Ο χαρταετός φαίνεται να άνοιξε για πρώτη φορά τα πολύχρωμα εύθραυστα φτερά του περίπου στα 1000 π.Χ. και έκτοτε δεν έπαψε να χρωματίζει με το δικό του ξεχωριστό τρόπο τον ουράνιο θόλο, από την Ανατολή έως τη Δύση. Από την Κίνα, φτιαγμένος από μετάξι και μπαμπού, με τη μορφή του δράκου που ήταν ιερό, θεϊκό σύμβολο, αντικείμενο θαυμασμού και λατρείας για το λαό, πέταξε μακριά. Πέταξε στην Κορέα κι από εκεί στην Ινδονησία και τη Μαλαισία, για να φτάσει στην Ιαπωνία, όπου εμπλουτίστηκε με περισσότερο έντονα χρώματα και πήρε τη μορφή των αυστηρών Σαμουράι. Στη Βόρεια Ινδία, εδώ και χιλιάδες χρόνια, οι αιθέριοι χορευτές υποδέχονται την άνοιξη, σε γιορτές που έχουν τις ρίζες τους στην ινδουιστική μυθολογία. Τον 4ο π.Χ. αι., στην αρχαία Ελλάδα, σύμφωνα με τις πηγές, ο αρχιμηχανικός Αρχύτας του Τάραντος χρησιμοποίησε στην αεροδυναμική του τον αϊτό. Παλαιότερη αναφορά θα μπορούσε να θεωρηθεί η απεικόνιση σε ελληνικό αγγείο της κλασικής περιόδου μιας κόρης που κρατά στα χέρια της λευκή σαΐτα δεμένη με νήμα, ένα είδος αϊτού δηλαδή, και την οποία ετοιμάζεται να πετάξει. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η χρήση του χαρτιού δεν ήταν ακόμη γνωστή, εικάζουμε ότι τα χρόνια εκείνα, τα όποια πειράματα ή παιχνίδια με αϊτούς θα πρέπει να τα έκαναν με πανί, αντίστοιχο με αυτό που χρησιμοποιούσαν στα πλοία έως και τα μεσαιωνικά χρόνια. Πολύ αργότερα, ο Μάρκο Πόλο, γυρίζοντας από τα ταξίδια του, φέρνει το χαρταετό στη Μεσαιωνική Ευρώπη.
Στην ιστορική διαδρομή του ο χαρταετός βοήθησε και αρκετούς επιστήμονες: Το 1749 ο Σκοτσέζος μετεωρολόγος Alexander χρησιμοποίησε χαρταετούς με θερμόμετρα, προκειμένου να καταγράψει και να μελετήσει τις θερμοκρασιακές μεταβολές σε μεγάλο υψόμετρο. Το 1752 ο Βενιαμίν Φραγκλίνος εκτέλεσε το διάσημο πείραμα με τον χαρταετό, προκειμένου να αποδείξει ότι οι αστραπές δεν είναι τίποτα άλλο παρά στατικός ηλεκτρισμός. Τα χρόνια 1799-1809, ο σερ George Cayley άρχισε να πειραματίζεται με τους χαρταετούς, προκειμένου να κατασκευάσει μια μηχανή που να έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει ανθρώπους στον αέρα. Και τα κατάφερε! Το 1853 πέτυχε να πετάξει το πρώτο ανεμοπλάνο, που μπόρεσε να σηκώσει το βάρος ενός ατόμου για σαράντα ολόκληρα δευτερόλεπτα. Το 1833 ένας Βρετανός, αυτή τη φορά, μετεωρολόγος, χρησιμοποίησε τους χαρταετούς για να ανυψώνει ανεμόμετρα, ώστε να καταγράφει και να μελετά τις ταχύτητες των ανέμων στα διάφορα υψόμετρα.
