Τα σκηνικά - κοστούμια είναι του Δαμιανού Ζαρίφη, η μουσική του Χρήστου Λεοντή και οι χορογραφίες της Βάλιας Παπαχρήστου. Μαζί με τον Γιώργο Αρμένη παίζουν: Πασχάλης Τσαρούχας, Νίκος Δαδινόπουλος, Μελίνα Βαμβακά, Τζένη Σκαρλάτου, Κώστας Μπάρας, Μαργαρίτα Βαρλάμου, Χρίστος Τσίρτσης, Κατερίνα Λυπηρίδου, Μαρία Μπενάκη, Βιβή Νικοπούλου, Παρασκευή Νέδου, Σοφία Καραγιάννη, κ.ά., που ερμηνεύουν περισσότερους από 60 ρόλους.
Η πρεμιέρα θα δοθεί στις 12 Ιουλίου, στο Δημοτικό Θέατρο Βέροιας και θα περιοδεύσει σε όλα τα φεστιβάλ της Ελλάδας.
Ο Γιάννης Κακλέας, σκηνοθέτης ανήσυχος, αντισυμβατικός, ανοιχτός σε διάφορες φόρμες και στη χρήση μέσων (λ.χ. κινηματογραφική εικόνα και βίντεο), εξαιρετικά ευρηματικός (πληθωριστικά ευρηματικός μερικές φορές), παρεμβατικός (έως και ανατρεπτικός) στη μορφή και δομή του έργου που επιλέγει, εδώ και χρόνια έχει διαμορφώσει τους δικούς του «κώδικες» ενός ποιητικού θεάτρου της ωμότητας, απαιτώντας από τους ηθοποιούς μια απόλυτη (έως και εξαντλητική) ψυχοσωματική υποκριτική κατάθεση. Κώδικες, με την αντιστοιχία, κάποτε, των οποίων απέναντι σε έργο άλλου αισθητικού γένους και ήθους μπορεί να διαφωνεί κανείς, άλλοτε όμως, σε ένα έργο θεματικά σκληρό και γραμμένο με ωμότητα, θαυμάζει την ιδεολογική εμβέλεια και αισθητική δύναμή τους.
Η στήλη έχοντας ξαναγράψει για το «Ρομπέρτο Τσούκο» του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές (για την παράσταση του Ν. Διαμαντή στο θέατρο «Σημείο»), θυμίζει σήμερα ότι ποιητής ενός σύγχρονου θεάτρου της ωμότητας, ο «καταραμένος», πρόωρα χαμένος Κολτές, έχοντας βιώσει- μέχρις εσχάτου βαθμού - την «κόλαση» του περιθωρίου, τα δυστυχισμένα «απορρίμματα» της αδυσώπητης αστικής κοινωνίας, τα κολασμένα πλάσματα - θύτες και θύματα - της φτώχειας, της διαλυμένης οικογένειας, της πορνείας, των ναρκωτικών, δραματοποίησε σε ένα έργο «κραυγή» - καταγγελία την αληθινή ιστορία του Ρομπέρτο Τσούκο. Ενός νέου, που ψυχικά διαταραγμένος, αθεράπευτα απελπισμένος, αυτοκαταστροφικός, γίνεται δυο φορές φονιάς, ένας βασανισμένος «δαίμονας», θύμα και θύτης μιας κοινωνίας εκτροχιασμένης.
Στην «Πειραματική Σκηνή» του Εθνικού Θεάτρου, μια ομάδα νέων ηθοποιών είχε την τύχη να διδαχθεί από τη λαμπρή ηθοποιό αλλά και διαπιστωμένα ταλαντούχα σκηνοθέτρια του θεάτρου μας, Λυδία Κονιόρδου, την τραγικωμωδία του Ευριπίδη «Αλκηστις», στην υπέροχη μετάφραση του Κωνσταντίνου Χριστομάνου (1901). Η Λ. Κονιόρδου για δεύτερη φορά καταπιάνεται σκηνοθετικά με την πολυσήμαντη, αμφίσημη, αυτοαναιρούμενη, παράξενη αυτή «τραγωδία» του Ευριπίδη. Η πρώτη της σκηνοθεσία (1995), επίσης στη μετάφραση του Χριστομάνου, που στην υπογράφουσα θα μείνει αξέχαστη, διακρινόταν για τη μέγιστη ποιητικότητα, τη μελαγχολική αισθαντικότητα και παραμυθική ευρηματικότητά της (χρήση κούκλας - ηθοποιού). Η φετινή σκηνοθεσία της Κονιόρδου, αποτόλμησε να φέρει το μύθο χρονικά και κοινωνιολογικά πολύ κοντά μας, στην Αθήνα της δεκαετίας του '50. Να τον δει πιο ανάλαφρα, με πικρόγευστο χιούμορ και σατιρικές πινελιές να «εικονίσει» την αστική και μικροαστική τάξη, τη συμπεριφορά της απέναντι στο γεγονός της αυτοθυσίας της Αλκηστης να προσφερθεί στο Χάρο για να ζήσει ο άντρας της Αδμητος, τη στάση της απέναντι στη θεώθεν καθορισμένη «μοίρα», την «ανάσταση» και «παρουσία» των νεκρών μεταξύ των ζωντανών.
Σε ανταπόδοση της φιλοξενίας των παραστάσεων της «Μήδειας» στο Ισραήλ, το Εθνικό Θέατρο φιλοξένησε στην Κεντρική Σκηνή του (23,24/5) το Δημοτικό Θέατρο του Τελ Αβίβ «Κάμερι», με ένα θαυμάσιο έργο και μια εξίσου θαυμάσια παράσταση - δημιουργίες και τα δύο του άγνωστού μας συγγραφέα και σκηνοθέτη Χανόχ Λεβίν, ο οποίος πέθανε στα 56 του χρόνια χτυπημένος από τον καρκίνο, αμέσως μετά το ανέβασμα αυτού του αλληγορικά παραμυθικού έργου του. Ενα έργο για τη ζωή και το θάνατο, για τις δυσκολίες, τα προβλήματα, τις ασχήμιες, τις ομορφιές, τις χαρές και τις λύπες της ζωής και το αναπόφευκτο του θανάτου. Ενα έργο ελεγειακός ύμνος στη ζωή, ένα παραβολικό «ρέκβιεμ», με μια λεπτή αίσθηση της αμφίδρομης κωμικο-τραγικής καθημερινότητας και «ήρωες» λαϊκούς ανθρώπους. Γέρους αγρότες, βιοπαλαιστές, μια νεαρή μάνα που πεθαίνει το μωρό της, κομπογιανίτες, πόρνες, γλεντοκόπους. Η σκηνοθεσία του Χανόχ Λεβίν, με φαντασία, με ευαισθησία, με αίσθηση του κωμικού, με καλλιεργημένο εικαστικό γούστο, με λιτές και παιγνιώδεις σκηνογραφικές λύσεις, με θεατρικότατα κοστούμια που εμφαντικά χαρακτηρίζουν τα πρόσωπα, έπλασε και οπτικά ένα όμορφο γλυκόπικρο «παραμύθι», ερμηνευτικά στηριγμένο από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι των γέρων, αλλά και από όλους τους ηθοποιούς.