεται και ενίοτε δημιουργεί τα λάθη των ΚΚ προς όφελός του.

Β) Η παραπάνω άποψη να μην οδηγήσει σε αντιπάθεια του ρόλου του ΚΚ στη σοσιαλιστική οικοδόμηση (...). Το ΚΚ που καθοδηγεί την επανάσταση είναι το ίδιο ΚΚ που διευθύνει τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και είναι χρήσιμο σ' αυτή (Θέση 21) (...).

3. Για τον Στάλιν: Οι Θέσεις θεωρούν ότι η περίοδος του Στάλιν συγκεντρώνει τα πυρά του ιμπεριαλισμού γιατί με συνέπεια δινόταν μια καθαρή πάλη ενάντια στον καπιταλισμό και διαμορφώθηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά του σοσιαλισμού. Η υπεράσπιση αυτής της περιόδου είναι, ας πούμε, θεμελιώδες στοιχείο της ιδεολογίας μας.

Η εποχή του Στάλιν είχε και λάθη και παραλείψεις (...), λόγω των σύνθετων προβλημάτων της, και τον ίδιο τον Στάλιν πρωτοστάτη στην επίλυση τους και στην επαναφορά των κομμουνιστών στον ορθό δρόμο.

Αλλά δεν έγκειται μόνο στα παραπάνω η «σταλινολογία». «Σταλινισμός» πλέον θεωρείται η λενινιστική ανάγνωση του μαρξισμού, σε αντίθεση με άλλες (...), που η μόνη τους έγνοια είναι να αναδείξουν την αδυναμία ξεπεράσματος του καπιταλισμού (...).

Στο μαρξισμό - λενινισμό κάνουν επίθεση κι όχι μόνο στον Στάλιν και την εποχή του.

4. Για το 20ό Συνέδριο: Πιστεύω ότι στις αποφάσεις του δε βάρυναν μόνο η υποτίμηση του ιμπεριαλισμού, η κοινοτική αντίσταση και το χαμηλό ιδεολογικό επίπεδο.

Α) Να λάβουμε υπόψη το μεγάλο «βραχνά» του Κεντρικού Σχεδιασμού, την ποσότητα και ποιότητα της κατανάλωσης. Αυτό το πρόβλημα απασχολούσε τα στελέχη της Γκοσπλάν λόγω προκαπιταλιστικών επιβιώσεων της Ρωσίας και της οικονομικής καταστροφής λόγω δυο παγκόσμιων πολέμων. Η εντυπωσιακή άνοδος της σοβιετικής οικονομίας έδωσε την εντύπωση ότι μπορούσε να καλυφθεί αυτό το κενό. Μαζί με τις ιδεολογικές παρεκκλίσεις, δόθηκαν αυτές οι λαθεμένες κατευθύνσεις.

Β) Η «ειρηνική συνύπαρξη» δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της υποτίμησης του συσχετισμού δυνάμεων. Ηταν και αποτέλεσμα πίεσης στο ΚΚΣΕ από δυτικά ΚΚ. Αυτά τα ΚΚ (...) επιθυμούσαν τη συμπόρευση με τη σοσιαλδημοκρατία και πίεζαν το ΚΚΣΕ να την αποδεχτεί, τεκμηριώνοντάς τη θεωρητικά (...).

Οι κλασικοί του μαρξισμού επεξεργάστηκαν ζητήματα πολέμου και επανάστασης, αλλά δεν άφησαν παρακαταθήκες για αναπόφευκτη συνύπαρξη - αλληλεπίδραση καπιταλισμού - σοσιαλισμού. Η διαμόρφωση του διεθνούς σοσιαλιστικού συστήματος επέβαλε τη διαμόρφωση σχετικής τακτικής. Οι οπορτουνιστικές πιέσεις εντός - εκτός ΚΚΣΕ επέφεραν τη λαθεμένη γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης».

Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ παρέμεινε διεθνιστική και μετά το 20ό Συνέδριο. Η ΕΣΣΔ απέφευγε και απέτρεπε τον πόλεμο, ενίοτε με υποχωρήσεις εις βάρος της, αλλά βοηθούσε τα εθνικοαπελευθερωτικά - αντιιμπεριαλιστικά κινήματα (...).

Οι αντιδράσεις ενάντια στην «ειρηνική συνύπαρξη» δεν ήταν από μαρξιστικές θέσεις, αλλά ως αποτέλεσμα εθνικιστικών παρεκκλίσεων που προϋπήρχαν (π.χ. Κίνα) και δε λήφθηκαν υπόψη, αφού εξελίχθηκαν σε ανοιχτό αντισοβιετισμό (...).

Η οπορτουνιστική γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα ευθύνης του 20ούΣυνεδρίου, αλλά συνολικής πλάνης όλου του κομμουνιστικού κινήματος (...).

Γ) Η καταδίκη του «σταλινισμού» και της Θέσης για όξυνση της ταξικής πάλης ήταν αποτέλεσμα πίεσης των διοικητικών και οικονομικών στελεχών (...).

Και κάτι παραπάνω. Η «σταλινική» εποχή φόβιζε την καθοδήγηση, όχι μόνο λόγω αυστηρής κριτικής από κάτω, αλλά και λόγω κινδύνου άδικης εκκαθάρισης συνεπών στελεχών. (...) Η εκκαθάριση άφησε τα μακροχρόνια σημάδια της, αποκαλύπτοντας τις αδυναμίες της εξουσίας και ταυτόχρονα κλονίζοντάς την, ώσπου παρενέβη ο ίδιος ο Στάλιν για να τη σταματήσει (Λ. Μάρτενς, ο.π.). Το ενδεχόμενο μιας νέας, ακούσιας «μεγάλης εκκαθάρισης» φόβιζε και την καθοδήγηση και τη βάση του ΚΚΣΕ. Ετσι, αποδόθηκαν όλα τα προβλήματα σε έναν πεθαμένο για να αποφορτιστεί η ένταση, που για να εκτονωθεί ίσως στρεφόταν επί δικαίων και αδίκων (...).

5. Πιστεύω ότι η βασική αδυναμία των Θέσεων είναι η παρουσίαση της διαδικασίας της καπιταλιστικής παλινόρθωσης ως μονόπλευρα εξελικτικής διαδικασίας μετά το 20ό Συνέδριο, με πρότερο οπορτουνιστικό δόλο στα όρια της προδοσίας, χωρίς κανένας να προσπαθεί να τη σταματήσει.

Δεν ήταν αντίθετη μόνο η ομάδα Μαλένκοφ - Μολότοφ το 1957. Υπήρχαν αντίθετες προτάσεις και για τη μεταρρύθμιση του 1965 (...), και για τις οικονομικές κατευθύνσεις του 24ουΣυνεδρίου (...), ενώ υπήρχαν και παράλληλες διορθώσεις (π.χ. κατάργηση των «Σοβναρχόζ» 1965). Από τις Θέσεις προκύπτει ότι υπήρξε μια ευθεία απ' το 20ό Συνέδριο ως την Περεστρόικα, όπου οι επίγονοι διέλυαν ό,τι έφτιαξαν οι προηγούμενοι, χωρίς να προσθέσουν τίποτα θετικό. Αξιζε να υπερασπιζόμαστε την ΕΣΣΔ εκείνα τα χρόνια που «εξελισσόταν» σε καπιταλιστική;

-- Το 25ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (...) αναθεώρησε πολλά στοιχεία από την εξωτερική πολιτική του 20ούΣυνεδρίου (Ντοκουμέντα Συνδιάσκεψης 1995).

