Σχεδόν οι μισοί δεν καταφέρνουν να κάνουν ούτε 100 μεροκάματα το χρόνο. Επιτακτική ανάγκη η συμμετοχή στην 24ωρη πανοικοδομική απεργία, στις 14 Μάη
Σαν αποτέλεσμα της πολιτικής ΕΕ - ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, που θέλει το σχέδιο και την εκτέλεση των κατασκευαστικών έργων να τα καθορίζουν οι επενδύσεις των μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων και οι ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου (ανάλογα με το αν και πώς εξυπηρετούν την αύξηση της δικής του κερδοφορίας), οι εργαζόμενοι του κλάδου ωθούνται στην υποαπασχόληση και βρίσκονται σταθερά με το ένα πόδι στην ανεργία.
Γι' αυτό και η πάλη για δουλειά με πλήρη δικαιώματα είναι άρρηκτα δεμένη με την πάλη που αναδεικνύει την ανάγκη οι εργαζόμενοι να παλέψουν για έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης. Για μια κοινωνία, όπου οι λαϊκές ανάγκες θα ικανοποιούνται βάσει ενός ολοκληρωμένου σχεδίου δημοσίων έργων που σταθερά θα έχει η πολιτεία, για την κατασκευή κατοικιών, σχολείων, νοσοκομείων, βιβλιοθηκών, παιδικών σταθμών, αλλά και έργων αντισεισμικής, αντιπλημμυρικής προστασίας κλπ. Σε μια τέτοια ανάπτυξη η απασχόληση στην οικοδομή δε μπορεί και δεν πρέπει να είναι εποχιακή, αλλά σταθερή και πλήρης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΚΑ, οι 308.211 καταγεγραμμένοι εργαζόμενοι στον κλάδο δούλεψαν το 2007 κατά μέσο όρο 104 μέρες. Ειδικότερα:
Οι υποαπασχολούμενοι είναι πολύ πιο εκτεθειμένοι στην ασυδοσία και τους εκβιασμούς των μεγαλοκατασκευαστών και μεγαλοεργολάβων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι 71.041 εργαζόμενοι που κατά μέσο όρο το 2007 συμπλήρωσαν 23 μεροκάματα, αμείφθηκαν (κατά μέσο όρο) με 54 ευρώ. Ενώ οι 75.945 που το 2007 συμπλήρωσαν 73 μεροκάματα κατά μέσο όρο, αμείφθηκαν με 58 ευρώ.
Η υποαπασχόληση μεγαλώνει την ανασφάλεια των εργαζομένων που η εργοδοσία σπεύδει να αξιοποιήσει για να ρίξει όσο το δυνατόν πιο χαμηλά την τιμή της εργατικής δύναμης, προσπαθώντας να χτυπήσει τις κατακτήσεις των εργαζομένων, να παραβιάσει τις συλλογικές συμβάσεις κλπ. Εντείνοντας τους εκβιασμούς και την τρομοκρατία, οι εργοδότες προσπαθούν να κρατήσουν τους εργάτες μακριά από τα συνδικάτα και την ταξική τους Ομοσπονδία, γιατί ξέρουν πολύ καλά πως η ενίσχυση της οργανωμένης πάλης των οικοδόμων μπορεί να βάλει εμπόδια στα αντεργατικά τους σχέδια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα γι' αυτό είναι η κλαδική σύμβαση που υπέγραψε η Ομοσπονδία Οικοδόμων για το 2008, η οποία προέβλεπε μεροκάματα που ξεκινούσαν από 50,10 και έφταναν μέχρι και 85,93 ευρώ.
Κατατέθηκε χτες και υπογράφεται από το σύνολο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κόμματος
Ολόκληρο το κείμενο της Επερώτησης έχει ως εξής:
«Στα πλαίσια των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων της ΕΕ, με αιχμή τη Συνθήκη του Μάαστριχτ που ψήφισαν η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΝ, αλλά και τη στρατηγική της Λισαβόνας, που έχει σκοπό την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου, εξελίσσεται πολύχρονη επίθεση κατά των κοινωνικών - ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Η επίθεση αυτή συμβαδίζει με το χτύπημα του δικαιώματος στην πλήρη - σταθερή εργασία, την αύξηση της ανεργίας και της υποαπασχόλησης, την κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων και την καθήλωση των μισθών.
Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ενωση με τη συνενοχή της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, επιχειρεί να χτυπήσει στην καρδιά τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων στο δημόσιο και γενικότερα των εργαζομένων.
Στην κατεύθυνση αυτή, το Ευρωπαϊκό δικαστήριο χαρακτηρίζει την ασφάλιση των δημοσίων υπαλλήλων ως επαγγελματική και όχι ως κοινωνική, ανοίγοντας το δρόμο για νέες επώδυνες αλλαγές, μεταξύ αυτών και την κατάργηση της αναγκαίας διαφοράς των πέντε (5) χρόνων ανάμεσα στα όρια ηλικίας ανδρών και γυναικών, την αύξηση των ορίων ηλικίας των γυναικών από 7 έως 15 χρόνια.
