ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 11 Μάη 2000
Σελ. /48
Οι μισθοί στην «προκρούστεια κλίνη» της ΟΝΕ

Παπαγεωργίου Βασίλης

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ (του απεσταλμένου μας ΒΗΣ. ΓΚΙΝΙΑ).-

Η «έκθεση» της Κομισιόν που αιτιολογεί τη «σύσταση» προς το Συμβούλιο για ένταξη της Ελλάδας στο «τρίτο στάδιο» της ΟΝΕ του Μάαστριχτ από την 1/1/2001, αναφέρεται γενικά στην πλήρωση των τεσσάρων ονομαστικών «κριτηρίων σύγκλισης», αλλά προβαίνει σε συστηματική και εκτεταμένη αναφορά στη βασική σημασία «μισθών και εργατικού κόστους», τόσο στη δεκαετία που πέρασε, όσο και για τα επόμενα χρόνια.

Η βασική διαπίστωση της Κομισιόν είναι ότι οι μέχρι τώρα επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, όσο και η μελλοντική «διατηρησιμότητά» τους στα πλαίσια των εσαεί επιταγών του Μάαστριχτ, στηρίζονται στο ταξικό, αντεργατικό δίπτυχο «αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις», ενώ «οι διαρθρωτικές πολιτικές αναμένεται να συμπληρώσουν τις προσπάθειες» με ριζική ανατροπή του «κοινωνικού κράτους».

Οι Βρυξέλλες εκτιμούν ότι η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κ. Σημίτη αποτελεί κομβικό σημείο στη δεκάχρονη ιστορία του «ελληνικού Μάαστριχτ» αφού, όπως τονίζει με έμφαση η έκθεση, «στα τέλη του 1996, ξεκίνησε ένα νέο στάδιο, όταν φάνηκε ότι χρειαζόταν αυστηρότερος συνδυασμός οικονομικών πολιτικών». Η Κομισιόν επιχαίρει για την ταξική συμπεριφορά των ελληνικών κυβερνήσεων στα πλαίσια των δεκάχρονων επιταγών του Μάαστριχτ, και εκφράζει την πεποίθηση ότι οι επιδόσεις «φαίνονται να είναι βιώσιμες, εφόσον η δημοσιονομική πολιτική παραμείνει αυστηρή και συνεχιστούν οι συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις».

Τόσο η Κομισιόν όσο και η έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) αδιαφορούν πλήρως για τις κοινωνικές επιπτώσεις της «αυστηρής» αντιλαϊκής πολιτικής, τη φτώχεια, την ανεργία, την κοινωνική εξαθλίωση. Στις εκθέσεις δεν υπάρχει ούτε λέξη. Για όλους αυτούς δεν υπάρχει παρά ένα ζήτημα, η ευημερία των «κριτηρίων» ως προϋπόθεση αύξησης των κερδών και εμπέδωσης της ταξικής τους ηγεμονίας. Εξάλλου, όπως δήλωσε προχτές όλο περηφάνια ο ΥΠΕΘΟ Γ. Παπαντωνίου, μπορεί η κυβέρνηση να εκλέγεται από τους Ελληνες πολίτες, αλλά «το μόνο πλαίσιο άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής, είναι το Πρόγραμμα Σύγκλισης (ΠΣ) που εγκρίνεται στις (από) τις Βρυξέλλες». Και ο υπουργός Εργασίας Τ. Γιαννίτσης ομολογώντας ότι «ο κατώτερος μισθός, βρίσκεται, απόλυτα, κάτω από το όριο της φτώχειας», δήλωσε την ίδια μέρα ότι «η κυβέρνηση έκανε παροχή του δεκαχίλιαρου, χωρίς, όμως, να πειράξει την ανταγωνιστικότητα».

