Χώρα αιώνες καταπιεσμένη η Ιρλανδία γέννησε και γεννά σπουδαίους συγγραφείς, το έργο των οποίων γίνεται «καθρέφτης» της εποχής τους. Οι κατά καιρούς απελευθερωτικοί αγώνες, όπως και οι μαζικοί ξεριζωμοί του ιρλανδικού λαού, «καθρεφτίστηκαν» σε έργα αρκετών δημιουργών. Ποικίλα σύγχρονα δράματα του ιρλανδικού λαού «καθρεφτίζουν» έργα νεότερων σημαντικών συγγραφέων, μεταξύ των οποίων και «Η βασίλισσα της ομορφιάς» του Μάρτον Μακ Ντόνα (το πρωτοπαρουσίασε ο Θύμιος Καρακατσάνης). Μπορεί να είναι «βασίλισσα της ομορφιάς» μια ανύπαντρη σαραντάρα, βασανισμένη από τη μιζέρια, τον καθημερινό μόχθο για τον επιούσιο, στερημένη τον έρωτα και την αγάπη, κάθε χαρά και διασκέδαση, που της πέφτει ο «κλήρος» να γηροκομήσει μια ατομίστρια, καταπιεστική, ζηλόφθονη, αχάριστη, άπονη για το παιδί της, κακόψυχη, χήρα μάνα; Μια μάνα, που ίσως σε «τέρας» την κατάντησε η στερημένη, μίζερη ζωή που έζησε. Οχι, δεν μπορεί, υπονοεί με τον παραπλανητικό τίτλο του έργου του ο Μακ Ντόνα. Ο συγγραφέας έπλασε ένα ρεαλιστικότατα σκληρό δραματικό μύθο, μια πτυχή της πολύμορφης δυστυχίας του ιρλανδικού λαού, πανέξυπνα ψιμυθιωμένο με επιφανειακό «μαύρο χιούμορ», κάτω από το οποίο σφαδάζει η δραματική αλήθεια των τριών κύριων προσώπων. Της μάνας που με «νύχια και δόντια» αρπάζεται από τη ζωή της κόρης της. Της κόρης που εκδικητικά δολοφονεί τη μάνα που της ρήμαξε - και αυτή - τη ζωή και που, μετά το φονικό, παντέρημη καταντά σαν τη μάνα της. Του φτωχού, οικονομικού μετανάστη στην Αγγλία κι έπειτα στις ΗΠΑ, άντρα που της στέρησε και η ζηλόφθονη μάνα της και προπάντων η ρημάδα η ζωή, η βιοποριστική ανάγκη. Το έργο, σε έξοχη, άμεση, «κοφτερή» νοηματικά και γλωσσικά μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, με αξιοθαύμαστης ρεαλιστικής ακρίβειας σκηνικό και σύγχρονα κοστούμια του Γιώργου Πάτσα, με «φυσικούς» φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, με αρμόζοντες ήχους και μουσική που επέλεξε ο Δημήτρης Ιατρόπουλος, με βίντεο του Γιώργου Μιχελή, υπηρετείται τα μέγιστα από τη ρεαλιστική, δουλεμένη και στην παραμικρή λεπτομέρειά της, αισθαντική, δραματικά και χιουμοριστικά ισόρροπη, με καλοδιδαγμένες ερμηνείες, σκηνοθεσία της Νικαίτης Κουντούρη. Η καλύτερη μέχρι τώρα σκηνοθετική δουλειά της, χάρη και στις συνολικά πολύ καλές ερμηνείες. Η Ερση Μαλικένζου, κυριολεκτικά, ενσαρκώνει τη μάνα, ένα πλάσμα «δηλητηριασμένο» από τη ζωή αλλά και «δηλητηριώδες», θύτης και θύμα, που το σιχαίνεσαι και ταυτόχρονα το λυπάσαι. Η Ναταλία Τσαλίκη κάνει ένα σημαντικό ερμηνευτικό «άλμα». Απαρνούμενη την παγιωμένη χρόνια ερμηνευτική εικόνα της σε ρόλους ωραίων, φίνων, κοκετών, ερωτεύσιμων γυναικών, προσπάθησε και κατάφερε να «βυθίσει» το λόγο, την έκφραση, την κίνηση, προπαντός το συναίσθημά της στη στέρηση κορμιού και ψυχής, στην ψυχοσωματική κούραση, στον πόθο για χαρά και αγάπη, στη δυστυχία, στην απελπισία και τη δολοφονική παράκρουση της κόρης. Αυτή η ερμηνεία της φανερώνει σημαντικές, αλλά «θαμμένες» επί χρόνια ερμηνευτικές δυνατότητες της ηθοποιού. Αμεση, αληθινή, με σκηνικό νεύρο και αίσθηση του χιούμορ η ερμηνεία του νέου ηθοποιού Κωνσταντίνου Γαβαλά. Καλή, πικρά χιουμοριστική είναι και η ερμηνεία του Τάσου Γιαννόπουλου.