Παράλληλα, προωθούνται σχέδια για την κατάργηση του θεσμού των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων.
Ενώ, με το πρόσχημα της βιωσιμότητας των Ταμείων, η λεγόμενη αναλογιστική αρχή που εισήχθη με το νόμο 3029/2002 του ΠΑΣΟΚ, προβάλλει τη θέση για τη γενίκευση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 χρόνια.
Η αντιασφαλιστική επίθεση είναι μέρος της συνολικής επίθεσης που αποσκοπεί να φορτώσει τα βάρη της καπιταλιστικής κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων.
Συνεπώς, απαιτείται οργανωμένη αντίσταση, διεκδικητικός αγώνας για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των εργατικών - λαϊκών οικογενειών.
Οι εργαζόμενοι δεν έχουν καμία ευθύνη για την καπιταλιστική κρίση και την οικονομική κατάσταση των Ταμείων.
Την ευθύνη έχει το αστικό κράτος, η ΕΕ, οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και η μεγαλοεργοδοσία.
Αυτοί ευθύνονται:
-- Για την ανεργία και την υποαπασχόληση, την εισφοροδιαφυγή, την καταλήστευση των αποθεματικών των Ταμείων, το "τζογάρισμα" στο χρηματιστήριο, τα "δομημένα ομόλογα", την υποχρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.
-- Για την άθλια κατάσταση του Ταμείου Προνοίας των δημοσίων υπαλλήλων, του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ), κ.ά.
-- Για τα εργατικά ατυχήματα και τις επαγγελματικές ασθένειες.
-- Για την καθήλωση των μισθών και τις συντάξεις πείνας.
-- Για τις απαράδεκτες αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών του ΟΑΕΕ που όλα αυτά τα χρόνια χαρατσώνει τους ασφαλισμένους.
Οι εργατικές - λαϊκές οικογένειες πληρώνουν πολύ ακριβά την αντιλαϊκή πολιτική που συνειδητά εμπορευματοποιεί, ιδιωτικοποιεί και υποβαθμίζει τις δημόσιες υπηρεσίες Υγείας - Πρόνοιας.
Πληρώνουν: Φόρους, εισφορές στον κλάδο Υγείας, εισιτήρια στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, επίσκεψη στα ιδιωτικά απογευματινά ιατρεία, οδοντιατρική φροντίδα και περίθαλψη, εργαστηριακές εξετάσεις και θεραπείες, συμμετοχή στα φάρμακα, αποκλειστικές νοσοκόμες, "φακελάκια".
Η αδυναμία κάλυψης των λαϊκών αναγκών από το δημόσιο τομέα, που λειτουργεί με επιχειρηματικά κριτήρια, οδηγεί μεγάλο αριθμό ασθενών να χρυσοπληρώνουν τον ιδιωτικό τομέα Υγείας - Πρόνοιας που συνεχώς αυξάνει τα κέρδη του. Το 58% των συνολικών δαπανών στην Υγεία, είναι ιδιωτικές.
Συνεχώς και πιο επικίνδυνες γίνονται οι συνέπειες από την υποβαθμισμένη δημόσια Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ).
Η κατάσταση που επικρατεί στην ΠΦΥ αξιοποιείται για την επέκταση της εμπορευματοποίησης και της επιχειρηματικής δράσης μέσω των ΟΤΑ, διάφορων "φιλανθρωπικών" οργανώσεων, ΜΚΟ και των επιχειρηματιών στην Υγεία.
Σφοδρή επίθεση κατά του δικαιώματος στην πρόληψη και προστασία της Υγείας αποτελεί η "ηλεκτρονική κάρτα" Υγείας αλλά και το "πρωτόκολλο ιατρικών πράξεων και φαρμάκων".
Πρόκειται για μηχανισμό επιβολής "πλαφόν" στην παροχή υπηρεσιών Υγείας μόνο για ασφαλισμένους, με σκοπό την αύξηση της οικονομικής συμμετοχής των ασθενών και των οικογενειών τους στις δαπάνες, την προς τα κάτω εξίσωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Το ΚΚΕ καταγγέλλει τις σχεδιαζόμενες περικοπές φαρμάκων και εξετάσεων από τον ΟΠΑΔ και τα άλλα ασφαλιστικά ταμεία.
Χειροτερεύει η κατάσταση στον τομέα της Ψυχικής Υγείας, ενισχύεται η παρουσία των επιχειρήσεων και των λεγόμενων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων.
Την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της Υγείας υπηρετούν επίσης οι Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ).
Οι ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό ξεπερνούν τις 24.000, και σε ιατρικό προσωπικό τις 3.000, επεκτείνονται οι ελαστικές μορφές απασχόλησης και αυξάνονται οι συμβασιούχοι, οι επικουρικοί γιατροί και νοσηλευτές, οι εργαζόμενοι της ανασφάλιστης απασχόλησης των προγραμμάτων STAGE. Η κατάσταση αυτή έχει ξεπεράσει κάθε όριο, είναι άκρως επικίνδυνη για την υγεία και τη ζωή του λαού, τις συνθήκες δουλειάς των εργαζομένων.