Προβληματίστηκε από τις οικονομικές αποτυχίες του 24ουΣυνεδρίου και έκανε νέες οικονομικές επεξεργασίες (...). Αλλο αν δεν πραγματοποιήθηκαν πλήρως και τι είδους ιδεολογική ζημιά είχε ήδη γίνει.

(...) Για τα παραπάνω βλ. «Ιστορία του ΚΚΣΕ», 1980.

-- Πιστεύω ότι η ΕΣΣΔ ξαναμπήκε από τη δεκαετία του 1970 στον ορθό δρόμο, με την περίοδο Αντρόποφ όχι ως απλή συνεπή παρένθεση, αλλά ως κορυφή των προσπαθειών, που συνεχίστηκαν και μετά, μέχρι την Περεστρόικα (...).

6. Για την Περεστρόικα: Οι Θέσεις την αντιμετωπίζουν ως αντεπαναστατική διαδικασία, αλλά δεν αναδεικνύουν τις αντιδράσεις εναντίον της. Υπήρξαν τέτοιες (...). Το 1991 σχηματίστηκε η «Επιτροπή Εκτάκτου Ανάγκης» από μέλη του ΠΓ και της κυβέρνησης για να σταματήσει την καπιταλιστική παλινόρθωση. Φάνηκε ότι ο σοσιαλισμός διαθέτει «αντισώματα» (...).

Παρά τα υποκειμενικά λάθη του ΚΚΣΕ, ο σοσιαλισμός δεν ανατρεπόταν. Η στιγμή της ανατροπής ήταν πολιτικοστρατιωτική ενέργεια του ιμπεριαλισμού. Και βρήκε αντίδραση, τόσο ποιοτικά («Επιτροπή...»), όσο και ποσοτικά (...). Επιβεβαιώθηκε όμως η μαρξιστική διαλεκτική. Το ότι οι μάζες δεν υπερασπίστηκαν δυναμικά το σοσιαλισμό οφείλεται στον αποπροσανατολισμό του «ειρηνικού περάσματος» του 20ούΣυνεδρίου (...).

-- Οι οπισθοδρομήσεις στη βάση και το εποικοδόμημα ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού επιδρούν αρνητικά, αλλά δεν τον ανατρέπουν από μόνες τους. Αυτό το κάνει ο αντίπαλος που εκμεταλλεύεται κι ενίοτε δημιουργεί την αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα. Γι' αυτό κι ο σοσιαλισμός δεν «κατέρρευσε» ούτε «ανατράπηκε». Τον ανέτρεψε ο ιμπεριαλισμός.

7. Για τη Θέση 30: Το ΚΚΕ ωρίμασε σε δύσκολες συνθήκες (...). Είχε περισσότερο ανάγκη την προβολή του οράματός του, που αντιπροσώπευε η ΕΣΣΔ.

Ενα μεγάλο μέρος του έζησε στην πολιτική προσφυγιά. Ωφελήθηκε σημαντικά από την ΕΣΣΔ (...).

Η δημιουργία του «ΚΚΕ Εσωτερικού» αύξησε τα φιλοσοβιετικά του αντανακλαστικά.

Η εναλλαγή διαφορετικών συνθηκών δράσης δε βοηθούσε το ΚΚΕ να επεξεργάζεται στρατηγική και τακτική. Ετσι, ζητούσε βοήθεια απ' το ΚΚΣΕ (...).

Δεν πιστεύω ότι το ΚΚΕ ήταν ανυποψίαστο, αφού μέχρι το 1968 οι «Εσωτερικοί» καλύπτονταν πίσω από τις Θέσεις του ΚΚΣΕ. Στη Μεταπολίτευση, τις ξαναχρησιμοποιούσαν για να σπεκουλάρουν εναντίον του (...).

Την περίοδο της Περεστρόικα εγκλωβίστηκε στο ΣΥΝ από μια αναθεωρητική κλίκα που αποφάσισε να πάρει το ΚΚΕ μαζί της. Και μόνο που η φράξια καλυπτόταν πίσω από τις θέσεις της Περεστρόικα, του έδωσε «σήμα» και δε διαχύθηκε στο ΣΥΝ (...).

Η Θέση 30 δε λέει αυτά, αλλά ότι «εξαπατηθήκαμε λόγω εξιδανίκευσης της ΕΣΣΔ...». Τελικά, ορθά το ΚΚΕ υπερασπιζόταν πάντοτε την ΕΣΣΔ και το ΚΚΣΕ;


Κώστας Τσιναρίδης

Για μερικές πλευρές του διαλόγου για το σοσιαλισμό

Η συζήτηση για το σοσιαλισμό απαιτεί, προπαντός, σαφήνεια κριτηρίων. Οι παρακάτω σκέψεις, νομίζω, συμβάλλουν σ' αυτό το ζητούμενο.

1. Στη σχέση οικονομίας-πολιτικής υπάρχει αλληλεπίδραση, αλλά «σε τελική ανάλυση» οι οικονομικές σχέσεις είναι η καθοριστική πλευρά. Συνεπώς, ΣΩΣΤΑ η ΚΕ θέτει ως βασικό κριτήριο τη σταδιακή ενδυνάμωση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής και τη συρρίκνωση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων.

2. Αναδείχθηκε το ερώτημα αν σωστά γίνεται λόγος στις Θέσεις για οπορτουνιστική στροφή στο 20ό Συνέδριο. Διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι οι σοσιαλιστικές σχέσεις αναπτύσσονται συνεχώς μετά τη ΝΕΠ και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80, με κριτήριο τη μείωση του αριθμού των κολχόζ.

Κατ' αρχάς, το ίδιο το κριτήριο είναι ανακριβές. Η απευθείας σύγκριση 1950-1980 συγκαλύπτει τους πραγματικούς ρυθμούς εξέλιξης αυτής της διαδικασίας. Ετσι, ο αριθμός των κολχόζ, από 254 χιλ. το 19501, έπεσε στις 91,2 χιλ. το 1953, δηλαδή μέσα σε τρία μόλις χρόνια, στις 44 χιλ. το 1960, 33 χιλ. το 1970 και 29,9 χιλ. το 19802. Αντίστοιχα, το μέσο μέγεθός τους: Από 474 εκτ. το 19402, αυξήθηκε σε 589 εκτ. το 19501, 1.147 εκτ. το 1953, 2.795 εκτ. το 1960, 3.003 εκτ. το 1970 και 3.676 το 19802. Ομοίως, η αξία της παραγωγής: Το 1960 υπολογιζόταν σε 27,8 δισ. ρούβλια (τιμές 1973), το 1965 σε 35,5 δισ., το 1970 σε 42,3 δισ., το 1975 σε 42 δισ. και το 1980 σε 41.8 δισ.2 Δηλαδή, μεταξύ 1950 και 1953 προχώρησε ένα κύμα συνενώσεων μικρών κολχόζ - αποδεικνύοντας την ωριμότητα των αντικειμενικών συνθηκών για επιτάχυνση της διαδικασίας πλήρους κοινωνικοποίησής τους - ενώ στη συνέχεια οι ρυθμοί επιβραδύνονται, μέχρι στασιμότητας.