Διψασμένη γη. Διψασμένες ψυχές. Φύση και άνθρωποι στερημένοι απ' ό,τι δίνει ομορφιά, ελπίδα, ζωή. Η γη διψά για βροχή. Οι άνθρωποι για αγάπη. Πραγματικότητα και όνειρα στην αμερικανική δύση, εκεί όπου οι θηρευτές του «μαύρου χρυσού» στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σχεδίασαν και στις επόμενες επέφεραν την ερημοποίηση της άλλοτε εύφορης γης και του φυσικού περιβάλλοντος. Εκεί, που τότε το κακό ήταν ακόμη αναστρέψιμο και δεν είχαν γίνει όλοι όσοι βρήκαν στη γη τους πετρέλαιο αμείλικτα «κοράκια», τοποθέτησε ο Ρίτσαρντ Νας τη δράση του έργου του «Ο βροχοποιός». Εργο προειδοποιητικό, βαθιά ουμανιστικό, δραματουργικά τέλειο ως προς τη μυθοπλοκή και τους χαρακτήρες, με σοφές, γλυκόπικρες δόσεις δραματικότητας και χιούμορ και με σκόπιμο, έμμεσα διδακτικό, αίσιο τέλος. Ο Νας, με αυτό το έργο, «κήρυξε» στη φτωχή αμερικανική αγροτιά την ελπίδα και την αγάπη για τη ζωή και τη φύση, με «όχημα» το κεντρικό πρόσωπο του έργου. Εναν ανέστιο, έρημο, πλάνητα, ακίνδυνο «φτωχοδιάβολο», έναν παραμυθατζή που με τα «μάγια» του έρχεται η βροχή για να δροσιστεί η γη, το ερωτικό σμίξιμο και η αγάπη για να δροσίσει δύο μοναχικές ψυχές. Το έργο, σε άμεση γλωσσικά απόδοση της Ελένης Ράντου, με ρεαλιστικό σκηνικό (Μανόλης Παντελιδάκης) και ρεαλιστικά κοστούμια (Μανώλης Γαλετάκης), με αρμόζουσα μουσική επένδυση (Ιάκωβος Δρόσος), σκηνοθετήθηκε με εκσυγχρονιστικό ρεαλιστικό μέτρο από τον Γιάννη Κακλέα. Η ρεαλιστική κατεύθυνση της σκηνοθεσίας ευεργετήθηκε από τρεις ερμηνείες. Από τη λεπτοδουλεμένη απλότητα, αλήθεια και εσωτερικότητα της πραγματικά ταλαντούχας Αγγελικής Παπαθεμελή, την αισθαντικότητα και την εξισορρόπηση δραματικού και χιουμοριστικού στοιχείου από τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο και την ερμηνευτική φυσικότητα του Ερρίκου Λύτση. Θετικοί ερμηνευτικά είναι οι Αλέξανδρος Παρίσης και Μιχάλης Ιατρόπουλος. Ερήμην (ή με ευθύνη της σκηνοθεσίας;) κινούνται οι δήθεν «υπερεκφραστικές» ερμηνείες του Ορφέα Αυγουστίδη και ιδιαιτέρως του ανυπόφορα υπερβολικού, με εξυπναδίστικους και επιδεικτικούς μορφασμούς και πόζες Νεκτάριου Λουκιανού.