Η έκθεση της Κομισιόν

Τα εργασιακά «περιλαμβάνονται στο τμήμα για τη σταθερότητα των τιμών» (πληθωρισμός). Από «τις αρχές της δεκαετίας του 1990» οι οικονομικές πολιτικές προσανατολισμένες στη σταθερότητα «διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο». Ως το 1996 η αντιπληθωριστική στρατηγική βασιζόταν πρωταρχικά στην «καλούμενη» πολιτική της σκληρής δραχμής. «Στα τέλη του 1996, ξεκίνησε ένα νέο στάδιο, όταν φάνηκε ότι χρειαζόταν ένας αυστηρότερος συνδυασμός οικονομικών πολιτικών». Και αυτό γιατί «μετά μια περίοδο συγκρατημένων αυξήσεων το 1990-'93 το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος επιταχύνθηκε κατά τα έτη ως το 1997». Το Μάρτη 1998, μετά την είσοδο της δραχμής στον ΜΣΙ, δόθηκε «μεγαλύτερη έμφαση στο ρόλο της εισοδηματικής πολιτικής ως στοιχείου - κλειδί». Το Μάη 1998 υπεγράφη διετής συλλογική σύμβαση για τον ιδιωτικό τομέα «που δεν αντιστάθμισε τα κέρδη παραγωγικότητας», αλλά ήταν «σημαντικό βήμα» προς την καθιέρωση συγκρατημένων μισθολογικών αυξήσεων. «Πράγματι η συμφωνία οδήγησε σε επιβράδυνση των ονομαστικών αμοιβών των μισθωτών και του κόστους εργασίας το 1998 και το 1999, παρά τη σχετικά έντονη οικονομική δραστηριότητα». Επιπλέον, τα μέτρα που εγκρίθηκαν «προς τα τέλη» του 1999 «είχαν έμμεση θετική επίδραση στις μισθολογικές εξελίξεις, δεδομένου ότι συνέβαλαν στη μείωση του ποσοστού πληθωρισμού που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της ρήτρας αντιστάθμισης». Οσον αφορά τη μείωση των επιτοκίων «υπολογίζεται ότι θα περιορίσει το εισόδημα των νοικοκυριών κατά 3% του ΑΕΠ». Το ΠΣ 1999-2002 «καθιστά σαφή τη δέσμευση των ελληνικών αρχών να συνεχίσουν με αυστηρότερη δημοσιονομική πολιτική «για το 2001», ενώ «μια κατάλληλη διετής συλλογική σύμβαση το 2002 θα συνέβαλε στη συγκράτηση του κόστους εργασίας. Η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να προωθήσει μια τέτοια ρύθμιση». Επιπλέον, «η φορολογική πολιτική κατέστη αυστηρότερη». Δικαιολογημένα, λοιπόν, πανηγυρίζουν στις Βρυξέλλες.

ΟΤΑΝ ΜΙΛΟΥΝ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ
Μύθος και πραγματικότητα για την παραγωγικότητα

Ο πίνακας που δημοσιεύουμε σήμερα παριστά την πορεία τριών διαφορετικών μεγεθών: του πληθωρισμού, του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και της αμοιβής ανά εργαζόμενο. Η καθοδική πορεία των τριών δεικτών αποτυπώνει αφ' ενός την καθοδική πορεία του πληθωρισμού, αφ' ετέρου υποδεικνύει ποιοι ήταν οι παράγοντες που συντέλεσαν σ' αυτή την εξέλιξη. Είναι λοιπόν σαφές ότι το σύνολο των συνεπειών της «αντιπληθωριστικής» πολιτικής που ακολούθησε η κυβέρνηση πληρώθηκε από τους εργαζόμενους.

Από τον πίνακα αυτό μπορούμε ακόμη να διαπιστώσουμε ότι τα κυβερνητικά επιχειρήματα περί υψηλών αμοιβών και υψηλού κόστους εργασίας δεν είχαν (και δεν έχουν) καμιά απολύτως βάση. Ωστόσο, με τα ίδια επιχειρήματα η κυβέρνηση επιμένει για τη νέα μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και την περαιτέρω μείωση του κόστους εργασίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όσον αφορά στην παραγωγικότητα της εργασίας (σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν), η Ελλάδα το 1999 παρουσίασε διπλάσιο ποσοστό αύξησης του σχετικού δείκτη απ' τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εκτιμάται επίσης ότι και το 2000 το ποσοστό αύξησης της παραγωγικότητας στη χώρα μας θα είναι σημαντικά μεγαλύτερο απ' ό,τι στην υπόλοιπη ΕΕ.

Από τον πίνακα προκύπτει ότι η πορεία του ονομαστικού κόστους εργασίας ήταν καθοδική ιδιαιτέρως την τελευταία τριετία.