Παραπέρα, απορώ για ποια «συνέχεια» στην εμβάθυνση των σοσιαλιστικών σχέσεων γίνεται λόγος, με την εισαγωγή των «μεταρρυθμίσεων» του 1965 στην αγροτική οικονομία και στη βιομηχανία. Τα μέτρα αυτά (όπως περιγράφονται στη Θέση 19) είναι μέτρα αποδυνάμωσης των σοσιαλιστικών σχέσεων, όχι ενίσχυσής τους. Στον αντίποδα, ο Στάλιν υποδείκνυε να μετριέται η αποδοτικότητα όχι ανά επιχείρηση ή κλάδο, αλλά στο σύνολο της λαϊκής οικονομίας και όχι ετησίως, αλλά σε βάθος 10-15 ετών3. Παράλληλα, έβαζε ως στόχο την πλήρη κοινωνικοποίηση της συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, μέσω της ανάπτυξης ενός καθολικού συστήματος ανταλλαγής του συνόλου της παραγωγής της, με βιομηχανικά προϊόντα3. Οι υποδείξεις αυτές εγκαταλείφθηκαν οριστικά απ' τη δεκαετία του '60 και μετά.

3. Η άποψη περί «συνέχειας» στην οικονομική πολιτική μέχρι τη δεκαετία του '80 καταλήγει στη θέση ότι η βασική αιτία της αντεπανάστασης πρέπει να αναζητηθεί στη λειτουργία του Κόμματος και των σοβιέτ. Ετσι όπως τίθεται η άποψη αυτή, ισοδυναμεί με ιδεαλιστική υπεκφυγή. Το μαρξιστικό-λενινιστικό κριτήριο προσέγγισης της κοινωνικής εξέλιξης είναι η εξέταση των σχέσεων παραγωγής στην ενότητά τους με τις παραγωγικές δυνάμεις και στην αλληλεπίδρασή τους με την ταξική διάρθρωση και το εποικοδόμημα. Η εσωκομματική πάλη (και η πολιτική πάλη γενικότερα) αντανακλά αντιτιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα, τα οποία καθορίζονται, σε τελευταία ανάλυση, απ' τις εξελίξεις στο οικονομικό πεδίο. Αν δεν είχε τεθεί και επιτευχθεί ο στόχος της κολεκτιβοποίησης, η «λειτουργία του κόμματος και των σοβιέτ» είναι αμφίβολο αν θα αρκούσε για να σώσει την επανάσταση...

Ταυτόχρονα, η προώθηση της κολεκτιβοποίησης μετατόπισε το κέντρο βάρους της ταξικής πάλης στο εσωτερικό της εργατοαγροτικής συμμαχίας: Απ' τους κουλάκους και τους ΝΕΠμεν, ως φορείς «κοινωνικής αντίστασης», στα διευθυντικά στελέχη των κρατικών και συνεταιριστικών, αγροτικών και βιομηχανικών μονάδων. Γενικότερα, ο συνδυασμός της καθυστέρησης και, τελικά, ανακοπής της πορείας ενίσχυσης των σοσιαλιστικών σχέσεων με την αντίστοιχη εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων, είχε ουσιαστικές επιπτώσεις στη διαστρωμάτωση της εργατικής τάξης (είναι χαρακτηριστικό, απ' την άποψη αυτή, το πόσο αντιφατική ήταν η στάση των εργατών απέναντι στο σταχανοβικό κίνημα). Είναι ζήτημα προς παραπέρα διερεύνηση το πώς και σε ποιο βαθμό οι εξελίξεις αυτές επέδρασαν στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, όξυναν την αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας και, τελικά, υπονόμευσαν την ενότητα της εργατικής τάξης.

Σ' αυτό το πλαίσιο, ασφαλώς και έχει νόημα η εξέταση πλευρών της λειτουργίας του κόμματος, των σοβιέτ, κλπ. Αυτό, ωστόσο, δε δικαιολογεί καμία υποχώρηση στην πίεση του ιμπεριαλισμού, καμία διολίσθηση στον υποκειμενισμό. Δε γίνεται, λ.χ., να εξαντλείται η «ευαισθησία» ορισμένων στις «υπερβολές» κατά την καταστολή της αντεπανάστασης τη δεκαετία του '30 και να αποσιωπούνται οι «περίεργοι θάνατοι» μιας σειράς στελεχών (Κίροφ, Μπέρια, Γκότβαλντ, Μπιερούτ κλπ.), οι καθαιρέσεις (Μαλένκοφ, Καγκανόβιτς, Μολότοφ, Ράκοσι, Τσερβένκοφ, κλπ.}, οι διώξεις (400 νεκροί στην Τιφλίδα το 1956, κλπ.) από το '53 και μετά, αλλά και οι συνέπειες για το ίδιο το Κόμμα μας εκείνη την περίοδο. Δε γίνεται να αναρωτιόμαστε γιατί δεν έκανε συνέδριο το ΚΚΣΕ από το 1939 μέχρι το 1952, λες και οι μαχητές στα διαλείμματα των μαχών, ή οι κάτοικοι του ισοπεδωμένου Στάλινγκραντ μπορούσαν να συζητούν προσυνεδριακά ντοκουμέντα. Δε γίνεται να αναδεικνύουμε τον «αντισοβιετισμό» ως κίνδυνο για την περίοδο μετά το 1956, αλλά να υιοθετούμε την κριτική «τύπου Ρούση» απ' το '56 και πριν...