Σε κάθε χώρα, το πέταγμα του χαρταετού παίρνει μια εντελώς διαφορετική διάσταση, καθώς με διάφορους τρόπους συσχετίζεται με τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου. Πάντως, είτε ως παιχνίδι και συνήθεια του χτες είτε ως παιχνίδι του σήμερα μα και του αύριο, το πέταγμα του χαρταετού έχει τη δύναμη, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους του έτους για κάθε χώρα, να ξεσηκώνει σε όλο τον κόσμο μικρούς και μεγάλους και να τους παρασύρει σ' ένα διαφορετικό, αλλά πάντοτε πολύχρωμο πανηγύρι χαράς. Για παράδειγμα, στην Κίνα διοργανώνονται κάθε χρόνο διαγωνισμοί για την ανάδειξη του πιο όμορφου χαρταετού. Οι περισσότεροι όχι μόνο αναπαριστούν δράκους, ψάρια, πουλιά και άλλα αιώνια σύμβολα της μακρινής Ανατολής, αλλά συχνά έχουν ενσωματωμένες σφυρίχτρες ή σωλήνες που μπορούν να βγάζουν μουσικούς ήχους χάρη στον αέρα που περνά από μέσα τους, δημιουργώντας έτσι ένα μαγευτικό υπερθέαμα εικόνας και ήχου. Στην Οσάκα της Ιαπωνίας, κάθε χρόνο, την 5η μέρα του Μάη, οι μικροί Ιάπωνες περιμένουν με αγωνία το Κοντομόνοϊχι ή αλλιώς τη Μέρα των Παιδιών. Εκείνη τη μέρα, οι οικογένειες που έχουν μικρούς γιους συνηθίζουν να ανεμίζουν στον κήπο πολύχρωμες κορδέλες και πελώριους χαρταετούς σε σχήμα κυπρίνου, που τους έχουν δέσει σ' ένα μεγάλο στύλο από μπαμπού μ' έναν ανεμόμυλο στην κορυφή του. Οι γιρλάντες και οι χαρταετοί-κυπρίνοι συμβολίζουν την οικογένεια: Ο πρώτος χαρταετός τον πατέρα, ο δεύτερος τη μητέρα και ο τρίτος το παιδί-γιο. Ο κυπρίνος είναι ένα δυνατό και γερό ψάρι, γνωστό για την ενεργητικότητα και την αποφασιστικότητά του, καθώς κολυμπάει κόντρα στο ρεύμα και πετάγεται ψηλά πάνω από την επιφάνεια του νερού. Ετσι, ο κυπρίνος αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για τους μικρούς Ιάπωνες, που πρέπει να μάθουν και εκείνοι να ξεπερνούν κάθε εμπόδιο της ζωής με δύναμη και αποφασιστικότητα. Ωστόσο, μια από τις πιο εντυπωσιακές γιορτές των αιθέριων αιώνιων χορευτών πραγματοποιείται εδώ και χιλιάδες χρόνια στη Βόρεια Ινδία και παίρνει μοναδικές διαστάσεις στη γιορτή «Basant». Η γιορτή γίνεται για την υποδοχή της άνοιξης κάθε Φλεβάρη στη Λαχώρη στο σημερινό Πακιστάν και αντανακλά παγανιστικές συνήθειες του παρελθόντος. Σε αυτή τη γιορτή, όλοι λαχταρούν να κατακτήσουν με τον χαρταετό τους τον ουρανό, πράγμα που θα τους εξασφαλίσει η χρήση των πιο καλών υλικών και ιδιαίτερα του ανθεκτικότερου σπάγκου, ο οποίος επικαλύπτεται με σκόνη γυαλιού. Μαζί με τα υλικά, αυτό που καθορίζει τη νίκη είναι η έξυπνη άμυνα, οι δυναμικές επιθέσεις και οι επιδέξιοι χειρισμοί που γίνονται κυρίως από τις ταράτσες των σπιτιών. Η ομορφιά που προσφέρουν τη μέρα οι εκατομμύρια πολύχρωμοι χαρταετοί συνεχίζεται και τις νύχτες, καθώς συνεχίζεται και το παιχνίδι, με ολόλευκους χαρταετούς, λουσμένους όχι μόνο στο φως του φεγγαριού, αλλά και στο φως που πλημμυρίζει την πόλη, ειδικά για την περίσταση.
Η «Ιλιάδα» ενέπνευσε και εμπνέει όλες τις Τέχνες. Δημιουργούς Ελληνες και ξένους, όπως τον Henri Motte, γνωστό Γάλλο ζωγράφο του 19ου αιώνα, που μας έδωσε είκοσι τέσσερις ακαδημαϊκές λιθογραφίες εμπνευσμένες από το ομηρικό έπος. Πρωτοτυπώθηκαν στο Παρίσι (1886/1887;) και σήμερα εικονογραφούν τα σχολικά βιβλία της «Ιλιάδας». Μεταναστεύοντας το 1934 από την Οδησσό στην Ελλάδα η οικογένεια του Γιώργου Φαρσακίδη έφερε μαζί της μια πλούσια βιβλιοθήκη με αρκετές σπάνιες εκδόσεις. Μεταξύ αυτών και οι λιθογραφίες του H. Motte. «Μπολιασμένος με το όραμα της Επανάστασης... θυμάμαι από παιδί, περιδιαβαίνοντας με θαυμασμό στις εικονογραφημένες σελίδες των μύθων, της Ιλιάδας, να νιώθω μέσα μου την ανάγκη να τα μοιραστώ και με άλλους. Ετσι θα μπορούσα να πω πως η έκδοση αυτού του λευκώματος δεν είναι παρά η εκπλήρωση μιας επιθυμίας που από χρόνια φώλιαζε μέσα μου».