Οπως σημειώνεται και στην έκθεση της Κομισιόν για την πορεία της ελληνικής οικονομίας σημαντική συμβολή στην εξέλιξη αυτών των μεγεθών είχε η διετής γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, την οποία συνυπέγραψε η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ με τις εργοδοτικές οργανώσεις. «Η συμφωνία οδήγησε σε επιβράδυνση των ονομαστικών αμοιβών των μισθωτών και του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 1998 και το 1999, παρά τη σχετικά έντονη οικονομική δραστηριότητα».

ΕΥΡΩΒΟΛΕΣ
Ιδιωτικοποίηση του στρατού..!

Λέτε να το δούμε και αυτό; Στη Γερμανία, πάντως, είναι ήδη πραγματικότητα. Εννοούμε την «ιδιωτικοποίηση» των γερμανικών ένοπλων δυνάμεων..!

Το σχέδιο εκπονήθηκε από τον υπουργό Αμυνας Ρούντολφ Σάρπινγκ και τον υπουργό Οικονομικών Χανς Αϊχελ και έτυχε του δημόσιου επαίνου του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ.

Πρόκειται, όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες του σχεδίου, για τη σύναψη «στρατηγικής συμμαχίας» μεταξύ στρατού και ιδιωτικών επιχειρήσεων, με στόχο την ανακαίνιση των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.

Το επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Γερμανίας για την προώθηση αυτής της «στρατηγικής συμμαχίας» ήταν τα μεγάλα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, τα οποία δεν επέτρεπαν την αγορά σύγχρονων όπλων και τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων. Κατέληξαν λοιπόν στη λύση να αντλήσουν τα απαραίτητα κονδύλια απ' τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα αποκτήσουν καίριες, στρατηγικές θέσεις μέσα στο στρατό.

Ενας ανώτατος αξιωματικός του γερμανικού στρατού, όταν ρωτήθηκε για τις συνέπειες αυτής της πρωτοφανούς «συμμαχίας», δήλωσε χαρακτηριστικά: «Στο μέλλον η καλή τιμή θα είναι το κριτήριο για τις συναλλαγές μας»!

Θα δώσουμε μερικά παραδείγματα για τι θα σημάνει πρακτικά η υλοποίηση αυτού του σχεδίου. Προβλέπεται λοιπόν μεταξύ των άλλων η πώληση ή η ενοικίαση των 48.000 λεωφορείων του γερμανικού στρατού σε ιδιωτικές εταιρείες. Αντιστρόφως, η μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους του στρατιωτικού προσωπικού θα ανατεθεί σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Παρόμοιες αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και στο δικαίωμα χρήσης προωθούνται και για τα ακίνητα (στρατιωτικές εγκαταστάσεις), αλλά και για τις τεχνικές εγκαταστάσεις του στρατού, όπως και το δίκτυο των τηλεπικοινωνιών των ενόπλων δυνάμεων.

Η υλοποίηση αυτής της «στρατηγικής συμμαχίας» μεταξύ του στρατού και των πολυεθνικών επιχειρήσεων μοιραία θα οδηγήσει στην «ιδιωτικοποίηση» όλων των λειτουργιών της εθνικής άμυνας. Δε μένει λοιπόν να δούμε και την παρουσία των εκπροσώπων της «Φολκσβάγκεν», της «Κρουπ», της «Ντόιτς Τέλεκομ», της «Λουφτχάνσα» και των άλλων πολυεθνικών κολοσσών στα γενικά επιτελεία να ανταλλάσσουν με τους στρατηγούς απόψεις για μπίζνες ή και για τα στρατιωτικά σχέδια για την επέμβαση στο Μαυροβούνιο, στη Σερβία ή όπου αλλού κινδυνεύουν τα κοινά τους συμφέροντα.

Αυτό που επιχειρείται να γίνει στη Γερμανία φέρνει στην επιφάνεια μια νέα πραγματικότητα: Την απόφαση των πολυεθνικών επιχειρήσεων να περάσουν απ' ευθείας και χωρίς τη διαμεσολάβηση του πολιτικού ή στρατιωτικού προσωπικού στους κρίσιμους μηχανισμούς των ενόπλων δυνάμεων. Δίπλα στη διπλωματία των επιχειρήσεων θα έχουμε τώρα και τους ιδιωτικοποιημένους στρατούς;


Δάνης ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