4. Η κρυφή ή φανερή διαφωνία ορισμένων απόψεων με το βασικό κριτήριο που έθεσε η ΚΕ, οδηγεί και σε αυτοαναιρούμενες εκτιμήσεις, όπως εκείνη που χρεώνει στις Θέσεις λογική «παρθενογένεσης» αναφορικά με το ρόλο του 20ού Συνεδρίου, ερμηνεύοντας επιλεκτικά ορισμένες αποφάσεις του (π.χ., την «ειρηνική συνύπαρξη») ως συνέχεια θέσεων της προηγούμενης περιόδου. Το περίεργο είναι ότι οι υποστηρικτές της άποψης αυτής - σφοδροί υποστηρικτές της «συνέχειας» στην πορεία της ΕΣΣΔ - θεωρούν ότι η στροφή προς τον καπιταλισμό έγινε ...μόλις τη δεκαετία του '80 (!). Αν το να μιλά κανείς για «οπορτουνιστική στροφή του 20ού Συνεδρίου» είναι μια φορά «παρθενογένεση», το να μιλά για «ανατροπή» το 1985, ύστερα από 70 χρόνια «συνεχούς» σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δεν είναι, άραγε, ...δέκα φορές «παρθενογένεση»;

Η οπορτουνιστική στροφή στο 20ό Συνέδριο σίγουρα δεν υπήρξε «κεραυνός εν αιθρία». Προϋπήρχαν οι αντικειμενικοί όροι που γεννούν και αναπαράγουν τον οπορτουνισμό: Η ιμπεριαλιστική πίεση, τα αστικά υπολείμματα, η διαμόρφωση στο εσωτερικό του προλεταριάτου και του λαού στρωμάτων με ιδιαίτερα συμφέροντα, κλπ. Εκείνο όμως που ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ πριν και ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΤΑ το 20ό Συνέδριο, είναι το γεγονός ότι - για πρώτη φορά - η οπορτουνιστική γραμμή γίνεται κυρίαρχη στο κόμμα. Αυτό σημαίνει ότι για μια σειρά λόγους που θέλουν περαιτέρω μελέτη, ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων, από τα μέσα της δεκαετίας του '50 είχε μετατοπιστεί υπέρ των δυνάμεων των οποίων τα συμφέροντα αντιτίθονταν στην επέκταση των σοσιαλιστικών σχέσεων. Είναι, μήπως, «λύση» το να αποσιωπήσουμε αυτή την πραγματικότητα;

Πολύ περισσότερο που δεν πρόκειται για «κάποια λάθη», επιμέρους χαρακτήρα, αλλά για ολοκληρωμένη οπορτουνιστική γραμμή που εκφράστηκε στην οικονομία, στο πολιτικό σύστημα (με μαζικές αμνηστεύσεις και αποκαταστάσεις στο κόμμα και το κράτος των κρατουμένων για αντισοβιετική δράση), στην εξωτερική πολιτική (με υποχώρηση του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, χάριν της «ειρηνικής συνύπαρξης»), στην αναθεώρηση του μαρξισμού-λενινισμού σε ζητήματα ΑΡΧΗΣ, όπως η θέση για το «παλλαϊκό κράτος», το «κοινοβουλευτικό πέρασμα στο σοσιαλισμό», κλπ. Αν όλα αυτά, κάποιοι από εμάς τα θεωρούν απλώς «μερικά λάθη», πρέπει να αρχίσουμε σοβαρά να ανησυχούμε...

Σωστά λοιπόν η ΚΕ αποτιμά το 20ό Συνέδριο ως σημείο αποφασιστικής στροφής, στο οποίο τίθενται οι βάσεις της διάβρωσης στο κόμμα και στο εργατικό κράτος, σημείο που άνοιξε το δρόμο στην ανοιχτή αντεπανάσταση των αρχών της δεκαετίας του 1990.

Τελειώνω τις σκέψεις αυτές, υπενθυμίζοντας σε μερικούς συντρόφους που κριτικάρουν τις Θέσεις της ΚΕ «υπερασπίζοντας», τάχα, τον Στάλιν, τα λόγια του ίδιου: «Κριτικάροντας την "οικονομική κομμούνα" του Ντύρινγκ που λειτουργεί μέσα σε συνθήκες εμπορευματικής κυκλοφορίας, ο Ενγκελς στο "Αντι-Ντύρινγκ" του, απέδειξε πειστικά ότι η παρουσία της εμπορευματικής κυκλοφορίας πρέπει να οδηγήσει αναπόφευκτα τις λεγόμενες "οικονομικές κομμούνες" του Ντύρινγκ στην αναγέννηση του καπιταλισμού. Οι σ.σ. Σανίνα και Βένζερ, είναι φανερό ότι δε συμφωνούνε μ' αυτό. Τόσο το χειρότερο γι' αυτούς»3.

Παραπομπές

1. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, «Πολιτική Οικονομία», Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1961.

2. Λάμπρου Τσελίκα, «Ιστορική επισκόπηση της οικονομικής ανάπτυξης της ΕΣΣΔ, 1955-1990», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 6/2002.

3. Ι. Β. Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».


Γρηγόρης Γρηγοριάδης
ΚΟΒ Μηχανικών Αθήνα

18ο Συνέδριο - Συνέδριο αντεπίθεσης ή Συνέδριο ευθύνης;

Βασικό σύνθημα του Κόμματος, στηριγμένο στην ενενηντάχρονη ιστορία του, είναι το δίπτυχο «πρωτοπόρα θεωρία - πρωτοπόρα δράση». Ενα σύνθημα δομημένο πάνω σε τρεις αδιαπραγμάτευτους άξονες, που καθιστούν ένα κόμμα κομμουνιστικό.

1. Η αταλάντευτη πίστη στο μαρξισμό - λενινισμό, την κοσμοθεωρία του.

2. Η ακλόνητη λειτουργία του ως κόμμα νέου τύπου, τόσο στην εσωoργανωτική του ζωή και κανόνες, όσο και στις μορφές εφαρμογής της πολιτικής του δράσης.

3. Η προσήλωσή του στο στρατηγικό του στόχο, το σοσιαλισμό.

Με όπλο αυτούς τους άξονες και μελετώντας το βαθμό εφαρμογής τους την προηγούμενη περίοδο, μπαίνουν οι βάσεις για το σχεδιασμό της περιόδου που ακολουθεί. Επομένως εγείρεται ένα ερώτημα: Τον προηγούμενο καιρό, η δράση του Κόμματος δρομολογεί τις κοινωνικές εξελίξεις και καθορίζει τους όρους δράσης του λαϊκού κινήματος, ή μήπως αφουγκράζεται τους προβληματισμούς των λαϊκών στρωμάτων, αξιοποιώντας την ιδεολογική ανωτερότητα των πολιτικών του θέσεων και προσαρμόζει τις κινήσεις του με βάση τα δρώμενα;

Το ΚΚΕ, ως κόμμα νέου τύπου έχει χρέος, προσανατολισμό, να καθοδηγήσει την εργατική τάξη και τα σύμμαχα σε αυτήν στρώματα. Προβάλλοντας το πρωτοπόρο κοινωνικό πρόσταγμα, πρέπει να την κατευθύνει στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας σοσιαλιστικής.