Οι είκοσι τέσσερις λιθογραφίες του Henri Motte (μία για κάθε Ραψωδία), εμπνευσμένες από την «Ιλιάδα», «παντρεύονται» στο Λεύκωμα με στίχους από το Ομηρικό έπος σε μετάφραση Αλέξανδρου Πάλλη και Ιάκωβου Πολυλά. Την επιλογή των στίχων και της μετάφρασης έκανε ο Ηρακλής Κακαβάνης.
Κάθε φύλλο του Λευκώματος και ένα άρμα να ζέψουμε τη γνώση και την εμπειρία για τον πόλεμο, την αξία του ειρηνικού βίου και την ομορφιά της ζωής. Να μας οδηγήσουν στον αιματοβαμμένο κάμπο της Τροίας όπου μαίνεται ο «πολυδάκρυτος» κατακτητικός πόλεμος των Αχαιών και των συμμάχων τους κατά των Τρώων.
Τον πόλεμο, ένα θέμα αποτρόπαιο και αποκρουστικό όσο η εκδίκηση του Αχιλλέα για το θάνατο του Πατρόκλου, με την ερμηνεία του ο Ομηρος από ειδικό το έκανε οικουμενικό, από πρόσκαιρο διαχρονικό και από απάνθρωπο ανθρώπινο. Ο πόλεμος και η αγριότητά του τρομάζουν, όπως σκιάχτηκε ο γιος του Εκτορα από την όψη του πολεμιστή: «Μα πίσω γέρνει το παιδί στον κόρφο της βυζάχτρας / με τις φωνές, τι τόσκιαζε η όψη του γονιού του». Ενώ περιγράφει τις μάχες και απεικονίζει τις πιο οικτρές σκηνές του πολέμου, «λες ποτάμια τρέχανε μαβρόθολα απ' το αίμας», μας αλλάζει διάθεση. Και τι δε σκαρφίζεται με τη γυναικεία διαβολιά η Ηρα που μεταχειρίζεται τα «μεγάλα μέσα» για να τουμπάρει τον Δία. Και η ασπίδα του Αχιλλέα; Τι δεν έχει πάνω της αυτή η ασπίδα; Αναπλάθει μιας εποχής τον κόσμο ολόκληρο. Οι ήρωες, τα κατορθώματά τους και οι ανθρωποσφαγές παραμερίζονται και ο ποιητής υμνεί την ομορφιά της ζωής και τα αγαθά του ειρηνικού βίου. Σα να θέλει να πει πως παρότι ο πόλεμος ξυπνά τα πιο άγρια και βάρβαρα ένστικτα του ανθρώπου, εντούτοις οι σκοτωμοί δε νικούν τη ζωή, την ανθρωπιά και την ομορφιά. Και στο τέλος του έπους, μετά τα μίση και τους σκοτωμούς, σμίγουν, κλαίει ο γερο - Πρίαμος, κλαίει και ο Αχιλλέας «σα θυμήθηκαν κι οι δυο...». Δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Και ο θρήνος των γυναικών, συμπυκνωμένη όλη η καταστροφή του πολέμου. Μα «ο πόλεμος θ' αρχίσει αν είναι ανάγκη».
Το λεύκωμα φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως διάμεσος για να (ξανα)διαβάσουμε την «Ιλιάδα» ως λογοτεχνικό ανάγνωσμα που θα δροσίσει την ψυχή μας και θα φωτίσει τη σκέψη μας.
Οι συγγραφείς κατάφεραν με μια απλή ιστορία να θέσουν «επί τάπητος» ερωτήματα στα οποία τα μικρά παιδιά αναζητούν απαντήσεις. Κατάφεραν ακόμα να προβληματίσουν τους μεγάλους και να τους κάνουν να αναρωτηθούν: Με ποιους τρόπους προσφέρουμε χαρά στα παιδιά μας; Πόσο συζητάμε μαζί τους θέματα που εκείνα μας βάζουν; Πόσες φορές «μπαίνουμε» στη θέση τους; Συμμεριζόμαστε τις αγωνίες ή τους φόβους τους; Θυμόμαστε συχνά ότι ήμασταν και οι ίδιοι κάποτε παιδιά;
Το βιβλίο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΨΥΧΟΓΙΟΣ» και απευθύνεται σε παιδιά από 4 ετών. Η «γλυκιά» εικονογράφηση ανήκει στην Ελίζα Βαβούρη.
Στη γιορτή, εκτελεστές και θεατές κυκλοφορούν με μουτζουρωμένα πρόσωπα για να ξορκίζουν το κακό και όλα τα στοιχεία μαρτυρούν τη σχέση με τη φύση και την αγροτική ενασχόληση των ανθρώπων.