Δεν πρόκειται για έργο μεγάλων -θεματολογικά και μορφολογικά - απαιτήσεων. Δεν είναι ούτε δράμα, ούτε κωμωδία. Είναι, όμως, μαστορικά γραμμένο, με έγνοια, αγάπη, τρυφερότητα για κάθε άνθρωπο βασανισμένο από κάποιο πρόβλημα, ιδίως τον βασανισμένο από τη μοναξιά, ιδιαίτερα τον έρημο στη δύση του βίου του άνθρωπο, που αποζητά την επικοινωνία, την αφιλόκερδη φιλία, συμπαράσταση και αγάπη. Εμμεσος, σεμνός, δραματουργικά ανεπιτήδευτος, χυμώδης, υπόκρυφης δραματικότητας και πληθωρικού χιούμορ, «ύμνος» στη ζωή και την ανθρωπιά είναι το έργο του Αμερικανού πολύτροπου καλλιτεχνικά (ηθοποιός, σκηνοθέτης, δάσκαλος ηθοποιών και σκηνοθετών, σεναριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και παραγωγός) Ρίτσαρντ Αλφιέρι «Εξι μαθήματα χορού», το οποίο σε μετάφραση Αντώνη Γαλέου, απόδοση Πέτρου Ζούλια και Ρένης Πιττακή, σκηνοθέτησε ο πρώτος, αναδείχνοντας τη δραματουργική μαστοριά του (στην πλοκή και στο πλάσιμο των δύο προσώπων), την ανθρωπιστική τρυφερότητα και το χιούμορ του, με δημιουργικότατους συνεργάτες τους Μάρω Μαρμαρινού (εξαιρετική χορογραφία-διδασκαλία), Ελεάνα Βραχάλη (μουσική επιμέλεια, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη), Αναστασία Αρσένη (απέριττο σκηνικό και όμορφα κοστούμια), Ανδρέα Μπέλλη (φωτισμοί). Μια έμφυτα ευγενική και αξιοπρεπής, μεσήλικη γυναίκα, ανύπαντρη - «χήρα» δηλώνει - παντέρημη, με ελάχιστο χρονικό ορίζοντα ζωής - πάσχει από λευχαιμία - που έχει μια και μόνη, επίσης ηλικιωμένη και έρημη φίλη-συγκάτοικο στην πολυκατοικία όπου ζει, ποθώντας την επαφή, την επικοινωνία με ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα και αντιπαλεύοντας με αξιοπρέπεια τον επερχόμενο θάνατο, ζητά από ένα γραφείο εκμάθησης χορών έναν δάσκαλο για να της διδάσκει μια φορά τη βδομάδα, επί έξι βδομάδες - τόσος περίπου χρόνος ζωής της απομένει - παλιότερους και σύγχρονους χορούς. Το γραφείο της στέλνει έναν νεαρής ηλικίας δάσκαλο του χορού. Εναν άνεργο, χωρίς ελπιδοφόρα επαγγελματική προοπτική, μοναχικό, πληγωμένο ερωτικά και διψασμένο επίσης για επικοινωνία και αγάπη. Ο νέος, επί πληρωμή δάσκαλος, παρορμητικός, αυτοεξομολογητικός, διαπιστώνει ότι η γυναίκα κάθε άλλο παρά χρεία μαθημάτων χορού είχε. Χρεία της είναι η ανθρώπινη επαφή, η λύτρωση διά του χορού από τον τρόμο της αρρώστιας και του θανάτου, μια τελευταία γεύση ζωής. Δυο ξένοι, διαφορετικής ηλικίας και ζωής άνθρωποι, που αλληλογνωρίζονται και ενώνονται με βαθιά ανθρώπινη φιλία. Ο νεαρός δάσκαλος του χορού, μάθημα το μάθημα γίνεται ο φίλος-άγγελός της, ένας αληθινός σύντροφος της καρδιάς της, τρυφερότατος «συνοδός» της στο δρόμο του αξιοπρεπούς τέλους της. Η παράσταση κοσμείται με την τεράστια, την ασκημένη σε μεγάλων απαιτήσεων ρόλους και σπουδαία έργα, πείρα και το ταλέντο της Ρένης Πιττακή, που γοητεύει με τη γεμάτη απλότητα, εσωτερική αλήθεια, αλλά και τη σκηνική και χορευτική χάρη της, σε ένα ρόλο ολότελα διαφορετικό από όσους έχει παίξει. Εξαιρετική, με πάθος, νεύρο, ρυθμό, αλλά και μέτρο και η ερμηνεία του Κωνσταντίνου Κάππα.