Αραγε το ΚΚΕ καθοδηγεί τους σημερινούς αγώνες ή μόνο συμμετέχει και συμβάλλει σε αυτούς, έστω και καθοριστικά εξαιτίας της οργανωτικής του δομής και της λαϊκής απήχησης από την ιστορία του; Απαντώντας την ερώτηση αυτή, βλέποντας πίσω μας τους εργατικούς αγώνες της τελευταίας δεκαετίας τουλάχιστον, τη μορφή και το περιεχόμενο των διεκδικήσεων, την κατάσταση της εργατικής τάξης, το βαθμό συσπείρωσης στα σωματεία και οργάνωσης της πάλης της, καταλήγουμε υποχρεωτικά σε μια αντίφαση. Αν προχωρήσουμε λίγο ακόμη κάνοντας μια ανασκόπηση τόσο στους αγώνες της αγροτιάς, όσο και στις μαθητικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις της τελευταίας περιόδου, αντικρίζουμε την ίδια αντίφαση. 'Η η κοσμοθεωρία του Κόμματος είναι ασταθής, οι πολιτικές θέσεις και το πρόγραμμά του δεν υπερέχουν από τη θεωρία της καπιταλιστικής κοινωνίας, δηλαδή με δυο λόγια η θεωρία του δεν είναι πρωτοπόρα, ή η διαδικασία, η στόχευση και το πολιτικό πρόσταγμα των ταξικών αγώνων του σήμερα είναι τέτοια που παρά την υπαρκτή πρωτοπόρα θεωρία, δεν αναδεικνύουν πρωτοπόρα δράση. Ετσι το σύνθημα αποτελεί αφορμή των συλλογισμών μου, από σύνθεση καταλήγει σε αντίφαση.

Το σύνθημα «πρωτοπόρα θεωρία - πρωτοπόρα δράση» είναι για ένα Κομμουνιστικό Κόμμα διαλεκτικά συνδεδεμένο, ενωμένο όπως ένα δέντρο με τα κλαδιά του. Επομένως, η ερμηνεία της αντίφασης ότι το Κόμμα, ή καθοδήγησε, εφόσον βέβαια το πέτυχε, τους αγώνες στο χώρο π.χ. της Παιδείας σε λάθος κατεύθυνση, ή δεν τους καθοδήγησε αλλά συμμετείχε ενεργά σε αυτούς, και λόγω της μη καθοδήγησης αυτοί κατέληξαν σε λάθος προσανατολισμό, βρίσκεται λίγο πιο πέρα.

Η σκληρή προφανής αλήθεια είναι ότι το Κόμμα, μελετώντας και τηρώντας απαρέγκλιτα τη θεωρία του, έχει διατυπώσει πολιτικές θέσεις με πρωτοπόρα χαρακτηριστικά που τεκμηριώνουν ότι υπερέχει των αστικών θεωριών. Παρ' όλα αυτά, τόσο το κομματικό δυναμικό, όσο και οι συνοδοιπόροι του Κόμματος έχουν σε πολύ μικρό βαθμό εμβαθύνει σε αυτή τη θεωρία. Ετσι, η πρωτοπόρα θεωρία δεν εκτίθεται στη φωτιά της ταξικής διαπάλης της κοινωνίας μας, παρά μόνο σε μικρές δόσεις, που αναδεικνύουν σποραδικά σε πρωτοπόρα τη δράση του Κόμματος. Η πρωτοπόρα δράση, η έννοια της καθοδήγησης και όχι της συμμετοχής στο κίνημα, δεν είναι κτήμα και δεν μπορεί να τη διαμορφώσει και να την αναδείξει στη μάχη το κομματικό δυναμικό. Πόσο μάλλον να αφυπνιστεί ο εργάτης, ο αγρότης, ο φοιτητής, να έρθει σε επαφή και να εμπεδώσει τη θεωρία του Κόμματος, να κατανοήσει την αναγκαιότητα, την υφή, τη μορφή και τη σημασία της οργανωμένης πάλης, στοιχεία απαραίτητα στην πορεία προς την ανατροπή αυτού του βάρβαρου συστήματος.

Ταυτόχρονα, η επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού συνεχώς εντείνεται. Οσο ο εργαζόμενος ξεζουμίζεται από την υπερεκμετάλλευση της εργασίας του, τόσο πιο έντονα θα αναζητά λύση στο πρόβλημά του. Αν τη διέξοδο καταλήξει να την αναζητήσει μόνος του χωρίς οργάνωση και πολιτικό πρόσταγμα, αυτό είναι η καλύτερη υπηρεσία στην αστική τάξη που τον ηγεμονεύει. Εξάλλου το βασικότερο στοιχείο της οργανωμένης πάλης είναι η δυνατότητα καθοδήγησης και πρωτοπόρας δράσης μέσα σε αυτή.

Επομένως, είναι επιτακτικό στο 18ο Συνέδριο, το ΚΚΕ να λάβει όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες ώστε να αναδεικνύει την πρωτοπόρα δράση, να είναι καθοδηγητής, ενορχηστρωτής των λαϊκών αγώνων, όχι μόνο αναπόστατος συμμέτοχός τους. Αλλιώς, αντί να κατευθύνουμε το κύμα, τη θύελλα των λαϊκών αντιδράσεων που έρχονται, αυτό θα μας παρασύρει. Η ευκαιρία να ανοίξει μια καθοριστική καμπή στην ανατροπή της σάπιας αστικής τάξης θα χαθεί. Η διαδικασία ωρίμανσης του μονόδρομου της εξέλιξης της κοινωνίας σε σοσιαλιστική, θα πάει χρόνια πίσω.

Μπροστά λοιπόν στο 18ο Συνέδριο, έχουμε χρέος στην ενενηντάχρονη ιστορία του ΚΚΕ να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, τόσο ατομικά, όσο και συλλογικά για την ανάδειξη του ρόλου του, και το σωστό προσανατολισμό στον προγραμματικό του στόχο, το σοσιαλισμό. Κάθε καθυστέρηση ή και απόκλιση από την πορεία αυτή, είναι ευθύνη και πλήγμα όχι μόνο σε εμάς τους ίδιους, αλλά το κυριότερο, αρνητική παρακαταθήκη στις γενιές που έρχονται.


Βαγγέλης Γεωργίου
Ηλιούπολη

Για το σοσιαλισμό

Ξεκινώντας από την αντίληψη ότι ο αφορισμός και η σχηματοποίηση ήταν πάντα μια πιο εύκολη διαδικασία από την αντίληψη του διαλεκτικού υλισμού και ορμώμενος από μια σειρά άρθρων, θα διατυπώσω κάποιες μεθοδολογικές παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα που πηγάζουν από αυτές:

1. Το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα όντας πρωτοπόρο αλλά και αναπόσπαστο κομμάτι της ολότητας οικονομίας-κοινωνίας στην κίνησή της, θέτει πάντα στην πολιτική του θεωρία και πρακτική μονάχα τα προβλήματα εκείνα που μπορεί να επιλύσει. Μια προσπάθεια επίλυσης των ιστορικών διλημμάτων του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος μακριά από τις απαντήσεις που προσπάθησαν να δώσουν σε αυτά οι τότε υπάρχουσες τάσεις δηλώνει την ιστορική προβολή σημερινών πολιτικών τοποθετήσεων και την επικράτηση της επιθυμίας, έναντι των συντριπτικών δυνάμεων της κοινωνικής αναγκαιότητας. Η παραπάνω θέση δεν μπορεί να αποτρέψει, αλλά τουναντίον αντικειμενικά διευκολύνει, την εκ των υστέρων κριτική, καθιστώντας την απόρροια της ακριβοπληρωμένης πείρας του κινήματος.