Με τη σχετική κοινοτική οδηγία και την αντίστοιχη εθνική νομοθεσία έχει ανοίξει ο δρόμος για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας των γιατρών, για το διαχωρισμό του εργάσιμου χρόνου σε "ενεργό" και "ανενεργό" (απλήρωτο).
Τραγική είναι η κατάσταση που επικρατεί στις Δημόσιες Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), οι οποίες αντιμετωπίζουν σοβαρότατες ελλείψεις προσωπικού, φτάνοντας μέχρι του σημείου να παραμένουν αναξιοποίητα 150 κρεβάτια.
Η κατάσταση αυτή είναι διαχρονική και αποδεικνύει τον ταξικό χαρακτήρα της στρατηγικής και των αποφάσεων της ΕΕ, τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της πολιτικής των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, τις ευθύνες των κομμάτων του ευρωμονόδρομου.
Καθημερινά, αποκαλύπτεται ο επικίνδυνος χαρακτήρας της λογικής της συνύπαρξης ιδιωτικού και δημόσιου τομέα που καλλιεργεί ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και ο ΛΑ.Ο.Σ.
Η συνεχής επιδείνωση της κατάστασης των ασθενών και των εργαζομένων, καταρρίπτει το μύθο που συνδέει την καπιταλιστική ανάπτυξη με την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
Καθημερινά προβάλλει η αναγκαιότητα του άλλου δρόμου ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας, της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας, με κριτήριο τις ανάγκες του λαού και όχι τα κέρδη των λίγων.
Το ΚΚΕ διεκδικεί ένα Ενιαίο Καθολικό Σύστημα Υγείας - Πρόνοιας, αποκλειστικά δημόσιο και δωρεάν, κεντρικά σχεδιασμένο και αναπτυγμένο στο πρωτοβάθμιο, δευτεροβάθμιο, τριτοβάθμιο επίπεδο και στην επείγουσα ιατρική. Που καλύπτει πλήρως όλους, Ελληνες και μετανάστες, ανεξάρτητα από εισόδημα, εργασιακή σχέση εργαζόμενο ή άνεργο.
Με σύγχρονες υπηρεσίες Υγείας που προάγουν την πρόληψη, σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, με Κέντρα Υγείας, σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο (νοσοκομεία, εξειδικευμένα κέντρα), καθώς και υπηρεσίες αντιμετώπισης έκτακτων - επειγόντων περιστατικών.
Κριτήριο αυτού του Συστήματος Υγείας είναι η πλήρης κάλυψη όλων των αναγκών, η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Το ΚΚΕ στηρίζει τις διεκδικήσεις των εργαζομένων, τους στόχους πάλης που υπηρετούν τις λαϊκές ανάγκες:
ΕΠΕΡΩΤΑΤΑΙ η κυβέρνηση για όλα τα παραπάνω».
Κινητοποίηση χτες στην Αθήνα. Στο πλευρό τους το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ
Στο πλευρό τους βρέθηκε η βουλευτής του ΚΚΕ, Σοφία Καλαντίδου και ο Μπάμπης Βορτελίνος, μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας του ΠΑΜΕ. Η Σ. Καλαντίδου καταδίκασε τον εμπαιγμό των σχολικών τροχονόμων από την κυβέρνηση και δήλωσε ότι το ΚΚΕ στηρίζει τον αγώνα που δίνουν για να ικανοποιήσουν το δικαίωμά τους στη μόνιμη και σταθερή δουλειά. Ταυτόχρονα, κάλεσε τους εργαζόμενους, ενόψει και των ευρωεκλογών, να βγάλουν συμπεράσματα από την πολιτική που ασκούν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Μετά τη συγκέντρωση έξω από το υπουργείο Εσωτερικών, επιτροπή των εργαζομένων κατάθεσε υπόμνημα με τα αιτήματά τους στη Βουλή.
Οι σχολικοί τροχονόμοι φθάνουν περίπου τους 3.000 πανελλαδικά. Πρόκειται για ένα θεσμό που ξεκίνησε περίπου πριν δέκα χρόνια. Η κυβέρνηση της ΝΔ όσο και οι προηγούμενες του ΠΑΣΟΚ αντιμετωπίζουν τους σχολικούς τροχονόμους όχι ως εργαζόμενους, αλλά ως εθελοντές, και τους αμείβουν με φιλοδωρήματα. Σήμερα η αμοιβή αυτή φθάνει το εξευτελιστικό ποσό των 176 ευρώ. Ακόμα χειρότερα, οι εργαζόμενοι αυτοί είναι πλήρως ανασφάλιστοι, όσον αφορά την ιατρο-φαρμακευτική τους περίθαλψη, αλλά και τη συνταξιοδότησή τους.
Για την κατάσταση αυτή σοβαρές ευθύνες φέρουν και οι δυνάμεις του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, οι οποίες προσπαθούν να περιορίσουν τις διεκδικήσεις των εργαζομένων σε αιτήματα που κινούνται στη λογική του εφικτού και της διαχείρισης, όπως είναι η αποδοχή της μερικής απασχόλησης.