2. Η ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος διέπεται από τις αντιφάσεις και τη μη ευθύγραμμη πορεία της συνολικής ιστορικής εξέλιξης. Κατά συνέπεια, η ανάγνωση της ιστορίας του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος μακριά από την ταυτόχρονη παρουσία διαλεκτικής συνέχειας και ασυνέχειας υποβιβάζει τη μελέτη της ιστορίας στην παράταξη ιστορικών γεγονότων που καταλήγει στο συμπέρασμα μιας χαώδους και τυχαίας ιστορίας ή σε μια θετικιστική αιτιοκρατία, η οποία καταλήγει στη ρήση «τα πάντα έγιναν όπως όφειλαν να γίνουν». Μέσα στα πλαίσια αυτών των προσεγγίσεων, ο οποιοσδήποτε μπορεί να απομονώσει το τάδε ή δείνα περιστατικό ως δήθεν αποδεικτικό στοιχείο μιας άποψης, ή αντίστοιχα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πρώτη απόπειρα οικοδόμησης σοσιαλισμού ήταν καταδικασμένη να αποτύχει (συμπέρασμα παρόμοιο με αυτό που προωθεί η αστική τάξη).

3. Η σύγχρονη κριτική οφείλει να βλέπει τις μελλοντικές σοσιαλιστικές χώρες ως εξοπλισμένες από την πείρα των σοσιαλιστικών χωρών που ήδη παρουσιάστηκαν, αλλά χωρίς να τις ταυτίζει μαζί τους. Οπως ο Λένιν βροντοφώναξε ότι η «Κομμούνα ήταν μια κυβέρνηση που δε θα είναι η δική μας», το σύγχρονο κομμουνιστικό κίνημα οφείλει να ξεκαθαρίσει την ήρα από το σιτάρι στα πλαίσια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Εάν υποτιμήσουμε τις κατακτήσεις του σοσιαλισμού, μοιραία θα οδηγηθούμε σε ένα μέλλον-απόλυτη (και όχι διαλεκτική) άρνηση του παρόντος και παρελθόντος, δηλαδή σε μια ουτοπία. Εάν αποτρέψουμε την κριτική πάνω στις αδυναμίες, τις ελλείψεις, τα λάθη και τις παραβιάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τότε και πάλι θα μιλήσουμε για ένα μέλλον-προβολή του παρελθόντος και τότε δυστυχώς οι αδυναμίες θα συμπαρασύρουν στο σκοτάδι τον κοσμοϊστορικό ρόλο των πρώτων σοσιαλιστικών χωρών(τουλάχιστον μέσα στα πλαίσια αυτής της κριτικής).

4. Η αποτίμηση του παγκόσμιου εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος οφείλει να βλέπει κάτω από τις ιδεολογικές παρεκκλίσεις και τις αντιπαραθέσεις, τα πραγματικά ταξικά συμφέροντα που εκφράζουν. Διαφορετικά ο κίνδυνος του ιδεαλισμού παραμένει και οδηγεί στην ακύρωση του μαρξισμού -λενινισμού. Κίνδυνος υπάρχει όμως και μέσα από μια εξίσωση της ανάπτυξης των σχέσεων παραγωγής και παραγωγικών δυνάμεων με βέβαια από τα πριν αποτελέσματα, η οποία αντί να αποτελεί την κοινωνικοταξική γείωση της ιστορίας, συνιστά μια θετικιστική παρέκκλιση που δεν μπορεί να καταλήξει σε άλλο συμπέρασμα από την ύπαρξη ενός από τα πριν κατασκευασμένου σχεδίου ιστορίας πέραν των δυνάμεων και της δραστηριότητας του ανθρώπου. Αλλά σε αυτή την περίπτωση δε θα χρειαζόταν ούτε κομμουνιστικό κόμμα, ούτε πολύ περισσότερο και μια αποτίμηση του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε.

5. Με βάση όλα τα παραπάνω, η εκτίμηση του ρόλου των αποφάσεων του 20ού συνεδρίου ως ποιοτικής στροφής είναι σωστή όχι μόνο στατικά αλλά και δυναμικά. Στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ενωσης, οι αποφάσεις άνοιξαν το δρόμο για μια οικονομική πολιτική προσανατολισμένη στην παλινόρθωση του καπιταλισμού. Στις χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής μια σειρά από κομμουνιστικά κόμματα που δρούσαν στα πλαίσια επαναστατικής κατάστασης, οδηγήθηκαν σε μια ηττοπαθή στρατηγική, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της «ειρηνικής συνύπαρξης». Στις χώρες της Ευρώπης το σύνολο των κομμουνιστικών κομμάτων (και όχι μόνο τα ευρωκομμουνιστικά) προσανατολίστηκαν σε συνεργασίες με τη σοσιαλδημοκρατία στα πλαίσια της «επανένωσης του σοσιαλιστικού κινήματος». Στην προσπάθεια επεξεργασίας μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής, δεν αρκεί κάποιος απλά να καταδικάσει τις εκφάνσεις αυτής της ακολουθούμενης πολιτικής, αλλά πρέπει να εμβαθύνουμε στις συνέπειές της, στον τρόπο συγκρότησης, στη δράση και στους στόχους των κομμουνιστικών κομμάτων. Οσοι δεν αποδέχονται την ύπαρξη της τομής, μοιραία θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ο Γκορμπατσόφ είναι ο γνήσιος απόγονος του Μαρξ (γεγονός που υπερασπίστηκε τόσο το ΚΚΕ, όσο και μια σειρά από άλλα κομμουνιστικά κόμματα τη δεκαετία του '80).

6. Η εξέλιξη των οικονομικών μεταρρυθμίσεων στα πλαίσια της Σοβιετικής Ενωσης και των υπόλοιπων σοσιαλιστικών χωρών, όχι μόνο δεν οδήγησαν σε εξάλειψη των προσοσιαλιστικών εκμεταλλευτικών τάξεων, αλλά δημιούργησαν νέους ταξικούς διαχωρισμούς μέσα στα πλαίσια του σοσιαλισμού. Φαινόμενα όπως η μαύρη αγορά και η δεύτερη οικονομία, δηλώνουν εκμετάλλευση μέρους του κοινωνικού προϊόντος και κατά συνέπεια ακυρώνουν το θεμέλιο λίθο του σοσιαλιστικού καθεστώτος, δηλαδή την άρνηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, έστω και αν αυτή η εκμετάλλευση δεν εκφράζεται μέσα από την «καθαρή» έννοια της υφαρπαγής της υπεραξίας.

7. Βέβαια, το 20ό Συνέδριο δεν μπορεί παρά να είναι και προϊόν διαλεκτικής συνέχειας μέσα στους κόλπους της Σοβιετικής Ενωσης και του μπολσεβίκικου κόμματος. Η υπερψήφιση των αποφάσεών του δεν μπορεί παρά να είναι η συνέπεια της στήριξης κάποιων συγκεκριμένων κοινωνικοταξικών δυνάμεων σχηματισμένων στο επίπεδο της οικονομίας και αποκρυσταλλωμένων - με την έννοια της πολιτικής έκφρασης συγκεκριμένων συμφερόντων - στο επίπεδο του κόμματος. Αυτός είναι ο λόγος που σημάδια της μετέπειτα ακολουθούμενης πολιτικής μπορούμε να βρούμε και πριν από το 20ό συνέδριο. Αναφορικά με το πώς επικράτησαν αυτές οι δυνάμεις οφείλουμε να εξετάσουμε μια σειρά από παράγοντες. Ενας από αυτούς είναι ο τρόπος διοίκησης των εργοστασίων (υπαγωγή στο κράτος, μονοπρόσωπη διεύθυνση αστών ειδικών, τρόικα, μονοπρόσωπη διεύθυνση διορισμένη από το κόμμα) και η αντίστοιχη λήψη των αποφάσεων μέσα στα πλαίσια της αγροτικής παραγωγής. Μεγάλη είναι η σημασία της λειτουργίας των αστών ειδικών μέσα στα πλαίσια της σοβιετικής εξουσίας όπως και η προσομοίωση της εκλογής των σοβιέτ με τον αστικό κοινοβουλευτισμό (σύνταγμα του 1936). Ιδιαίτερη είναι η αξία της μελέτης του ρόλου και της χρησιμότητας θεσμών ελέγχου της σοβιετικής εξουσίας όπως η εργατοαγροτική επιθεώρηση, με δεδομένο ότι η διάκριση των εξουσιών μέσα στα πλαίσια μιας εξουσίας θωρακίζει μάλλον την εξουσία παρά την ελέγχει. Κλείνοντας, ο τρόπος δόμησης και δράσης των κατασταλτικών μηχανισμών της δικτατορίας του προλεταριάτου διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, γεγονός που αποτυπώνεται στην επιμονή των Μαρξ και Λένιν να μιλούν για αντικατάστασή τους από τον ένοπλο λαό. Η αθροιστική μελέτη των παραπάνω παραγόντων και άλλων ακόμα θα σκιαγραφήσει τις κοινωνικοταξικές δυνάμεις εκείνες που σε κάθε φάση της Σοβιετικής Ενωσης στήριξαν από τα μέσα την αντεπανάσταση.

8. Ο σοσιαλισμός όντας η ατελής βαθμίδα του κομμουνισμού είτε θα εμβαθύνει συνεχώς προσεγγίζοντας τον κομμουνισμό είτε θα ηττηθεί. Η ταξική πάλη δεν μπορεί να έχει ποτέ ουδέτερο πρόσημο. Το ζήτημα αυτό θα πρέπει βέβαια να εξεταστεί με δεδομένο το γεγονός της διάστασης ανάμεσα στη μαρξιστική διακήρυξη της παγκόσμιας επανάστασης και στη θεωρία του αδύναμου κρίκου που διατυπώθηκε από το Λένιν, επιβεβαιώθηκε από την επαναστατική πρακτική του αιώνα που μας πέρασε. Η πείρα του πρώτου γύρου των σοσιαλιστικών επαναστάσεων σημαδεύτηκε στην πραγματικότητα από την ήττα των επαναστάσεων στο έδαφος του σοσιαλισμού. Ως εκ τούτου αναπόσπαστο κομμάτι μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής θα πρέπει να είναι η διατύπωση των αδρών γραμμών μιας πολιτικής που θα οδηγεί όχι μόνο στην αναπαραγωγή του μετεπαναστατικού καθεστώτος, αλλά στην προσπάθεια συνεχούς εμβάθυνσης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής και διοίκησης.


Κώστας Σκολαρίκος
Μέλος της ΟΒ Μεταπτυχιακών ΤΟ Παντείου της ΚΝΕ

Σκέψεις και προτάσεις

1. Επιστημονικότητα. Ενας ορός που τον αναφέρουμε και γραφούμε πολύ συχνά για να υπογραμμίσουμε τις αναλύσεις μας, ή να περιγράψουμε τη μεθοδολογία μας. Μάλλον γιατί έτσι αποκτά κύρος αυτό που προτείνουμε, παρ' ότι μερικές φορές ξενίζει, π.χ. στη Θ. 10 για το σοσιαλισμό αναφέρεται ο επιστημονικός κομμουνισμός. Ομως, σκέφτομαι, ποσό επιστημονική μπορεί να είναι μια ανάλυση, όταν οι πηγές/αναφορές της είναι μόνο, η έστω κυρίως, οι «κλασικοί»; Οταν δε χρησιμοποιούμε τη (δοκιμασμένη επιστημονικά στην πράξη) μεθοδολογία τους για να χειριστούμε καινούρια δεδομένα και τις μεταξύ τους σχέσεις, που γεννά η ιστορική εξέλιξη, αλλά «μεταφέρουμε», σχεδόν αυτούσια, τα τότε δεδομένα στη σημερινή κατάσταση;

Ενα παράδειγμα. Υπάρχει πλήθος ερευνητικών εργασιών που προσπαθούν να συσχετίσουν το πώς τα γονίδιά μας ρυθμίζουν εγκεφαλικές διεργασίες που επηρεάζουν με τη σειρά τους κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές, και πώς το περιβάλλον (με τη γενικότερη έννοια του ορού) επηρεάζει την όλη διαδικασία. Τέτοια γνώση δεν υπήρχε την εποχή των κλασικών. Πώς αντιμετωπίζουμε αυτό το ζήτημα, όταν μάλιστα μπορεί να γίνει αντικείμενο για προώθηση αντιδραστικών (δηλ. αντιεπιστημονικών) θεωριών, για την εξυπηρέτηση άλλων πολιτικών; Το πρόβλημα αποκτά ιδιαίτερη σπουδαιότητα όταν αναλογιστούμε ότι πραγματεύεται το κύριο θέμα για τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή την ανθρωπινή φύση.

Επομένως το να θεωρούμε ότι ο σοσιαλιστικός άνθρωπος θα δημιουργηθεί όταν παρέλθει η «μεταβατική περίοδος» που όμως δεν μπορεί (?!) να κρατήσει πολύ, αν δεν είναι άκρατος βολονταρισμός, τι είναι; Για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, θέλω να διευκρινίσω ότι τα ζητήματα που έχουμε μπροστά μας είναι πολλά και διαπλεκόμενα, αλλά χρήζουν καθημερινής και άμεσης αντιμετώπισης (η καθημερινή πολιτική πάλη μας), αλλά απαιτούν ερευνά σε βάθος χρόνου για να αποδώσουν γνώσεις που να μπορεί το οργανωμένο κίνημα να ενσωματώσει δημιουργικά (διαλεκτικά) στην τακτική του. Το συγκεκριμένο όμως θέμα, δηλαδή το πώς επηρεάζεται η ανθρωπινή φύση, και στη συνέχεια η κοινωνική μας συνείδηση με δεδομένη «προϊστορία» που «κουβαλάει» το είδος μας, και με τις επιδράσεις του περίγυρου στη διαμόρφωσή της, που κυριαρχείται από αντιανθρώπινα «ιδανικά», είναι μεγάλης σημασίας και για τη λειτουργία του κόμματός μας, και για τη συγκρότηση του «μετώπου» και για τη διαμόρφωση των τακτικών επιλογών μας για τη μετάβαση στην αταξική κοινωνία. Πολύ περισσότερο που έχει αφεθεί ελεύθερο το τοπίο για ιδεαλιστικές προσεγγίσεις.

Ενδεικτικά αναφέρω ότι η ανάδειξη στελεχών, ο χρόνος παραμονής στην κομματική εξουσία (σε όλα τα επίπεδα), η σχέση γενικού - ειδικού στην ανάπτυξη των ιδιαίτερων ικανοτήτων του κάθε συντρόφου, με άλλα λόγια η καλύτερη δυνατή λειτουργία του κόμματος έτσι ώστε, σταδιακά, να αντικαθίστανται η καθηκοντολογία με την ενσυνείδητη προσφορά, η «τυφλή πίστη» με την τεκμηριωμένη αναγκαιότητα για το σοσιαλισμό, ο διαχωρισμός (στην πράξη) σε ηγεσίες και μέλη/μάζες με την ανύψωση των ικανοτήτων όλων και μετατροπή τους σε δυνητικούς ηγέτες, είναι αδήριτη ανάγκη που δε θα βασίζεται σε παραινέσεις και ευχολόγια αλλά σε επιστημονική γνώση των υποκείμενων και της λειτουργίας τους στην κοινωνία.

2. Κοινωνική ιδιοκτησία - κρατική ιδιοκτησία - κοινωνικοποίηση. Ποιες οι βασικές διαφορές; Μια είναι η κοινωνία στη μεταβατική περίοδο; Παλαιότερα, για να αντιδιαστείλει με μας τις προτάσεις του το ΠΑΚ-ΠΑΣΟΚ επέμενε στον προσδιορισμό «κοινωνικοποίηση», χωρίς να τον προσδιορίζει, σε αντίθεση με τον ορό «κρατικοποίηση» που χρησιμοποιούσαμε εμείς, με μοντέλο βεβαία το ιδιοκτησιακό καθεστώς που φαινόταν να υπάρχει στην ΕΣΣΔ.

3. Προσπάθεια οικοδόμησης σοσιαλισμού. Μήπως δεν έχουμε ακόμα όλα εκείνα τα δεδομένα για να καταλήξουμε σε συμπέρασμα, έστω και προσωρινό; Αναμφίβολα πολλά στοιχεία που αναφέρονται στις Θέσεις, αλλά και γενικότερα, καταδεικνύουν ότι επιχειρήθηκαν με επαναστατικό τρόπο βασικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές και μπήκαν οι βάσεις για τη, με μεθοδικότητα, μετάβαση από τη φεουδοκαπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας στη σοσιαλιστική. Πρωτόγνωρες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, αλλά και πραγματικά «ανθρωπινά» δικαιώματα κατακτήθηκαν στις χώρες οικοδόμησης του σοσιαλισμού και αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη και εμψύχωση για τις καταπιεζόμενες τάξεις και λαούς σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ομως, ταυτόχρονα, η συνέχιση της ταξικής πάλης με ιδιόμορφα μέσα και η κομματική διαπάλη στην κορυφή, χωρίς ουσιαστική συμμετοχή της τεράστιας πλειοψηφίας των κομματικών μελών στις αποφάσεις, προδιέγραψε τη θλιβερή κατάληξη, αφού είχε πια απλωθεί η απάθεια, η αμετοχή, η αίσθηση της αδυναμίας επηρεασμού στην τεράστια πλειοψηφία του λαού, συμπεριλαμβανομένων και των μελών των ΚΚ.

Οι Θέσεις περιγραφούν ορισμένα προβλήματα/ λάθη/ γραφειοκρατικές υπερβολές/ αντανάκλαση αντισοσιαλιστικών συμφερόντων μέσα στο ΚΚΣΕ/ αδυναμίες του επαναστατικού ρεύματος/ ανεπάρκειες, κλπ. αλλά ελάχιστα αντιμετωπίζουν την εξήγηση εμφάνισης αυτών των φαινομένων. Και αυτό είναι λογικό! Λείπουν στοιχεία, και, τελικά, χωρίς την ενδελεχή εξέταση του υποκειμενικού παράγοντα (ειδικά στη δομή/ λειτουργία του ΚΚ), δύσκολα θα κατανοήσουμε την πραγματικότητα.

4. Αντί επιλόγου. Με όποιον τρόπο και να αναγνώσουμε τις Θέσεις, όσα και όποια ιστορικά κείμενα/ αναλύσεις πάρουμε, υπόψη μας το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η αναγκαιότητα για το σοσιαλισμό είναι και ώριμη και επίκαιρη παρά ποτέ! Οι προηγούμενοι ιστορικοί κοινωνικοί σχηματισμοί, και ο σημερινός, εδράζονται σε εκμεταλλευτικές σχέσεις της εκάστοτε (ολιγάριθμης) άρχουσας τάξης και της τεράστιας πλειοψηφίας των λαών. Η (από καταβολής κόσμου) βιολογική εξέλιξη και η (πιο πρόσφατη) κοινωνική εξέλιξη έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για το τέλος της ιστορίας των εκμεταλλευτριών τάξεων και τη δύσκολη προσπάθεια προς τον κομμουνισμό. Δύσκολη, όχι μονό γιατί η άρχουσα τάξη θα πολεμήσει με όλα τα μέσα για να αποφύγει ή/και να επιβραδύνει τις εξελίξεις αυτές, αλλά και γιατί οι βιολογικές/ κοινωνικές «εγγραφές» στην ανθρωπινή φύση απαιτούν και προσπάθεια και χρόνο για τη μετεξέλιξή της έτσι που να ωριμάσουν και οι υποκειμενικές συνθήκες για το οικοδόμημα της ελευθερίας, την κομμουνιστική κοινωνία. Ας μη μας απογοητεύουν λοιπόν οι δυσκολίες και αποτυχίες πολλών επαναστατικών εγχειρημάτων (από την παρισινή κομμούνα μέχρι την κατάληξη της μπολσεβίκικης επανάστασης, τη διολίσθηση(?) της κινέζικης επανάστασης, ή οι δυσκολίες της κουβανέζικης προσπάθειας για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού). Η κριτική υπεράσπιση/ αλληλεγγύη να συνοδεύεται με νηφάλιες εκτιμήσεις και με την καθημερινή ταξική πάλη με όλες τις μορφές και εξειδικεύσεις της. Η ζυγιασμένη σύνδεση της καθημερινής πρακτικής δουλειάς με την καθημερινή επιστημονική - ιδεολογική δουλειά είναι θεμελιακό ζήτημα για να προσεχτεί ώστε ούτε να βαλτώσουμε, ούτε να ξεφύγει η «πρωτοπορία». Ενα δύο βήματα μπρος, ένα δύο βήματα πίσω, κοιτάζοντας, προχωρώντας μπροστά.


Γιάννης Μισιρλής
Πάτρα



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